Του Νίκου Μαντέλα
Ο Δαρβίνος με τη διατύπωση της θεωρίας της εξέλιξης οδηγεί την επιστημονική σκέψη στην επιτυχία ενός καίριου πλήγματος στα θεμελιακά στοιχεία του ιδεαλισμού και της θρησκευτικής κοσμοαντίληψης. H θεωρία της εξέλιξης συμβάλλει καθοριστικά στο να προσεγγιστεί από μια διαλεκτική υλιστική σκοπιά η ανάπτυξη της κοινωνίας, η σχέση φύσης – κοινωνίας και η θέση του ανθρώπου μέσα σε αυτήν. Πλέον η φυλογένεση του ανθρώπου και η διαμόρφωση των βιολογικών ιδιομορφιών του μπορεί να ιδωθεί μέσα από το ρόλο της εργασιακής δραστηριότητας.
«…Είναι χαρακτηριστικό ότι, σχεδόν την ίδια στιγμή με την επίθεση του Καντ στην αιωνιότητα του ηλιακού συστήματος, το 1759 ο Κ.Φ. Βολφ είχε εξαπολύσει την πρώτη επίθεση στη σταθερότητα των ειδών και είχε διακηρύξει τη θεωρία της καταγωγής. Αλλά αυτό που στην περίπτωσή του Βολφ δεν ήταν παρά μια μεγαλοφυής διαίσθηση, μοφροποιήθηκε με τους Όκεν, Λαμάρκ, Μπαιρ, για να επιβληθεί νικηφόρα εκατό χρόνια αργότερα – το 1859 – με τον Δαρβίνο» (Engels, 2008).
Στο παραπάνω απόσπασμα του Ένγκελς γίνεται φανερό το ξεπέρασμα της μεταφυσικής εικόνας της φύσης από τα ευρήματα των επιστημών της εποχής του. «Οι νεκρικές καμπάνες για την παλιά μεταφυσική» ηχούν. Όπως διαπιστώνει ο Ένγκελς στο «Λουδοβίκο Φόυερμπαχ και το τέλος της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας», τρεις ήταν οι μεγάλες ανακαλύψεις που συνέβαλλαν στην αλματώδη ανάπτυξη της γνώσης μας για την αλληλοσύνδεση των διεργασιών της φύσης: η ανακάλυψη του κυττάρου ως βασικής δομικής μονάδας των οργανισμών, η ανακάλυψη των νόμων της αλληλομετατροπής της ενέργειας και η θεωρία της εξέλιξης που διατύπωσε ο Δαρβίνος.
«… Η νέα αντίληψη της φύσης ήταν πλήρης στα κύρια χαρακτηριστικά της, η σταθερότητα διαλύθηκε, η αμεταβλητότητα παρέλυσε, όλα όσα ιδιαίτερα είχαν θεωρηθεί αιώνια έγιναν προσωρινά, το σύνολο της φύσης αναγνωρίστηκε σαν κινούμενο σε αιώνια ροή» (Engels, 1973). Αποδεικνύεται λοιπόν πως «η φύση λειτουργεί διαλεκτικά και όχι μεταφυσικά, δεν κινείται με την αιώνια μοναδικότητα ενός μόνιμα επαναλαμβανόμενου κύκλου, αλλά προχωρεί μέσα από μια πραγματική ιστορική εξέλιξη» (Engels, 1977).
Η θεωρία της εξέλιξης και τα επαναστατικά συμπεράσματα του Δαρβίνου
Η θεωρία της εξέλιξης που δημοσιεύεται στην Καταγωγή των Ειδών το 1859 και στην Καταγωγή του ανθρώπου, δέκα χρόνια αργότερα, έρχεται σαν αποτέλεσμα τεσσάρων επαναστατικών ιδεών (Λάκκα, 2009):
Α) Κανόνας της φύσης είναι η μεταβλητότητα. Η μεταβλητότητα ισχύει τόσο για τον ανόργανο όσο και για τον έμβιο κόσμο. Ο Δαρβίνος επιχειρηματολογεί επαρκώς σχετικά με την ιδέα ότι όλοι οι οργανισμοί του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος προέρχονται ύστερα από τροποποιήσεις από έναν κοινό πρόγονο. Χαρακτηριστικά την Καταγωγή των ειδών γράφει: «Έχω ολότελα πειστεί ότι τα είδη δεν είναι αμετάβλητα και ότι ανήκουν σε αυτό που θα ονομάζαμε ίδιο γένος, κατευθείαν απόγονοι κάποιου άλλου είδους που έχει εκλείψει».
