Συνέντευξη στους Παύλο Αντωνιάδη & Αυγουστίνο Παριανό για το Περιοδικό Αναιρέσεις – Τεύχος 22, Φθινόπωρο 2013
«Δεν έχεις άλλο δρόμο, άλλο άστρο, άλλο καημό από την ελευθερία», Τάσος Λειβαδίτης
Η Αριάδνη Αλαβάνου απαντώντας σε μια σειρά ερωτήσεων μας μεταφέρει το έντονο και φορτισμένο κλίμα της αντίστασης, δίνοντας σε εμάς, τις νέες γενιές, παραδείγματα, πρότυπα και ελπίδα για τους αγώνες ενάντια στο μέλλον της ανεργίας και της μετανάστευσης που θέλουν να μας επιβάλλουν.
Ποια ήταν η ιδιαίτερη συμβολή του μαθητικού κινήματος στην πτώση της χούντας των συνταγματαρχών;
Δεν μπορούμε να πούμε ότι υπήρχε ένα διακριτό, μαζικό και οργανωμένο μαθητικό κίνημα στη δικτατορία, αν πάρουμε ως μέτρο σύγκρισης αυτό που αναπτύχθηκε στους φοιτητές και τους σπουδαστές κυρίως μετά το 1971. Η χούντα είχε διαλύσει όλες τις δομές του μαθητικού κινήματος που είχε εξαπλωθεί κυρίως την πενταετία 1962-1967. Ωστόσο, οι μαθητές, μαζικά, ήταν από τα πρώτα τμήματα της νεολαίας που εκδήλωσαν αντίσταση κατά της δικτατορίας. Με σημαντικές στιγμές τη διαδήλωση στην κηδεία του Γ. Παπανδρέου, το 1968 –όπου οι μαθητές ήταν ένα από τα πιο δυναμικά κομμάτια και πολλοί από εκείνους που ξάπλωσαν στη Λεωφόρο Αναπαύσεως μπροστά στις αύρες της αστυνομίας– και την παρεμπόδιση της ομιλίας του Παπαδόπουλου στο Παναθηναϊκό στάδιο, το 1969, όπου μας είχαν κουβαλήσει επί ποινή αποβολής. Όσοι ήμαστε μαθητές εκείνη την περίοδο, θυμόμαστε την έντονη πολιτική ζύμωση στα σχολεία. Ήταν ο απόηχος του μεγάλου μαθητικού κινήματος της προδικτατορικής περιόδου για τα προβλήματα των μαθητών, ιδίως των εργαζόμενων και νυχτερινών μαθητών, με εμψυχωτή την αριστερά και ιδίως τους Επονίτες. Η χούντα διέλυσε το Σύλλογο Εργαζομένων Μαθητών Μέσης Εκπαίδευσης και άλλες οργανωμένες εκφράσεις του μαθητικού κινήματος, αλλά δεν μπορούσε να διαλύσει τη μνήμη και τα βιώματα. Η γενιά που μπήκε στα πανεπιστήμια γύρω στο 1970 είχε επίσης την εμπειρία από μερικές πολύ βραχύβιες δημοκρατικές κατακτήσεις του ’60, όπως εκλογή μαθητικών οργάνων. Όντας στην πέμπτη και έκτη δημοτικού, κάναμε συνελεύσεις τάξεων και εκλέγαμε μαθητικά συμβούλια, ασχολούμαστε με τα προβλήματά μας και διατυπώναμε τις διεκδικήσεις μας.
Ναι, οι μαθητές συνέβαλαν καθοριστικά στο αντιδικτατορικό κίνημα και τελικά στην πτώση της δικτατορίας. Ήταν εκείνοι που πύκνωσαν τις γραμμές του φοιτητικού κινήματος και ανατροφοδότησαν τις εξεγερτικές διαθέσεις. Πολλοί αναφέρονται στη μαθητική συνέλευση που έγινε μέσα στο Πολυτεχνείο. Ήταν πράγματι μια μαζική συνέλευση όπου εκπροσωπούνταν περίπου 100 σχολεία της Αθήνας, σύμφωνα με μαρτυρίες. Όμως, όσοι έζησαν τα γεγονότα δεν μπορούν να μη θυμούνται τους μαθητές που έδωσαν μεγάλη μάχη με τις δυνάμεις καταστολής έξω από το Πολυτεχνείο, στην οδό Στουρνάρη και στη γύρω περιοχή, με επιμονή και γενναιότητα, και τα παιδιά των φροντιστηρίων του κέντρου που μετέφεραν το μήνυμα της εξέγερσης στις πιο απομακρυσμένες γωνιές της Αθήνας.
