Ο Μαρξ για τις καπιταλιστικές κρίσεις, θεωρίες για την υπεραξία.
Εισαγωγικά: Το παρακάτω απόσπασμα νομίζω ότι συγκεντρώνει δύο σημαντικές προϋποθέσεις ώστε να έχει ενδιαφέρον. Αναφέρεται στις καπιταλιστικές κρίσεις, το πιο μεγάλο ζήτημα για τους περισσότερους μαρξιστές και άλλους αντικαπιταλιστές σήμερα, πολύ περισσότερο για όλα τα κοινωνικά στρώματα και τις τάξεις. Είναι αιρετικό, μας δίνει μια διαφορετική ματιά του Μάρξ πάνω στο ζήτημα των κρίσεων από αυτή που συνήθως μας παρουσιάζεται . Αυτό δεν σημαίνει ότι αρκεί το παρακάτω απόσπασμα για να ανασυγκροτήσει κανείς τη συνολική τοποθέτηση του Μάρξ για τις καπιταλιστικές κρίσεις. Ωστόσο, αρκεί για να δώσει τροφή στη σκέψη, την οποία βυθίζουν στην αδράνεια διάφοροι ιδεολογικοί διδάσκαλοι, που δεν κόπτονται και πολύ για το προχώρημα της επαναστατικής θεωρίας με τρόπο που να μπορεί ξανά αυτή να γίνει υλική δύναμη των μαζών. Ο γράφων δηλώνει πως το μόνο για το οποίο νιώθει σίγουρος είναι η ιστορική ύπαρξη του τεράστιου αυτού και κρίσιμου προβλήματος, και η αναγκαιότητα επίλυσής του: οι προλετάριοι χρειάζονται στρατηγικά εργαλεία για να σπάσουν τις αλυσίδες τους.
Από το απόσπασμα που δημοσιεύουμε νομίζω θα μπορούσε κανείς να επισημάνει πολλά, κάποια εκ των οποίων υπογραμμίζονται. Η γενική αίσθηση που αποκομίζει κανείς βάσει της παρακάτω συγκεκριμένα ανάλυσης του Μάρξ, είναι πως η πηγή των καπιταλιστικών κρίσεων βρίσκεται στην αντίφαση μεταξύ της σφαίρας παραγωγής και της σφαίρας κυκλοφορίας, και άμεσα στην παραγωγή και την κατανάλωση. Αυτό δεν μας πηγαίνει σε κάποιον ”ρεφορμισμό”, αφού για τον Μάρξ φαίνεται ξεκάθαρα ότι είναι αδύνατη η επίλυση της αντίφασης μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης σε μια κοινωνία που εξουσιάζεται από το χρήμα και το κεφάλαιο. Οι σοσιαλδημοκράτες δεν λένε κάτι τέτοιο. Φαντάζονται πως μια καλύτερη στήριξη και τόνωση της κατανάλωσης θα επιλύσει αυτή τη δομική αντίφαση, που δημιουργείται και από μόνη τη δυναμική του χρήματος στην κεφαλαιοκρατική κοινωνία. Ο Μάρξ για αυτούς θα έλεγε πως ”επιλύουν φανταστικά” την αντίφαση, βλέπουν ή ονειρεύονται μια φανταστική ενότητα παραγωγής-κατανάλωσης. Πράγμα αδύνατον βάσει των ιδιοτήτων του χρήματος στη σχέση του με τα εμπορεύματα και του χρήματος στη σχέση του με την παραγωγή κεφαλαίου.
Υπό αυτό το πρίσμα μπορούμε μεταξύ άλλων να σκεφτούμε τη σχέση της, κατά το κοινώς λεγόμενο, (και όχι με τρομερή ακρίβεια) ”εικονικής” με τη ”πραγματική” οικονομία, και να μη βλέπουμε στο ένα ή το άλλο επίπεδο την αποκλειστική αιτία της καπιταλιστικής κρίσης, αλλά στη μεταξύ τους άνιση και αντιφατική σχέση. Ένα καλό επιχείρημα της κεντρικότητας παραγωγής-κατανάλωσης για το μαρξικό σκεπτικό, είναι το γνωστό αξίωμα του κομμουνισμού: από τον καθένα ανάλογα με τις ικανότητές του, στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του, το οποίο ακριβώς αναφέρεται στο διαλεκτικό ξεπέρασμα της κληροδοτημένης σχέσης παραγωγής-κατανάλωσης στην κομμουνιστική κοινωνία. Να σημειώσουμε πως σε πολλά σημεία ο Μάρξ προσεγγίζει το θέμα των κρίσεων πολυπαραγοντικά. Θα χρειαζόταν νομίζω άλλη στιγμή μια αναφορά και στη σχετική μαρξιστική παράδοση (πχ στον Μπουχάριν και στις κριτικές προς αυτόν), αλλά και στις προσπάθειες που έγιναν από διάφορους μελετητές για την ανασυγκρότηση των θέσεων του Μάρξ για τις κρίσεις.Ποιά προβλήματα έχει να επιλύσει μια κοινωνία μετά τον καπιταλισμό; Σε σημαντικό βαθμό η απάντηση εξαρτάται από την κατανόηση των δομικών-συστημικών αντιφάσεων και των θεμελίων της κρίσης.