Β) Ο μηχανισμός της φυσικής επιλογής ως το αίτιο των τροποποιήσεων των οργανισμών. «Έχω την πεποίθηση πως η φυσική επιλογή είναι το πιο σπουδαίο μέσο της μεταβολής των οργανισμών». Η φυσική επιλογή ως μηχανισμός μεταβολής των οργανισμών αντικαθιστά την αριστοτελική έννοια της σκοπιμότητας που κρύβεται πίσω από κάθε συμβάν. Στο μηχανισμό αυτό προτείνει τη διάκριση δύο βασικών σταδίων. Το πρώτο στάδιο αφορά την αναπαραγωγή των οργανισμών, γράφει: «Γεννιούνται περισσότερα άτομα από εκείνα που μπορούν να επιζήσουν […] υπάρχει κάποιος αγώνας για την ύπαρξη». Το δεύτερο στάδιο αφορά τη διαφορική επιβίωση των οργανισμών, δηλαδή την επιλογή από το περιβάλλον των ευνοϊκών παραλλαγών: «Ονόμασα τη διατήρηση αυτή των ευνοϊκών παραλλαγών και την καταστροφή των βλαβερών φυσική επιλογή του καλύτερα προσαρμοσμένου».
Γ) Η θεώρηση της τυχαιότητας σαν μηχανισμό μεταβολής των οργανισμών. Η εξέλιξη οφείλεται σε τυχαίες μεταβολές που δεν υπάκουσαν σε κανένα προκαθορισμένο πρόγραμμα, δεν κινείται προς έναν προκαθορισμένο προορισμό. «Η φυσική επιλογή δεν οδηγεί αναγκαστικά στην τελειότητα» όπως χαρακτηριστικά γράφει. Η ιδέα αυτή αποτέλεσε ένα είδος σκανδάλου ακόμα και για τους δικούς του οπαδούς. Τόσο η θρησκεία όσο και οι επιστήμες του 19ου αιώνα εχθρεύονται την έννοια του τυχαίου. Οι επιστήμες ειδικότερα ισχυρίζονται ότι το τυχαίο είναι αποτέλεσμα της άγνοιας του ανθρώπου. Χρειάστηκε να μεσολαβήσουν οι ιδέες της πιθανοκρατίας του 20ου αιώνα και των μαθηματικών μοντέλων της στατιστικής για να γίνει αποδεκτή η ιδέα αυτή στους κόλπους της επιστημονικής κοινότητας.
Δ) Η άποψη ότι ο άνθρωπος κατατάσσεται στον κόσμο των έμβιων όντων, άρα και αυτός έχει κοινή καταγωγή με τους άλλους οργανισμούς. Γεγονός το οποίο επίσης θέτει σε σύγκρουση τη θεωρία της εξέλιξης με τις ανθρωποκεντρικές και θρησκευτικές αντιλήψεις της εποχής. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει: «Μπορούμε έτσι να καταλάβουμε πώς γίνεται ο άνθρωπος και όλα τα άλλα σπονδυλωτά να έχουν φτιαχτεί στο ίδιο γενικό μοντέλο, γιατί περνούν τις ίδιες πρώτες φάσεις ανάπτυξης και γιατί διατηρούν κοινά υποτυπώδη χαρακτηριστικά. […] Μόνο οι φυσικές μας προκαταλήψεις και αυτή η ματαιοδοξία που έκανε τους προγόνους μας να δηλώσουν ότι κατάγονται από ημίθεους μας εμποδίζουν να αποδεχτούμε ένα τέτοιο συμπέρασμα» (Δαρβίνος, 1997).