Γύρω από ποια κυρίαρχα ερωτήματα κινούνταν η συζήτηση στη νεολαία την περίοδο πριν από τη 17η Νοέμβρη;
Μπορώ να μιλήσω μόνο για τους φοιτητές. Εκείνη την περίοδο, με σημείο καμπής την κατάληψη της Νομικής τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο του 1973, το αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα είχε φτάσει σε ένα σημαντικό βαθμό συγκρότησης και εξάπλωσης σχεδόν σε όλα τα πανεπιστήμια της χώρας. Και είχε αποκτήσει μαζικότητα, παρά την καταστολή, τις υποχρεωτικές στρατεύσεις αγωνιστών, τις συλλήψεις. Ήταν ένας από τους βασικούς παράγοντες που ανάγκασαν τη χούντα να προχωρήσει στον ελιγμό της “φιλελευθεροποίησης”, διορίζοντας κυβέρνηση υπό τον Μαρκεζίνη. Πρώτη φροντίδα της κυβέρνησης Μαρκεζίνη ήταν να “κατευνάσει” τους αγωνιζόμενους φοιτητές με την κατάργηση των κυβερνητικών επιτρόπων, των τοποτηρητών της χούντας στα πανεπιστήμια, την άρση του νόμου για τη στράτευση και τη διεξαγωγή ελεύθερων εκλογών στους φοιτητικούς συλλόγους τον Δεκέμβριο του επόμενου έτους.
Έτσι ένα από τα κύρια ζητήματα συζήτησης ήταν η επιμονή στην αγωνιστική κατεύθυνση και στην αποκάλυψη των χουντικών κόλπων που συμπυκνώθηκε στην απαίτηση να διεξαχθούν άμεσα οι φοιτητικές εκλογές, που ήταν και το σημείο της σύγκρουσης. Με τη βαθιά πεποίθηση ότι δεν υπήρχε περίπτωση να λυθούν είτε προβλήματα σπουδών είτε συνδικαλιστικά όσο δεν ανατρέπεται το δικτατορικό καθεστώς. Μια κατεύθυνση που υποστηρίχθηκε από αριστερές οργανώσεις, όπως η Αντι-ΕΦΕΕ στην οποία ανήκα, και μαζικά από τους φοιτητές και τελικά οδήγησε στην εξέγερση του Πολυτεχνείου. Η απόρριψη της “φιλελευθεροποίησης” του χουντικού καθεστώτος, με την οποία ερωτοτροπούσαν αρκετές αντιδικτατορικές πολιτικές δυνάμεις, πραγματικά χρωστάει πολλά στο αγωνιζόμενο φοιτητικό κίνημα και στο ότι κριτής για την κάθε πολιτική πρόταση, όργανο επιλογής και σχεδιασμού ήταν το ίδιο το κίνημα.
Τι χαρακτηριστικά προσπάθησε να δώσει η αριστερά στο κίνημα κατά της χούντας; Ποια ήταν η ιδιαίτερη συζήτηση στο εσωτερικό της οργανωμένης νεολαίας;
Από την εμφάνιση των πρώτων παράνομων οργανώσεων, κυρίως αριστερών αλλά και άλλων, και των πρώτων αντιδικτατορικών ενεργειών τέθηκε το ζήτημα των μορφών πάλης. Ποιο δρόμο θα έπαιρνε ο αγώνας: των μεμονωμένων δυναμικών ενεργειών ή ενός μαζικού κινήματος που θα έδενε τα προβλήματα ζωής και σπουδών, συνδικαλιστικών ελευθεριών, με τον πολιτικό αγώνα ανατροπής του δικτατορικού καθεστώτος και του συστήματος που το στήριζε, κάτι που υποστήριζαν οι περισσότερες αριστερές οργανώσεις. Η οριστική απάντηση δόθηκε, όπως λέμε συχνά “από τη ζωή”, από τη μαζική συμμετοχή των φοιτητών/σπουδαστών στο κίνημα για διεξαγωγή δημοκρατικών φοιτητικών εκλογών, στη συγκρότηση ή επαναλειτουργία των τοπικών συλλόγων που ανέπτυξαν σημαντική πολιτική/πολιτιστική δραστηριότητα, στις Φοιτητικές Επιτροπές Αγώνα που διατηρούσαν τη συνέχεια, συντονίζονταν και διοργάνωναν εκτός από συνελεύσεις και άλλες δραστηριότητες, όπως π.χ. αντιμαθήματα σε θέματα που προσφέρονταν για κριτική στις κυρίαρχες αντιλήψεις και για ιδεολογική διαπάλη.
