Του Κώστα Δαμανάκη
Η ανάπτυξη μιας επιστήμης δεν μπορεί να βλέπεται έξω από την ιστορία, καθώς η εξέλιξη της επιστημονικής γνώσης λαμβάνει χώρα εντός συγκεκριμένων οικονομικών, κοινωνικών και ιδεολογικών συσχετισμών σε κάθε ιστορική περίοδο. Επιστήμη και ιδεολογία είναι δυο στενά συνδεδεμένες έννοιες, καθώς η ιδεολογία “διαποτίζει” την επιστήμη και η επιστήμη με τη σειρά της έρχεται να παράξει ιδεολογία. Ωστόσο η ιδεολογία δεν είναι ουδέτερη, αλλά είναι η ιδεολογία μιας τάξης και στα πλαίσια μιας ταξικής-εκμεταλλευτικής κοινωνίας, η ιδεολογία της κυρίαρχης τάξης γίνεται και κυρίαρχη ιδεολογία.
Η γνώση και η επιστήμη αποτελούν στοιχεία του εποικοδομήματος, όμως επιδρούν στη βάση, συμβάλλοντας έτσι στην επαναστατικοποίηση της τεχνολογίας και στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Αυτή η συμβολή τους στην παραγωγή είναι που ανάγκασε, ιστορικά, την άρχουσα τάξη να επιτρέψει την ανάπτυξη των επιστημών, μεταβάλλοντας ακόμα και πτυχές της κοσμοθεωρίας της που η επιστήμη αμφισβητούσε, με σκοπό να τις ενσωματώσει. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η αποδοχή του ηλιοκεντρικού συστήματος που πρότεινε ο Κοπέρνικος, το οποίο συγκρουόταν με την κυρίαρχη σκοταδιστική αντίληψη της εποχής εκείνης.
Οι θετικές επιστήμες στα πλαίσια του καπιταλισμού
Οι θετικές επιστήμες αναπτύχθηκαν πάνω στην ανάγκη του ανθρώπου να εξηγήσει τη φύση, τη συμπεριφορά της και τους νόμους που τη διέπουν. Από τις πρώτες προσπάθειες εξήγησης του φυσικού κόσμου των αρχαίων χρόνων, μέχρι και τις θεωρίες της κοσμολογίας και των στοιχειωδών σωματιδίων του σήμερα, οι ερμηνείες που δίνονταν καθορίζονταν στον ένα ή τον άλλο βαθμό από την κυρίαρχη ιδεολογία της εποχής.
Ιστορικά, κάθε εκμεταλλευτική τάξη επιχειρούσε να επιβάλει την κοσμοθεωρία της στην κοινωνία, προκειμένου να πετύχει με καλύτερους όρους την αναπαραγωγή της κυριαρχίας της. Ταυτόχρονα, δεν μπορούσε να επιτρέψει την ανάπτυξη μιας ιδεολογίας αντίθετης προς τα δικά της συμφέροντα, που θα μπορούσε να αμφισβητήσει την εξουσία της. Έτσι, στα πλαίσια του καπιταλισμού, η αστική ιδεολογία, δηλαδή το σύνολο των αντιλήψεων και αξιών της αστικής τάξης, επιχειρεί να επιβάλει την αστική κοσμοθεωρία, τον ιδεαλισμό. Γι αυτό το λόγο, στρέφει και κατευθύνει την επιστημονική έρευνα προς όφελος αυτής της επιδίωξης, ενώ ταυτόχρονα επιχειρεί να διαστρεβλώσει, τεκμηριώνοντας με ιδεαλιστικού τύπου φιλοσοφικά συμπεράσματα, ανακαλύψεις των φυσικών επιστημών που επιβεβαιώνουν την ύπαρξη αντικειμενικής πραγματικότητας, την υλικότητα του κόσμου. Προωθεί έτσι τον αγνωστικισμό και τον μυστικισμό.
Ωστόσο, η φύση και η ύλη υπάρχουν αντικειμενικά, έξω από την ανθρώπινη ύπαρξη. Η αστική ιδεολογία παρουσιάζει μια διαστρεβλωμένη-φενακισμένη οπτική του κόσμου, αρνείται τους πραγματικούς νόμους κίνησης της φύσης και τις νομοτέλειές της, προκειμένου, σε τελική ανάλυση, να υπερασπιστεί τα συμφέροντά της και τη διαιώνιση του καπιταλιστικού-εκμεταλλευτικού συστήματος.