Το θανάσιμο χτύπημα στη σταθερότητα των ειδών και την τελεολογία
Σήμερα επανέρχεται η αντιεπιστημονική θεώρηση περί «ευφυούς σχεδιασμού», που αναβιώνει με επιστημονικοφανές περίβλημα το τελεολογικό επιχείρημα για την ύπαρξη Θεού ως την πρώτη αιτία για τη δημιουργία της ζωής. Σύμφωνα με αυτήν, το πολυσύνθετο φαινόμενο της ζωής δεν μπορεί παρά να είναι αποτέλεσμα της «ευφυούς σύλληψης» ενός τέλειου, ανώτερου όντος.
Ο Μαρξ σ’ ένα γράμμα του στον F. Lassale αναφέρει για τον Δαρβίνο: «… όχι μόνο δίνει θανάσιμο κτύπημα στην τελεολογία στις φυσικές επιστήμες για πρώτη φορά, αλλά ακόμη εισάγει την ορθολογιστική έννοια μ’ έναν εμπειρικό τρόπο…» (Marx & Engels, 1975).
Ο Δαρβίνος φέρνει στο προσκήνιο την ενότητα του τυχαίου και της αναγκαιότητας στην εμφάνιση και την εξέλιξη της ζωής. Η φυσική επιλογή, η κληρονομικότητα και η μεταβλητότητα (μεταλλαξιμότητα) είναι πλέον οι παράγοντες της ιστορικής οργανικής ανάπτυξης και όχι μια απόλυτα καθορισμένη αναγκαιότητα που έχει επιβληθεί στη φύση. Η εξέλιξη, δεν καθορίζεται από σκόπιμα ερεθίσματα στους ίδιους τους οργανισμούς. Η αιτιότητα είναι μια ιστορικά αποκτημένη, όχι προκαθορισμένη, ιδιότητα των έμβιων όντων, η οποία κατ’ ανάγκη ελέγχεται από το περιβάλλον και δημιουργείται μέσω της φυσικής επιλογής από τυχαίες αποκλίσεις. Εμφανίζεται δηλαδή σαν η προσαρμοστική αντίδραση των οργανισμών στα περιβαλλοντικά ερεθίσματα.
Μια αναγκαία προσθήκη εδώ αποτελεί το γεγονός ότι ο Δαρβίνος υποτίμησε, χωρίς να αρνηθεί, τη σημασία των περιορισμών που υπάρχουν στην εξελικτική διαδικασία λόγω της ήδη δομημένης φύσης των οργανισμών. Όπως εντοπίζουν οι Levins & Lewontin (1987), το περιβάλλον εννοούνταν ως κάτι που καθόριζε την εξελικτική διαδικασία μέσω της φυσικής επιλογής, αλλά όχι και κάτι που επηρεαζόταν εξίσου από την εξέλιξης της ζωής. Τόνισαν πως για να γίνει πλήρως κατανοητή η εξέλιξη της ζωής και οι μετασχηματισμοί του κόσμου, είναι απαραίτητο να θεωρηθούν οι σύνθετες αλληλεπιδράσεις τόσο των εξωτερικών όσο και των εσωτερικών διαδικασιών της ζωής. Πρόκειται για τη διαλεκτική αλληλεπίδραση που σημειώνει ο S.J. Gould (2002), μεταξύ των εσωτερικών δομικών περιορισμών των οργανισμών (laws of form) και των εξωτερικών πιέσεων του περιβάλλοντος που παράγει τις διαδικασίες της εξελικτικής αλλαγής.
Η φυσική επιλογή δεν έρχεται σαν αποτέλεσμα επίλυσης από τον οργανισμό ενός συνόλου σταθερών προβλημάτων που δημιουργούνται από το περιβάλλον. Αντίθετα, το περιβάλλον και οι οργανισμοί αλληλοκαθορίζονται (Lewontin, 2000).