Η συζήτηση στο εσωτερικό της οργανωμένης νεολαίας, ιδίως της αριστερής, που στην πορεία του κινήματος κατέκτησε την ηγεμονία, καθοριζόταν από τα επίμαχα ζητήματα της εποχής. Ζούσαμε σε μια περίοδο που η νεολαία εμφανιζόταν με δυναμικό τρόπο στην πολιτική πάλη και στο κοινωνικό γίγνεσθαι σε όλο τον κόσμο και έδινε την εικόνα ενός αυτόνομου πολιτικού υποκειμένου. Έντονες συζητήσεις γίνονταν γύρω από αυτό το θέμα. Όπως ήταν φυσικό, μεγάλη συζήτηση και αντιπαράθεση γινόταν για τα διάφορα ρεύματα μέσα στο κομμουνιστικό κίνημα, τη διάσπαση του ΚΚΕ, τις σοσιαλιστικές χώρες. Ο Μάης του ’68, η αντίσταση στον ιμπεριαλισμό, η ήττα του στον πόλεμο του Βιετνάμ, οι αγώνες κατά της αποικιοκρατίας, η Χιλή του Αλιέντε έδιναν φτερά στη φαντασία. Όπως και η εθνική αντίσταση. Το φλέγον θέμα, όμως, ήταν τι θα ερχόταν μετά την ανατροπή της δικτατορίας. Η γνωστή αστική δημοκρατία ή μια κατάσταση που θα άνοιγε δρόμους για την κοινωνική χειραφέτηση των εργαζόμενων– τι μορφή και περιεχόμενο θα είχε. Υπήρχε σχετική επίγνωση του συσχετισμού δύναμης, ιδίως στα ευρύτερα στρώματα του λαού και της νεολαίας, που έδιναν προτεραιότητα στο “να φύγουν αυτοί”, και το ζητούμενο ήταν πώς θα σφραγίσουν οι αγώνες τις εξελίξεις και θα δημιουργηθεί το μέτωπο της νεολαίας στη βάση της συνειδητοποίησης που είχε κατακτηθεί στη διάρκεια του αντιδικτατορικού αγώνα: απαλλαγή από την ξένη εξάρτηση, από το προδικτατορικό πολιτικό σύστημα, βαθύς εκδημοκρατισμός της κοινωνικής και πολιτικής ζωής που να δίνει προβάδισμα στο λαϊκό κίνημα. Λίγο-πολύ αυτό αντανακλούσε και η διακήρυξη της Συντονιστικής Επιτροπής του Πολυτεχνείου.
Αυτοί οι προβληματισμοί είναι πολύ επίκαιροι σήμερα, μεθοδολογικά, λαμβάνοντας βεβαίως υπόψη τις διαφορετικές συνθήκες.