Η προλεταριακή ιδεολογία, η οποία προφανώς στα πλαίσια του καπιταλισμού δεν θα γίνει ποτέ κυρίαρχη, έρχεται να συγκροτηθεί αντιπαραθετικά από την αστική, υπακούοντας στη δική της επιστημονική ανάλυση και κοσμοθεωρία, τον μαρξισμό και τον Διαλεκτικό Υλισμό. Η εργατική αντίληψη έχει ως σκοπό να αποκαλύψει τις ανειρήνευτες ταξικές αντιθέσεις που χαρακτηρίζουν τον καπιταλισμό και να τις υπερβεί μέσω της αντικατάστασής του από έναν ανώτερο κομμουνιστικό σχηματισμό.
Η αντιπαράθεση των δύο αντικρουόμενων κοσμοθεωριών, της αστικής και της εργατικής τάξης, μεταφέρεται και στο πεδίο των φυσικών επιστημών, με τις οποίες θα ασχοληθεί το παρόν κείμενο. Παίρνει τη μορφή της αντιπαράθεσης για τον τρόπο με τον οποίο γίνεται αντιληπτή η σχέση υποκειμένου-αντικειμένου, η ύπαρξη ενός υλικού και αντικειμενικού κόσμου κλπ.
Η διαλεκτική αντίληψη της φύσης κόντρα στον ιδεαλισμό
Η υλιστική αντίληψη, η οποία εκφράζεται μέσω της Διαλεκτικής, ερμηνεύει τα φαινόμενα και τις διεργασίες που υπάρχουν σε όλα τα επίπεδα της ύλης (οργανική-ανόργανη) και περιγράφει μια συνολική κοσμοθεωρία που αντανακλά τους νόμους εξέλιξης της φύσης, της κοινωνίας και του ανθρώπινου νου.
Σύμφωνα με τον διαλεκτικό υλισμό η ύλη η οποία είναι αιώνια κινούμενη και αναπτυσσόμενη, υπάρχει ανεξάρτητα από τον άνθρωπο και πολύ πριν την εμφάνισή του. Ο Λένιν στο έργο του «Υλισμός και Εμπειριοκριτισμός» δίνει τον εξής ορισμό: «Ύλη είναι φιλοσοφική κατηγορία που χρησιμεύει για να υποδηλώνει την αντικειμενική πραγματικότητα που έχει δοθεί στον άνθρωπο από τα αισθήματά του και που αντιγράφεται, φωτογραφίζεται, απεικονίζεται από τα αισθήματά μας, ενώ υπάρχει ανεξάρτητα από αυτά». Επομένως, σύμφωνα με την υλιστική προσέγγιση, το Είναι (ύπαρξη) είναι αυτό που παράγει τη συνείδηση και όχι το αντίστροφο. Ο ιδεαλισμός, αντίθετα, απαντά ότι το πνεύμα είναι αυτό που παράγει την ύλη (Είναι).
Η ύλη είναι αναπόσπαστη από την κίνηση, αφού, κατά τον ‘Ενγκελς, «η κίνηση αποτελεί τον τρόπο ύπαρξης της ύλης». Η κίνηση δεν υπάρχει χωρίς την ύλη και η ύλη χωρίς την κίνηση. Η κίνηση και η ύλη είναι αιώνιες, άφθαρτες συντελούνται σαν διαδικασίες αλλαγής, μετατροπής ή μετάβασης συνεχώς μέσα στο χωροχρόνο, ακόμα και αν φαίνεται στον παρατηρητή ότι τίποτα δεν αλλάζει. Για παράδειγμα, μπορούμε να θεωρήσουμε το νόμο διατήρησης της ενέργειας στη Φυσική, ο οποίος μας δείχνει ότι η ενέργεια δεν δημιουργείται και δεν εξαφανίζεται, παρά μόνο μετατρέπεται από τη μια μορφή στην άλλη.