Η δαρβινική θεωρία, αναντίρρητα, ωστόσο, αναίρεσε την ιδέα της ειδικής δημιουργίας, την άποψη ότι ο έμβιος κόσμος αποτέλεσε τον προνομιούχο στόχο των «τελικών» αιτιών. Ενάντια στο επιχείρημα ότι όλες οι δομές, οι ιδιότητες, η συμπεριφορά των ζωντανών όντων μοιάζουν να απαντούν σε μια πρόθεση, ο Δαρβίνος έδειξε ότι ο ιμάντας της εξελικτικής διαδικασίας, η σχεδόν καθολικά αποδεκτή σήμερα φυσική επιλογή, δίνει την πυξίδα στην αλλαγή, προσανατολίζει την τύχη, «μαστορεύει» ανταποκρίσιμες δομές, νέα όργανα και λειτουργίες, καινούρια είδη. Με θεμέλιο τη βιολογική ποικιλομορφία, το δαρβινικό μοντέλο είναι επιλεκτικό, πληθυσμιακό και αποτελεί ένα είδος αυστηρού αποκλεισμού κάθε τελεολογίας.
Ο Μαρξ έγραφε για τη διαλεκτική του Χέγκελ ότι «στεκόταν με το κεφάλι κάτω» και έπρεπε να την αναποδογυρίσει για να καταλήξουν με τον Ένγκελς στη βάση της θεωρίας τους, τον ιστορικό υλισμό. Αυτό ακριβώς έκανε και ο Δαρβίνος με την «Καταγωγή των Ειδών». Ξεπέρασε τις θεμελιώδεις παραδοχές της επιστήμης του 19ου αιώνα και αναποδογυρίζοντάς τες κοίταξε τη φύση με άλλη οπτική.
Καταρρίφθηκε η σταθερότητα των ειδών. «Αντιμετωπίζω τον όρο “είδος” σαν ένα δεδομένο, για χάρη της ευκολίας, που ορίζεται σαν ένα σύνολο ατόμων, το καθένα από τα οποία μοιάζει με τα άλλα» (Δαρβίνος, 1997). Ο ορισμός του «είδους» εξελίχθηκε και εμπλουτίστηκε μέχρι σήμερα, ωστόσο, ο Δαρβίνος εντοπίζει ότι τα είδη δεν είναι ένα πράγμα και οι αλλαγές δεν περιλαμβάνουν τη μεταλλαγή ή την αντικατάσταση αυτού του πράγματος. Τα είδη είναι πληθυσμοί υπαρκτών και διακριτών μεταξύ τους ατόμων. Οι διαφοροποιήσεις δεν είναι εξαιρέσεις ή αποκλίσεις από τη βαθύτερη ουσία των ειδών. Η διαφοροποίηση είναι η διακριτή πραγματικότητα της φύσης. Τα είδη δεν είναι σταθερά και αναλλοίωτα. Έχουν όλα αληθινή ιστορία και μπορούν μόνο να γίνουν κατανοητά, μελετώντας τους δυναμικούς μετασχηματισμούς τους μέσα στο χρόνο.
Κάτι τέτοιο τον φέρνει σε σύγκρουση, επίσης, με κυρίαρχες επιστημονικές απόψεις της εποχής του. Στη φυσική επιστήμη του 19ου αιώνα, οι βασισμένοι στην μεσαιωνική οντολογία στοχαστές υπέθεταν ότι ο ορισμός ή η ιδέα των ειδών είναι πιο σημαντική και γι’ αυτό πιο πραγματική από τους συγκεκριμένους οργανισμούς που μπορούμε να παρατηρήσουμε. Το είδος είναι ένας σταθερός, αναλλοίωτος τύπος, ενώ οι διαφοροποιήσεις, που παρατηρούμε στη Φύση, είναι τυχαίες και παροδικές. (Angus, 2009).
Όπως αναφέρει ο Ένγκελς (2008): «… ο Δαρβίνος, ξεκινά από την ευρύτερη υπάρχουσα βάση του τυχαίου. Ακριβώς οι άπειρες τυχαίες διαφορές ανάμεσα στα άτομα στο εσωτερικό κάθε είδους, διαφορές που γίνονται πιο έντονες μέχρι να αλλάξουν το χαρακτήρα του είδους, και που ακόμα και οι πιο άμεσες αιτίες τους δεν μπορούν να αποδειχτούν παρά σε ελάχιστες περιπτώσεις, τον υποχρεώνουν να επανεξετάσει την προγενέστερη βάση κάθε κανονικότητας στη βιολογία: την έννοια του είδους…» στην προηγούμενη της μεταφυσική σταθερότητα και μεταβλητότητα.