Ο αγώνας του τότε είναι σήμερα επίκαιρος; Πώς μπορεί να εκμεταλλευτεί η νεολαία τη συσσωρευμένη εμπειρία από το νικηφόρο εκείνο κίνημα;
Είναι επίκαιρος όσο επίκαιροι είναι όλοι οι αυθεντικά λαϊκοί αγώνες δικοί μας ή άλλων λαών, νικηφόροι ή μη, ιδίως όταν βρίσκεσαι μπροστά σε μεγάλα σταυροδρόμια, όπως εμείς σήμερα. Η ατομική και συλλογική μνήμη μένει πάντα αγκυροβολημένη στα σημαντικά γεγονότα, σ’ αυτά που εγγράφονται ανεξίτηλα στη λαϊκή ψυχή, και είδαμε στα συνθήματα των απεργιών και στις πλατείες , αυτά τα χρόνια της κρίσης, πώς έγινε η σύνδεση με την εξέγερση του Πολυτεχνείου και με το ΕΑΜ. Όμως ταυτόχρονα, αναπλάθεις και επεξεργάζεσαι την εμπειρία στις νέες συνθήκες. Ιδίως στη νεολαία που, στο πλαίσιο της βαθιάς κρίσης του καπιταλισμού, ζει σε συνθήκες οικονομικές, κοινωνικές, πολιτισμικές πολύ διαφορετικές απ’ αυτές των δεκαετιών του ’60 και του ’70. Βιώνει ένα καθεστώς κατάπνιξης των λαϊκών ελευθεριών που θυμίζει έντονα την άγνωστη σ’ αυτήν δεκαετία του ’50. Δεν αναγνωρίζει τα φαντάσματα της δικτατορίας στο πρόσωπο του σύγχρονου φασισμού και ιδεολογικά παλεύει με το θηρίο του ατομισμού. Είναι δικό της έργο το πώς θα εκμεταλλευτεί την εμπειρία από το αντιδικτατορικό κίνημα, δεν μπορεί να το υποκαταστήσει η οπτική των μεγαλύτερων γενιών, πολύ περισσότερο η διδαχή. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να συμβάλουμε για να γνωρίσει καλύτερα εκείνη την εποχή, τους αγώνες και τις ανεπάρκειές τους, όσο μας επιτρέπει ο αναπόφευκτος υποκειμενισμός.
«Το Πολυτεχνείο μπορούμε να πούμε πως είναι ο τελευταίος «επικός» αγώνας στο σύγχρονο ελληνικό κράτος. Το λέω αυτό, γιατί διασταυρώνει κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα την ίδια στιγμή, με τον πιο ιδιαίτερο τρόπο. Είναι δηλαδή μια ενιαία αφήγηση απέναντι στη δικτατορία, αλλά όχι μόνο. Απέναντι και στις αιτίες που γέννησαν και στήριξαν τη δικτατορία. Εκτός του ότι συμπυκνώνει πολιτικά αγωνιστικά ρεύματα και παραδόσεις, συμπυκνώνει και τον αγώνα των υποτελών τάξεων και στρωμάτων που θέλουν να ξεφύγουν από την εκμετάλλευση. Δε μιλάμε δηλαδή απλά για μια φοιτητική έκρηξη ή αναταραχή, ούτε καν μονοσήμαντα για ένα αγώνα της νεολαίας με αίτημα την ελευθερία. Μιλάμε για έναν αγώνα που φτάνει το μαχαίρι στο κόκκαλο, που αναζητά πλήρη απελευθέρωση από όλες τις πλευρές καταπίεσης στη ζωή των απλών ανθρώπων και για αυτό παίρνει και την ανάλογη επαναστατική διάσταση.»
Με αυτά τα λόγια ξεκινά η συζήτηση με το σύντροφο και αγωνιστή του αντιδικτατορικού αγώνα Τάσο Κατιντσάρο. Γνωστός για τη δράση του εκείνη την περίοδο μέσα από της γραμμές της επαναστατικής αριστεράς και της οργάνωσης Κ.Ο Μαχητής, θα μας απαντήσει σε μια σειρά ερωτήσεων που καλούνται να αναδείξουν την οργάνωση, την πάλη, την καθημερινότητα και τη ζωή ενός αγωνιστή της περιόδου.
