Ανεξάρτητα Κράτη
των Αντώνη Τσιοτσιόπουλου και Γιώργου Παλούμπη, στο θέατρο Χώρα
Τη Δευτέρα 24/12 παρακολουθήσαμε ως project Αναιρέσεις την παράσταση «Ανεξάρτητα Κράτη» των Α. Τσιοτσιόπουλου και Γ. Παλούμπη στο θέατρο Χώρα, μία παράσταση «γροθιά στο στομάχι», που παρουσιάζει με τον πιο αληθινό τρόπο μία κοινωνία σε αποσύνθεση.
Τον Δεκέμβριο του 1977 ο γιατρός Β. Τσιρώνης, έπειτα από καταδίωξη της αστυνομίας, κλείνεται στο διαμέρισμά του μαζί με την οικογένειά του, αρνείται να παραδοθεί και ύστερα από τετράμηνη πολιορκία το κηρύσσει «ανεξάρτητο κράτος». Στις 11 Ιουλίου του 1978, τα ξημερώματα, φτάνει στα γραφεία γνωστής εφημερίδας η είδηση του θανάτου του γιατρού, μετά από εντολή του υπουργείου Δημόσιας Τάξης για επέμβαση και τερματισμό της πολιορκίας. Μέσα σε αυτά τα γραφεία γινόμαστε μάρτυρες της ζωής των δημοσιογράφων καθ’ όλη τη διάρκεια του εγκλεισμού του Β. Τσιρώνη και πιο συγκεκριμένα παρακολουθούμε την ιστορία της νεαρής δημοσιογράφου Μαρίας Θεοφίλου, η οποία αναζητά την αλήθεια πίσω από την υπόθεση.
Το συγκεκριμένο έργο πραγματεύεται με εξίσου πετυχημένο τρόπο μία ποικιλία ζητημάτων, όπως ο ρόλος και η διαφθορά του κράτους, οι κρατικές δολοφονίες, οι προσπάθειες για εξαφάνιση κάθε φωνής που αντιστέκεται, η εμπλοκή και ανοχή των ΜΜΕ στα κρατικά εγκλήματα, η έμφυλη βία και καταπίεση και οι σχέσεις εξουσίας που διαμορφώνονται σε μία βαθιά πατριαρχική κοινωνία. Τα παραπάνω συνθέτουν την εικόνα ενός κόσμου σε παρακμή, που πασχίζει να επιβιώσει πατώντας στις πλάτες απλών ανθρώπων, τους οποίους μεταμορφώνει σε τέρατα για ένα κομμάτι ψωμί. Σε έναν τέτοιο κόσμο δεν έχουν θέση, φυσικά, οι «διαφορετικοί», όσοι εναντιώνονται στον παραλογισμό που ζουν, όσοι αναζητούν τη δικαιοσύνη. Συνήθως περιθωριοποιούνται, βαφτίζονται «τρελοί», «υστερικοί», «άρρωστοι» και εν τέλει τιμωρούνται. Φαίνεται να ενοχλούν τους «από πάνω» αλλά και εκείνους που «κάνουν απλώς τη δουλειά τους» και έχουν μάθει να περπατούν με σκυφτό το κεφάλι για να επιβιώσουν.
Εκείνο που καθιστά την παράσταση αληθινή και επίκαιρη είναι η νοητή αντιστοίχιση που μπορεί να γίνει εάν κανείς αναλογιστεί το σήμερα. Μήπως δεν είναι και η σημερινή κοινωνία μία κοινωνία σε σήψη; Τα τελευταία χρόνια το κράτος μοιάζει όλο και περισσότερο σαν μία δύναμη που στέκεται αποξενωμένη και πάνω από την κοινωνία και σπρώχνει τους ανθρώπους ακόμα βαθύτερα στην εξαθλίωση. Η φτώχεια, ο πόλεμος, η περιστολή των δικαιωμάτων, οι κρατικές δολοφονίες, οι έμφυλες διακρίσεις, η προσπάθεια για άντληση κέρδους από παντού, ακόμα και εις βάρος της ανθρώπινης ζωής, είναι μόνο μερικές από τις εικόνες που συνθέτουν την καθημερινότητα εκατομμυρίων ανθρώπων στον κόσμο, με τον ρόλο των ΜΜΕ να μην είναι και σήμερα πολύ διαφορετικός. Πακτωλοί χρημάτων προσφέρονται απλόχερα από τις κυβερνήσεις στα καθεστωτικά μέσα, προκειμένου να εξαγοράσουν τη γνώμη τους και να φτάσουν με αυτόν τον τρόπο στην κοινή γνώμη.
Πώς μπορεί, λοιπόν, κανείς να επιμένει να αναζητά το δίκιο σε μία κοινωνία που τιμωρεί εκείνον που αντιστέκεται και επιβραβεύει εκείνον που διαπράττει τις μεγαλύτερες αδικίες; Πώς μπορούμε εμείς, «οι από κάτω», να ανατρέψουμε τη βίαιη καθημερινότητα που μας έχει επιβληθεί και να χτίσουμε μία άλλη; Σε αυτά τα ερωτήματα δεν υποχρεούταν να απαντήσει η ίδια η παράσταση.
Η τέχνη στη σημερινή κοινωνία οφείλει να αναλάβει έναν πολύ σημαντικό ρόλο. Στην παράστασή του «Ταμπούρλα μέσα στη νύχτα» (1922) ο μαρξιστής δραματουργός Μπ. Μπρεχτ κρέμασε επί σκηνής μία ταμπέλα που έλεγε στον θεατή: «Μην κοιτάς έτσι ρομαντικά»! Το θέατρο σήμερα οφείλει να γίνει επιθετικό. Η τέχνη που φτιάχτηκε για να διακοσμεί σαλόνια και να υπνωτίζει ένα ευκολόπιστο κοινό δεν μπορεί να αποτελέσει όπλο στα χέρια της πληττόμενης πλειοψηφίας. Υπάρχει ανάγκη από τέχνη που παρουσιάζει την ωμή πραγματικότητα και σκοπό της έχει να ξυπνά τον θεατή και όχι να τον παρηγορεί και να τον αποκοιμίζει. Υπάρχει ανάγκη από τέχνη που αναγκάζει το κοινό να σκεφτεί το ίδιο τις απαντήσεις στα ερωτήματα που του θέτει.
Παρακολουθώντας τα «Ανεξάρτητα Κράτη» όλοι/ες/α βγήκαμε από την αίθουσα βαθιά προβληματισμένοι/ες/α, αφού φάνηκε πως ορισμένες κοινωνικές παθογένειες είναι διαχρονικές. Αλλά θεωρούμε πως ένα είναι το ερώτημα που θα κληθούμε να απατήσουμε: Πώς μπορούμε να κάνουμε αυτό τον κόσμο να πάει αλλιώς;