Πρόοδος και εξέλιξη – Πυραμίδες και δέντρα
Το 1909, ο Γουόλκοτ ανακάλυψε τα απολιθώματα, γνωστά ως Σχιστόλιθος του Burgess. Τοποθετεί τους οργανισμούς αυτούς σε έναν πίνακα μιας εξέλιξης που πηγαίνει από το πιο απλό στο πιο σύνθετο. Τη δεκαετία του 1970 μια νέα ομάδα ερευνητών καταπιάνεται ξανά με το Σχιστόλιθο του Burgess. Ο S.J. Gould (1989), αναφερόμενος στις μελέτες για το Σχιστόλιθο του Burgess, ισχυρίζεται ότι κατά τη διάρκεια της περιόδου αμέσως μετά την έκρηξη της Καμβρίου, εμφανίζεται μεγαλύτερη ποικιλομορφία ανατομικών προτύπων μορφών ζωής, υπό την ταξινομική βαθμίδα των φύλων, από αυτές που υπάρχουν σήμερα. Ωστόσο, οι περισσότερες μορφές από αυτά τα φύλα δεν άφησαν κανέναν σύγχρονο απόγονο.
Τα ζώα του Burgess δεν θεωρούνται πλέον πρότερες μορφές των γνωστών ειδών, αντίθετα αποτελούν μαρτυρίες της κάμβριας έκρηξης ζωής, οργανικών συνδυασμών και δυνητικοτήτων που απέτυχαν. Πρόκειται για μία «ήρεμη επανάσταση». Ανατρέπεται πλέον η ιδέα μιας εξέλιξης με διαρκή κλιμακωτή πρόοδο. Καταρρίπτεται ο «αντεστραμμένος κώνος» της αυξανόμενης περιπλοκότητας στην κορυφή του οποίου στέκεται ο Homo sapiens. Μετά από τη δαρβίνεια επανάσταση επιτυγχάνεται ένα καίριο πλήγμα στον ανθρωποκεντρισμό.
Δεν μπορούμε πλέον να «φανταζόμαστε ό,τι υπήρξε πριν από εμάς ως μια μακρόχρονη προετοιμασία, ως το προμήνυμα της μέλλουσας εμφάνισής μας στον κόσμο» (Gould, 1989). Σύμφωνα με την ανθρωποκεντρική αλαζονική θεώρηση, που διέπει και τα ίδια τα θρησκευτικά δόγματα (αλλά απ’ ό,τι φαίνεται όχι μόνο) το ανθρώπινο είδος εμφανιζόταν σαν ο αρχικός σκοπός 5 εκατομμυρίων ετών εξελικτικής διαδικασίας. «Η ποικιλομορφία των δυνητικών διαδρομών δείχνει καταφανώς ότι τα τελικά αποτελέσματα δεν μπορούν να προβλεφθούν από το ξεκίνημα», συνεπώς, όπως «η μέλλουσα ιστορία δεν είναι ο σκοπός της παρελθούσας ιστορίας» έτσι και ο Homo sapiens δεν ήταν ο σκοπός του Opabinia (Gould, 1989).