Πώς γεννήθηκε περίπου το καθεστώς της δικτατορίας;
Τις αιτίες που γέννησαν το καθεστώς της δικτατορίας ουσιαστικά μπορούμε να τις κωδικοποιήσουμε σε δύο. Η μία είναι η εκρηκτική άνοδος του μαζικού κινήματος που διαφαινόταν μετά τις προκηρυγμένες εκλογές του Μάη του 1967, ας θυμηθούμε τα Ιουλιανά του ’65 και το εκρηκτικό μίγμα που παρουσιαζόταν για το ελληνικό πολιτικό ζήτημα. Ταυτόχρονα έχουμε και την προετοιμασία του παγκόσμιου ιμπεριαλισμού και ιδιαίτερα του αμερικάνικου γύρω από τον έλεγχο της μέσης ανατολής. Αυτοί και οι δύο παράγοντες ενοποιούνται και καθιστούν απαραίτητο για τον έλεγχο στην περιοχή το καθεστώς της στρατιωτικής δικτατορίας. Δεν πέφτει λοιπόν αυτή από τον ουρανό, αλλά έγκειται στην πρόβλεψη της αστικής τάξης, ακριβώς για την ανερχόμενη δυναμική του λαϊκού παράγοντα σε μια χώρα με ιδιαίτερη γεωγραφικά και πολιτικά σημασία. Παραδίδεται λοιπόν το κίνημα ουσιαστικά αμαχητί, συλλαμβάνεται και εκτοπίζεται η πρωτοπορία αυτού και της αριστεράς, βάζοντας γύψο κυριολεκτικά παντού. Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα μάλιστα, από το ‘67 μέχρι το ‘70-‘71 παρατηρείται ελάχιστη κίνηση από τα κάτω, αντίστασης στη δικτατορία, με ελάχιστες εξαιρέσεις που εκφράζονται κυρίαρχα μεμονωμένα. Από κομμάτια φιλελεύθερων μικροαστών μέχρι και την επίσημη αριστερά, η δράση περιοριζόταν σε μικροεξτρεμιστικές επιθέσεις, όπως η προσπάθεια του Παναγούλη να δολοφονήσει τον Παπαδόπουλο και το «μπουρλότο» του τότε φοιτητή Γεωργάκη. Ουσιαστικό κενό δηλαδή, πλήρης παρανομία και ανελευθερία, διάλυση κάθε συλλογικής και συνδικαλιστικής έκφρασης . Μοναδικός κερδισμένος η αστική τάξη, που βλέπει την κερδοφορία της να εκτοξεύεται με το αντίπαλο δέος της εργατικής τάξης και του λαού να είναι δεμένο χειροπόδαρα.
Πώς άρχισαν να ξεπηδούν και να οργανώνονται οι πρώτες αντιστάσεις, υπό καθεστώς παρανομίας, τρομοκρατίας και απειλών;
σκιρτήματα μαζικού κινήματος στο χώρο της σπουδάζουσας νεολαίας. Η χούντα έχει δώσει τις διοικήσεις των φοιτητικών συλλόγων σε διορισμένους φοιτητές, «δικούς της». Σιγά σιγά αναπτύσσεται ένα ρεύμα μέσα στα πανεπιστήμια το οποίο αναζητά να γίνουν ελεύθερες εκλογές και να διοικούνται οι φοιτητές από εκείνους που θα εκλέξουν οι ίδιοι δημοκρατικά. Αυτό ήταν το κυρίαρχο επίδικο στη συγκρότηση του φοιτητικού κινήματος λοιπόν, με τα αιτήματα να επεκτείνονται φυσικά κατά περίπτωση ανάλογα με τα ιδιαίτερα προβλήματα του κάθε ιδρύματος ή κλάδου. Σοβαρό παράδειγμα είναι ο εξάμηνος αγώνας των υπομηχανικών, μιας σχολής που καταργήθηκε και ενσωματώθηκε στα ΚΑΤΕ ( μετέπειτα ΤΕΙ ). Σε αυτά τα πρώτα βήματα λοιπόν, η δικτατορία απαντάει με μαζικές επιστρατεύσεις φοιτητών. Οι συνελεύσεις δε γίνονται με την υπάρχουσα τρομοκρατία μέσα στις σχολές, με καθηγητές χουντικούς να επιτηρούν την κατάσταση συνεχώς. Γίνονται κυρίως στα σκαλάκια των σχολών, της Νομικής, του Χημείου ή και στο προαύλιο του Πολυτεχνείου στα κρυφά. Ταυτόχρονα οι πρωτοπόροι φοιτητές βρίσκουν και άλλους, παράπλευρους τρόπους να συνεδριάζουν. Ιδρύουν τοπικούς φοιτητικούς συλλόγους, ή άλλες μορφές όπως ο σύλλογος Πανηπειρωτών Φοιτητών ή ο σύλλογος Κρητών Φοιτητών.