Χαρακτηριστική έκφραση της υλιστικής αντίληψης είναι η σύνδεση μεταξύ μάζας, ύλης και ενέργειας. Ο Νεύτωνας όρισε τη μάζα ως «το ποσό της ύλης που περιέχει ένα σώμα», όμως ταυτόχρονα η μάζα αποτελεί και το μέτρο αδράνειας ενός σώματος, δηλαδή της αντίστασης στην αλλαγή της κινητικής του κατάστασης. Ο πρώτος ορισμός απολυτοποιήθηκε από το ιδεαλιστικό ρεύμα για να ταυτίσει την ύλη με τη μάζα, το οποίο όμως καταρρίφθηκε από την ίδια την εξέλιξη της φυσικής, αφού σήμερα ξέρουμε ότι υπάρχουν υλικά σωματίδια χωρίς μάζα, όπως το φωτόνιο. Συνεπώς, η μάζα αποτελεί μια ιδιότητα της ύλης και όχι καθολικό χαρακτηριστικό της, άρα μάζα και ύλη δεν ταυτίζονται. Για να μπορέσει να υπερβεί αυτό το ζήτημα ο ιδεαλισμός, θεωρεί τα φωτόνια, όπως και τα πεδία που δεν έχουν μάζα, ως άυλα σωματίδια.
Ταυτόχρονα, η ενέργεια που κατά την υλιστική προσέγγιση αποτελεί έκφραση της κίνησης της ύλης, μυστικοποιείται από την ιδεαλιστική-μηχανιστική κοσμοαντίληψη, παρουσιάζοντάς την ως κάτι άυλο και ξένο προς την ύλη. Ωστόσο, η ενέργεια γνωρίζουμε ότι έχει πάντα υλικό φορέα, είτε αυτός έχει μάζα είτε όχι. Με βάση τη θεώρηση περί ταύτισης μάζας-ύλης και του διαχωρισμού ύλης-ενέργειας προκύπτουν και εκφράσεις που χρησιμοποιούνται για να περιγράφουν φυσικά φαινόμενα, όπως η “εξαΰλωση”, που περιγράφει τη διαδικασία του μετασχηματισμού ενός σωματιδίου και ενός αντισωματιδίου σε φωτόνιο. Η υπάρχουσα ύλη δεν εξαφανίζεται, όπως υπονοείται από την έκφραση, αλλά έχουμε το πέρασμα από μια μορφή ύλης σε μια άλλη.
Ο Θετικισμός ως πλευρά του σύγχρονου φυσικού ιδεαλισμού
Η ραγδαία εξέλιξη των φυσικών επιστημών στον 20ο αιώνα, με την ανακάλυψη της κβαντικής μηχανικής, αποτέλεσε πεδίο όξυνσης με νέο τρόπο της αντιπαράθεσης διαλεκτικού υλισμού-ιδεαλισμού. Η κυρίαρχη αστική-ιδεαλιστική αντίληψη στο πεδίο της Φυσικής, εκφράστηκε μέσα από το ρεύμα του Θετικισμού, το οποίο και αποτελεί πλειοψηφικό ρεύμα εντός των θετικών επιστημών.
Χαρακτηριστικό της αντίληψης του Θετικιστικού ρεύματος (με χαρακτηριστικό εκπρόσωπο τον εμπειριστή Χιούμ και τον Μαχ) είναι ότι μοναδικό κριτήριο με το οποίο μπορούμε να διαμορφώνουμε τη γνώση μας για την κατανόηση της φύσης είναι οι αισθητηριακές μας αντιλήψεις, δηλαδή τα δεδομένα που προκύπτουν μέσω της εμπειρίας. Η αποδοχή μιας πραγματικότητας, ανεξάρτητης από το υποκείμενο, αποτελεί μια μεταφυσική θέση για τον θετικισμό. Γι αυτό το λόγο πολέμησε τη φιλοσοφία και τη σύνδεσή της με τη φυσική, θεωρώντας ως μεταφυσικό κάθε είδους ερώτημα για την ύπαρξη γενικών εννοιών, καθολικών νόμων για τη φύση κλπ. Όμως στην προσπάθειά του να “εξαγνίσει” την επιστήμη από τη “μεταφυσική”, πέφτει σε άλλου τύπου μεταφυσικές εξηγήσεις. Για το θετικισμό, οι αισθητηριακές αντιλήψεις είναι αυτόνομες πραγματικότητες και όχι προϊόν της αλληλεπίδρασης ανάμεσα στο υποκείμενο και στα εξωτερικά αντικείμενα, όπως θεωρεί η υλιστική αντίληψη. Για να γίνει σαφέστερο, το σφάλμα του θετικισμού όσον αφορά την υιοθέτηση του εμπειρικού κριτηρίου, δεν είναι αυτό καθεαυτό το κριτήριο από μόνο του, αλλά η απολυτοποίησή του και η αγνόηση της ιστορικής-σχετικής του διάστασης (οι ιδεολογικές και οικονομικές συνθήκες επηρεάζουν το πείραμα).