Ο Δαρβίνος, στον αντίποδα του εξελικτικισμού, συνειδητοποιεί ότι οι προσαρμοστικές απαντήσεις στις αλλαγές του περιβάλλοντος δε συνιστούν αναγκαστικά πρόοδο, αλλά μάλλον μια εξέλιξη χωρίς σχέδιο ή κατεύθυνση. O Δαρβίνος δεν επιλέγει να υιοθετήσει ορολογία περί προόδου: «Μην προφέρετε ποτέ τις λέξεις ανώτερο και κατώτερο […] είμαι πεπεισμένος ότι δεν υπάρχει στην εξέλιξη καμιά έμφυτη τάση που οδηγεί σε πρόοδο». Η εξέλιξη παραπέμπει σε δενδροειδές σχήμα, δεν είναι μια βαθμονομημένη κλίμακα. Οι προγενέστερες μορφές δεν είναι τα προσχέδια των πιο αναπτυγμένων μορφών, και η ασυγχρονία επιτρέπει την επιβίωση «αρχαϊκών» προγόνων, ενώ οι απόγονοι τους έχουν ήδη αποκτήσει ποικίλες μορφές (Μπενσαΐντ, 2013). Από εδώ και μπρος είμαστε αναγκασμένοι να «κοιτάξουμε το επιβλητικό θέαμα της εξέλιξης της ζωής ως ένα σύνολο εξαιρετικά απίθανων γεγονότων, τα οποία φαίνονται απολύτως λογικά και εξηγούνται εκ των υστέρων, αλλά είναι απολύτως αδύνατο να προβλεφθούν και να αναπαραχθούν» (Gould, 1995).
Η θεωρία που προτείνει ο Δαρβίνος, είναι ανοιχτή σε ανάπτυξη, δεν είναι ένας περιβαλλοντικός ντετερμινισμός, ούτε το παραμύθι με τα ζώα του εμπορευματικού ανταγωνισμού, όπως επιδιώκεται να καθιερωθεί από μεταγενέστερες ερμηνείες (κοινωνιοβιολογία κ.λπ). Ο Μαρξ εμπνέεται από την «επισώρευση δια της κληρονομικότητας» ως κινητήρια αρχή. Επιμένοντας σχετικά με την επισώρευση (αναγκαία) και την επινόηση (συμβαντολογική), αποφεύγει τη μηχανιστική παγίδα: «…Μ’ αυτό τον τρόπο ο Δαρβίνος εκτιμά τη «συσσώρευση» μέσω της κληρονομικότητας σαν την κινητήρια αρχή στο σχηματισμό όλων των οργανικών όντων, των φυτών και των ζώων· έτσι οι διάφοροι οργανισμοί σχηματίζονται σαν αποτέλεσμα «συσσώρευσης» και είναι μόνο «εφευρέσεις», σταδιακά συσσωρευμένες εφευρέσεις ζωντανών υποκειμένων…» (Μαρξ, 2008).
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Ντανιέλ Μπενσαΐντ: «Ο χρόνος του Δαρβίνου εξελίσσεται “χάρη σε λάθη”».
Παραπομπές:
Angus I (2009) «Marx and Engels…and Darwin? The essential connection between historical materialism and natural selection», International Socialist Review
Engels F. (1973) «Dialectics of Nature», International Publishers, N. Y. 1973, από Νικολάου Ν. «Οι Κ. Μαρξ και Φρ. Ένγκελς για τη Βιολογία»
Engels F. (1977) «Sosialism: Utopian and scientific», Marx – Engels Selected Works, Lawrence and Wishard, London 1977, από Νικολάου Ν. «Οι Κ. Μαρξ και Φρ. Ένγκελς για τη Βιολογία»
Gould S.J. (2002) «Laws of Form Revisited. The Structure of Evolutionary Theory» Harvard University Press, Cambridge, MA
Gould S. J. (1989) «Wonderful life: The Burgess Shale and the nature of history»
Gould S.J. (1995) «Dinosaur in a Haystack: Reflections in Natural History»
Levins R. & Lewontin R. (1987) «The Dialectical Biologist»
Lewontin, R. (2000) «Η Βιολογία ως Ιδεολογία: Το δόγμα του DNA»
Marx K. & Engels F. (1975) «Marx-Engels Collected Works », Progress Publishers
Δαρβίνος Κ. (1997) «Η Καταγωγή των ειδών», Πανεπιστήμιο Πατρών
Ένγκελς Φ. (2008), «Διαλεκτική της Φύσης», Σύγχρονη Εποχή
Λάκκα Λ. (2009) «Δαρβίνος και Δαρβινισμός», Ουτοπία
Μαρξ Κ. (2008) «Θεωρίες για την υπεραξία ΙΙΙ», Σύγχρονη Εποχή
Μπενσαΐντ Ντ. (2013) «Ο Μαρξ της Εποχής μας», Τόπος