Παράλληλα με την διόγκωση της αντιδικτατορικής δράσης κυρίως στο φοιτητόκοσμο αρχίζουν και αναπτύσσονται και φοιτητικές πρωτοπόρες οργανώσεις συνδεδεμένες με τις παράνομες οργανώσεις της αριστεράς. Μέσα στη δικτατορία γεννιούνται, χωρίς υπερβολές πάνω από 50-60 νέες οργανώσεις. Σε συνδυασμό μάλιστα με τη διάσπαση του ΚΚΕ το ’68 η «παλιά» αριστερά φαίνεται πλέον αφερέγγυα στα μάτια αυτών που θέλουν να δράσουν. Γιατί δεν ενέπνεε καμία ουσιαστική ελπίδα στην αντίσταση αλλά και γιατί η ίδια έχει τραυματίσει σε επίπεδο οργάνωσης τον ίδιο της τον εαυτό. Αυτά τα «σύγχρονα» τότε ρεύματα των πρωτοπόρων κοινωνικών αντιδράσεων διασταυρώνονται λοιπόν με την παράνομη δουλειά των φοιτητικών οργανώσεων και σαν αποτέλεσμα έχουμε σε πρώτη φάση μια σειρά από πρώτες διαδηλώσεις και μαζικά ξεπετάγματα, με σημαντικούς κόμβους και τις δύο καταλήψεις της Νομικής, το Φλεβάρη και το Μάρτη του ’73. Η πρώτη κρατάει αρκετές μέρες φέρνοντας τη χούντα σε αδυναμία και αντιμετωπίζεται με σχετικά ήπιο τρόπο ενώ η δεύτερη χτυπιέται με όρους βαρβαρότητας και αδιάλλακτου αυταρχισμού. Παρέα με όλα αυτά τα γεγονότα , την ώρα που η εξώστρεφη προπαγάνδα είναι ανύπαρκτη, η πολιτιστική παρέμβαση με διάφορες μεθόδους κάτω από τη μύτη κυριολεκτικά του καθεστώτος ενισχύει σε πολύ σημαντικό βαθμό την ανάπτυξη συνείδησης και μαζικού αγωνιστικού ρεύματος. Βιβλία, εκδοτικοί οίκοι, κινηματογράφοι, θέατρα και άλλα δίνουν ελπίδα στον αγώνα και στον πρωτοπόρο κόσμο που αρχίζει να αναθαρρεύει. Αναπτύσσεται λοιπόν το κριτικό βλέμμα, έχοντας μαζί με όλα τα άλλα εφόδιο τα μηνύματα των λαϊκών αγώνων σε ολόκληρο τον πλανήτη, από τον Τσε Γκε Βάρα μέχρι το Μάη του ’68.
Ποιες οργανώσεις λειτουργούσαν δηλαδή πιο συγκεκριμένα, πέραν των ορίων της επίσημης αριστεράς;
Η ΚΝΕ με την ΑΝΤΙ-ΕΦΕΕ και το ΚΚΕ Εσωτερικού με το Ρήγα Φεραίο ήταν τα κυρίαρχα ρεύματα. Συναντάμε καινούριες και παλιές οργανώσεις, κυρίως της επαναστατικής αριστεράς, όπως το ΕΚΚΕ με την ΑΑΣΠΕ, η ΟΜΛΕ και η ΠΠΣΠ με μηδαμινή όμως παρέμβαση και επίδραση, η Οργάνωση Σοσιαλιστική Επανάσταση, η οργάνωση Μπολσεβίκων, η Κομμουνιστική οργάνωση Μαχητής, η Σοσιαλιστική Επαναστατική Πάλη, η 20η Οκτώβρη, οι Ταραξίες και πολλές άλλες οργανώσεις και ομάδες που παίζουν η καθεμία το δικό της σημαντικό ρόλο, έχοντας μάλιστα και φυσική εκπροσώπηση στη Συντονιστική Επιτροπή με μια σειρά από γνωστούς αγωνιστές. Υπάρχει φυσικά και το ρεύμα του ΠΑΚ, με επιρροή και καλύτερη οργάνωση όμως κυρίως στο εξωτερικό, έχοντας παρόλα αυτά εκπροσώπηση και στο Πολυτεχνείο.