Για τον θετικισμό οι φυσικοί νόμοι δεν αναγνωρίζονται ως αποτέλεσμα της προσπάθειας του ανθρώπου να κατανοήσει την αντικειμενική πραγματικότητα, αλλά ως προσωρινά σχήματα που η εγκυρότητά τους επαφίεται στον έλεγχό τους δια της εμπειρίας. Επομένως, η φυσική επιστήμη και οι νόμοι της αποκόπτονται από την φύση και τις νομοτέλειες της, χάνουν την ουσία τους και δε μπορούν να επαληθευτούν.
Στον 20ο αιώνα, βασικοί εκπρόσωποι του Θετικισμού στις Φυσικές επιστήμες, ήταν η Σχολή της Κοπεγχάγης (Μπορ, Χάιζενμπεργκ κλπ), η οποία με βάση την εξέλιξη της Κβαντικής Μηχανικής, αμφισβήτησε την αιτιατή ερμηνεία των φαινομένων και την αντικειμενική αναγκαιότητα, οδηγώντας σε ιδεαλιστικά συμπεράσματα για τη φύση. Συγκεκριμένα, η αιτιότητα, σύμφωνα με την Σχολή της Κοπεγχάγης, δεν ισχύει στον μικρόκοσμο, αφού σύμφωνα με την αρχή της αβεβαιότητας του Χάιζενμπεργκ, δεν μπορούν να μετρηθούν ταυτόχρονα η θέση και η ορμή ενός σωματιδίου. Ακριβής γνώση της μιας παραμέτρου, οδηγεί σε μεγάλη αβεβαιότητα της άλλης. Στα συμπεράσματα που κατέληξε η σχολή της Κοπεγχάγης τροφοδότησε με ένα νέο κύμα αντι-αιτιοκρατικής αντίληψης το οποίο κατέκλυσε την Φυσική. Με βάση την υπόθεση ότι δεν ισχύει η αιτιότητα στο μικροσκοπικό επίπεδο, υποστηρίχτηκε ότι το ηλεκτρόνιο διαθέτει “ελεύθερη βούληση” κάτι που με έναν ακραία αντιεπιστημονικό αναγωγισμό καταλήγει στο ότι η ελεύθερη βούληση του ηλεκτρονίου αποτελεί θεμέλιο της ανθρώπινης ελεύθερης βούλησης.
Παράλληλα, τα προβλήματα που έθεσε η κβαντική μηχανική οδήγησε το θετικιστικό ρεύμα, στην αμφισβήτηση της διάκρισης μεταξύ αντικειμένου-υποκειμένου, αφού στα πειράματα της Μικροφυσικής η επέμβαση του παρατηρητή επηρεάζει το φυσικό σύστημα. Οδηγήθηκαν στο συμπέρασμα ότι η παρατήρηση δημιουργεί το αντικείμενο, το οποίο δεν υπάρχει ανεξάρτητα από τον παρατηρητή, γεγονός που τροφοδότησε νέες σολιψιστικές αντιλήψεις, όπως για παράδειγμα: «ότι δεν παρατηρείται, δεν υπάρχει».
Ουσιαστικά, όλες αυτές οι σκέψεις είναι απόπειρες να επαναφέρουν την ιδεαλιστική θεωρία – ότι το αντικείμενο (η φύση) δεν μπορεί να υπάρχει δίχως υποκείμενο. Η πειραματική συσκευή που χρησιμοποιείται για τη μελέτη του σωματιδίου ασκεί όντως μια ορισμένη επίδραση πάνω στο σωματίδιο. Μπορεί να χρησιμοποιείται απ’ τον παρατηρητή, δεν είναι όμως ο ίδιος ο παρατηρητής. Η πειραματική συσκευή είναι ένα πραγματικό φυσικό σώμα που υπάρχει αντικειμενικά κ που η αλληλεπίδρασή του με το σωματίδιο είναι υλική.