Ποιες γραμμές αντιπαρατέθηκαν κυρίαρχα και ποια πολιτικά επίδικα κυριάρχησαν στην κουβέντα της νεολαίας και του λαού;
Μέσα στην αντίσταση αναπτύχθηκαν διάφορες πολιτικές λογικές. Η επαναστατική αριστερά, αρχίζει να βάζει το ζήτημα της ανατροπής όχι μόνο της δικτατορίας, αλλά συνολικά της καπιταλιστικής καταπίεσης, της σύνδεσης του καθεστώτος με τον ιμπεριαλισμό και προσπαθεί να τα ζυμώνει σε ολοένα και μαζικότερα ακροατήρια. Μεγάλα κομμάτια της επίσημης αριστεράς, εγκλωβίζονται στη στενή αντιμετώπιση της δικτατορίας και σε μια γραμμή που φτάνει να γυρεύει συμμαχίες μέχρι και στον εξόριστο βασιλιά, με βασικό άξονα τον εκδημοκρατισμό και την επαναφορά στην μέχρι πριν λίγα χρόνια αστική νομιμότητα. Οι λεγόμενες λοιπόν, δύο, «αντίπαλες παρατάξεις» όπως πολύ εύστοχα τις οριοθετεί ο Κώστας Τζιαντζής στα γραπτά του, η μία της αντίστασης και η δεύτερης της αντίστασης αλλά ταυτόχρονα και ανατροπής. Η πάλη των γραμμών αυτών οξύνεται σε όλα τα μεγάλα γεγονότα του κινήματος, στις νομικές, στις διαδηλώσεις και εν τέλει στην κατάληψη του Πολυτεχνείου, με την ιστορία να δίνει ξεκάθαρα προβάδισμα σε εκείνη που σχεδιάζει και οραματίζεται ρήξη μέχρι την τελική νίκη. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που η επέτειος της 17ης Νοέμβρη δεν έχει μετατραπεί παρ’ όλες τις προσπάθειες της αστικής πολιτικής σε μουσειακό είδος, αλλά συνεχίζει να κρατά τον εξεγερσιακό χαρακτήρα που κατέκτησε εκείνος ο αγώνας. Τα συνθήματα του τότε είναι τόσο καθαρά που δεν μπορούν να παραγραφούν έτσι απλά. Από το «κάτω η χούντα», το «ψωμί, παιδεία, ελευθερία», «έξω οι αμερικάνοι και το ΝΑΤΟ» μέχρι το «επανάσταση λαέ» που αγκαλιάστηκαν από πολύ μεγάλα πλήθη.
Παρατηρούμε λοιπόν μια εξέγερση που κατέκτησε αποφασιστικά κοινωνική εμβέλεια. Αυτός είναι και ο καθοριστικότερος παράγοντας της επιτυχίας της. Ξέφυγε από τα πλαίσια του φοιτητικού κινήματος και απέκτησε επαναστατική διάσταση, όταν και εφόσον μπήκε μέσα η εργατική τάξη. Τα αιτήματα του αγώνα συμπαρέσυραν τα στρώματα και τις υποτελείς τάξεις και έδωσαν άλλο χαρακτήρα στον αγώνα. Αυτό φάνηκε μετά την τρίτη μέρα όταν από 15.000 περίπου κόσμο που υπήρχε τις δύο πρώτες γύρω από τον ιστορικό χώρο του Πολυτεχνείου, η μαζικότητα εκτινάχθηκε σε εκατοντάδες χιλιάδες, αναγκάζοντας λοιπόν το καθεστώς να παρέμβει με το στρατό και τα τανκς για να καταφέρει να καταστείλει τα πλήθη. Η διαδικασία αυτή αποτυπώνεται και μέσα στο Πολυτεχνείο. Μιλάμε για πρότυπο αυθεντικής εξέγερσης, αφού υπήρξαν καθαρές πολιτικές αποφάσεις από όλα τα όργανα που συμμετείχαν. Όλοι όσοι στρατεύτηκαν, με όπλο ένα συγκεκριμένο πολιτικό περιεχόμενο που ψηφιζόταν στις αλλεπάλληλες Γενικές Συνελεύσεις, έστελναν εκπροσώπους στη Συντονιστική Επιτροπή, που ήταν αιρετή και ανακλητή κάθε φορά. Στις φοιτητικές, τις μαθητικές και τις εργατικές συνελεύσεις κυριάρχησε ακριβώς η γραμμή της ρήξης και της συνολικής ανατροπής με το καθεστώς, ενάντια στη γραμμή της οικουμενικής κυβέρνησης που πρέσβευαν αρχικά κομμάτια της επίσημης αριστεράς. Έτσι κατέληξε η συντονιστική επιτροπή στο ιστορικό ντοκουμέντο, υπόδειγμα επαναστατικής αγκιτάτσιας και προπαγάνδας, που δεν άφησε περιθώριο ομαλής δήθεν μετάβασης σε καμία άλλη συνθήκη διακυβέρνησης. Με αυτόν τον τρόπο κατέληξε και η εργατική συνέλευση δίνοντας ιδιαίτερο βάρος όχι μόνο στη χούντα αλλά και τις αιτίες που τη γέννησαν. Για αυτό μιλάμε για ένα αυθεντικό και μεγαλειώδη αγώνα, με την ταυτόχρονη ύπαρξη αντίπαλων ρευμάτων αλλά και αγνή εκπροσώπηση κάθε φορά της γραμμής που δημοκρατικά αποφασιζόταν. Ο κόσμος που συμμετείχε στον αγώνα, έφτασε στο σημείο να βλέπει και να οραματίζεται τον κόσμο με ριζικά διαφορετικό τρόπο. Οι συνειδήσεις μέσα στα τεράστια αυτά γεγονότα άλλαξαν πολύ γρήγορα και αποτελεσματικά, ειδικά όταν πλατιά κομμάτια κόσμου αντιλήφθηκαν την αποφασιστικότητα αυτών που τράβηξαν τις πρώτες μέρες την κατάληψη. Των πρωτοπόρων αγωνιστών που έστειλαν μήνυμα ανυποχώρητης και νικηφόρας πάλης μέχρι το τέλος. Ένα αυθόρμητο γεγονός που εξελίχθηκε σε επαναστατικό και εξεγερσιακό, κρατώντας το μέχρι σήμερα μακριά από τη φθορά της ιστορίας που συνεχίζει να κυλά. Είναι εν τέλει φοβερά σημαντικό να αποτιμήσουμε την ιδιαίτερη επίδραση της εξέγερσης στα μετέπειτα χρόνια, με το παράδειγμα των εργοστασιακών σωματείων που στήθηκαν και τράβηξαν μαζικούς και μαχητικούς αγώνες, επενδύοντας στο παράδειγμα και πρότυπο του Νοέμβρη του ’73.
Τι θα συμβούλευες τη νεολαία, με λίγα λόγια να κρατήσει στη σημερινή εποχή;
Ο τρόπος που γιορτάζουμε την εξέγερση είναι παγκόσμια πρωτοτυπία και δείχνει το βάθος ακριβώς του αγώνα. Αυτό πρέπει να το κρατήσουμε. Παρ’ όλες τις προσπάθειες της αστικής τάξης, αλλά και διάφορων «μετανοημένων» της εξέγερσης, να πολεμήσουν την ιστορική μνήμη και το χαρακτήρα που δίνεται στην επέτειο, βρίζοντας και λοιδορώντας το δεν το έχουν καταφέρει. Υπάρχει ένα παλιό σύνθημα που λέει «Το πολυτεχνείο τραυματίζει πάντα την αστική τάξη». Νομίζω ότι αυτό ισχύει και δεν είναι τυχαίο πως σχεδόν σε όλες τις επετείους του Πολυτεχνείου έχουν συμβεί μεγάλα, ριζοσπαστικά και συγκρουσιακά γεγονότα. Όπως το ’80 με την απαγορευμένη διαδήλωση και την προσπάθεια αυτής να φτάσει στην αμερικάνικη πρεσβεία και το θάνατο των Κουμή και Κανελλοπούλου, αλλά και τη δολοφονία του Καλτεζά το ’85. Μάλιστα μετά το Δεκέμβρη του ’08, ο οποίος συνδέει με ένα τρόπο τις παλιές εξεγερσιακές καταστάσεις με τα νέα φαινόμενα που αναδύονται και ιδιαίτερα μέσα στην οικονομική κρίση αυτά τα νέα γεγονότα θα πληθαίνουν. Το ουσιαστικό που πρέπει να κρατήσουμε είναι η γραμμή της ρήξης και της ανατροπής. Ότι ένας αγώνας για να έχει αποτελέσματα, για να τραυματίσει θανάσιμα και να ρίξει δικτατορικά καθεστώτα χρειάζεται να πηγαίνει τη σύγκρουση μέχρι το τέλος. Άμα την κρατήσουμε ημιτελή, πολύ περισσότερο αν την υποτάξουμε σε κοινοβουλευτικού τύπου διαδικασίες δε μπορούμε να παράγουμε ουσιαστικά αποτέλεσμα, ούτε καν μικροβελτιώσεις και υλικές καθημερινές νίκες. Αυτό τουλάχιστον αποδεικνύει εν τέλει και η ίδια η τεσσαρακονταετία που έχει περάσει από τότε.