Η εισαγωγή των πιθανοτήτων στο επίπεδο του μικρόκοσμου για να περιγραφεί η εξέλιξη ενός συστήματος, δεν είναι ασύμβατη με την αιτιότητα και την αιτιοκρατία (ντετερμινισμό), όπως υποστήριξε με διάφορες παραλλαγές το ρεύμα του θετικισμού. Η γνώση των αρχικών συνθηκών ενός κβαντικού συστήματος επιτρέπει τη θεωρητική πρόβλεψη των δυνατών καταστάσεων και των αντίστοιχων πιθανοτήτων. Τα δεδομένα αυτά είναι έκφραση βαθύτερων αιτιακών διεργασιών. Όπως υποστήριζε και ο Ένγκελς, όπου το τυχαίο δεσπόζει στην επιφάνεια, δε σημαίνει ότι είναι προϊόν έλλειψης αιτιακών σχέσεων, αλλά βαθύτερων κρυμμένων αιτιακών διεργασιών. Έτσι το “χάος” και οι πιθανότητες είναι έκφραση περίπλοκων διαδικασιών που είναι αιτιακές.
Η γνώση και η επιστήμη έχουν απελευθερωτικές δυνατότητες
Η γνώση και η επιστήμη στον καπιταλισμό έχουν ταξικό πρόσημο. Αυτό όμως δεν πρέπει να οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η αστική τάξη έρχεται να επιβάλει τη δική της επιστήμη στο λαό. Μια τέτοια θέση θα ταύτιζε τη γνώση με τη φενάκη, θα παραγνώριζε ότι η προσπάθεια του ανθρώπου για να εξηγήσει τη φύση, είναι ουσιαστικά προσπάθεια για γνώση του αντικειμενικού υλικού κόσμου. Από την άλλη, βέβαια είναι εξίσου λανθασμένη μια θετικιστική θέση που υπάρχει εντός της αριστεράς, η οποία υποτιμά την παρέμβαση της αστικής ιδεολογίας στην εξέλιξη των θετικών επιστημών, παραγνωρίζει την ταξική πλευρά τους και θεωρεί ότι η εξέλιξή τους μπορεί μονοσήμαντα να αλλάξει την κοινωνία (εκφράστηκε χαρακτηριστικά στη Σοβιετική ‘Ένωση ως η θεωρία της εξέλιξης των παραγωγικών δυνάμεων).
Η μη ουδετερότητα της επιστήμης και της γνώσης δεν πρέπει να μας οδηγεί σε μια συνολική άρνησή τους, αλλά απαιτείται η ανάγνωσή τους από μια εργατική σκοπιά. Η σκοπιά αυτή αναγνωρίζει ότι η γνώση έχει και μια εν δυνάμει απελευθερωτική πλευρά. Η γνώση έχει αντικειμενικό πυρήνα, ο οποίος έχει κάποιους δικούς του ανεξάρτητους νόμους. Αυτός ο πυρήνας είναι που της δίνει έναν απελευθερωτικό και προοδευτικό χαρακτήρα, γιατί η γνώση αφορά τη μελέτη φυσικών, βιολογικών κλπ νόμων και κοινωνικών τάσεων. Η εξέλιξή της αναπτύσσει τις παραγωγικές δυνάμεις και δημιουργεί δυνατότητες και προϋποθέσεις για τη βελτίωση της ανθρώπινης ζωής, για το ξεπέρασμα σκοταδιστικών-μεταφυσικών αντιλήψεων και για το πέρασμα στην κομμουνιστική-αταξική κοινωνία.
Η αντίφαση που προκύπτει για την εξέλιξη της επιστημονικής γνώσης, δηλαδή από τη μια τo ταξικό της πρόσημο και από την άλλη η τάση της για κοινωνική απελευθέρωση, είναι ένα ζήτημα που πρέπει να μας απασχολεί. Η ταξική πάλη είναι αυτή που θα καθορίσει εν τέλει ποια τάση θα υπερνικήσει την άλλη. Η απάντηση από την εργατική-αντικαπιταλιστική σκοπιά πρέπει να είναι ο έλεγχος και η ιδιοποίηση της επιστημονικής γνώσης και έρευνας από την ίδια την εργατική τάξη για να πηγαίνουν προς όφελος των κοινωνικών αναγκών. Αποτελεί κομμάτι του συνολικού αγώνα της εργατικής τάξης για την κοινωνική απελευθέρωση και τον κομμουνισμό, ως μόνους δρόμους για να επιτευχθεί η απελευθέρωση της γνώσης και της επιστήμης από τον αστικό ανορθολογισμό και το σκοταδισμό.