Τέλος, πρέπει να τονιστεί πως όσα γράφει ο Μάρξ αφορούν άμεσα τη διαλεκτική λογική.
Ας μείνουμε προς το παρόν στα σχόλια αυτά και ας περάσουμε στο κείμενο
Θεωρίες για την υπεραξία, Β μέρος, σελ 591-623, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, μετάφραση Π.Μαυρομάτη
Η μετατροπή της δυνατότητας της κρίσης σε πραγματικότητα. Η κρίση σαν εκδήλωση όλων των αντιφάσεων της αστικής οικονομίας
‘’Με το χωρισμό του προτσές παραγωγής (της άμεσης παραγωγής) από το προτσές κυκλοφορίες υπάρχει πάλι, και έχει αναπτυχθεί παραπέρα, η δυνατότητα της κρίσης που φάνηκε στην απλή μεταμόρφωση του εμπορεύματος. Από τη στιγμή που τα δύο προτσές δεν περνούν ομαλά το ένα στο άλλο, αλλά ανεξαρτητοποιούνται το ένα απέναντι στο άλλο, από τη στιγμή αυτή η κρίση υπάρχει.
Κατά τη μεταμόρφωση του εμπορεύματος η δυνατότητα της κρίσης παρουσιάζεται ως εξής:
Πρώτον, το εμπόρευμα, που υπάρχει πραγματικά σαν αξία χρήσης, και ιδεατά στην τιμή σαν ανταλλακτική αξία, πρέπει να μετατραπεί σε χρήμα: Ε-Χ. Όταν θα έχει λυθεί αυτή η δυσκολία, η πούληση, τότε η αγορά, Χ-Ε, δεν παρουσιάζει πια καμιά δυσκολία, επειδή το χρήμα είναι άμεσα ανταλλάξιμο με όλα. Απαραίτητη προϋπόθεση αποτελεί εδώ η ύπαρξη της αξίας χρήσης του εμπορεύματος, η ωφελιμότητα της περιεχόμενης σ’αυτό εργασίας, διαφορετικά δεν πρόκειται καθόλου για εμπόρευμα. Έχει ακόμα προϋποτεθεί, ότι η ατομική αξία του εμπορεύματος είναι ίση με την κοινωνική του αξία, ότι ο υλοποιημένος σ’αυτό χρόνος εργασίας είναι ίσος με τον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας, που απαιτείται για την παραγωγή αυτού του εμπορεύματος. Επομένως, η δυνατότητα της κρίσης, εφόσον παρουσιάζεται στην απλή μορφή της μεταμόρφωσης του εμπορεύματος, προκύπτει μόνο από το ότι οι διαφορές μορφές-οι φάσεις-που διατρέχει το εμπόρευμα στην κίνησή του, είναι, πρώτον, μορφές και φάσεις που απαραίτητα αλληλοσυμπληρώνονται, και που, δεύτερο, παρ’όλην αυτή την αναγκαία εσωτερική συνάφεια (Zusammengehorigkeit) τους, είναι μέρη του προτσές και μορφές που υπάρχουν αδιάφορα η μια απέναντι στην άλλη, που δεν συμπίπτουν στον χρόνο και στον χώρο, που μπορούν να χωριστούν και είναι χωρισμένες. Η δυνατότητα της κρίσης οφείλεται λοιπόν μόνο στον χωρισμό της πούλησης και της αγοράς. Έγκειται μόνο στη μορφή που παίρνει το εμπόρευμα, το γεγονός ότι το εμπόρευμα έχει να περάσει εδώ απ’αυτήν τη δυσκολία. Μόλις το εμπόρευμα πάρει τη μορφή του χρήματος, έχει πια ξεπεράσει τη δυσκολία αυτή. Παραπέρα όμως κι αυτή ανάγεται στον χωρισμό πούλησης και αφοράς. Αν το εμπόρευμα δεν θα μπορούσε να αποσυρθεί από την κυκλοφορία με τη μορφή του χρήματος ή να αναβάλει την επαναμετατροπή του σε εμπόρευμα-όπως γίνεται στο άμεσο ανταλλακτικό εμπόριο-αν συνέπιπταν η αγορά και η πούληση, τότε κάτω από τις δοσμένες προϋποθέσεις θα εξέλειπε η δυνατότητα της κρίσης. Και αυτό γιατί έχει προυποτεθεί ότι το εμπόρευμα είναι μια αξία χρήσης για άλλους κατόχους εμπορευμάτων. Στη μορφή του άμεσου ανταλλακτικού εμπορίου το εμπόρευμα μπορεί να μην είναι ανταλλάξιμο μόνο, αν δεν αποτελεί αξία χρήσης για την άλλη πλευρά ή αν στην άλλη πλευρά δεν υπάρχουν άλλες αξίες χρήσης, για να ανταλλαχθούν μ’αυτό. Επομένως, μόνο κάτω από αυτούς τους δύο όρους δεν είναι ανταλλάξιμο το εμπόρευμα: Είτε αν στη μια πλευρά παραγόταν κάτι το μη ωφέλιμο, είτε αν στην άλλη πλευρά δεν παράγεται τίποτα το ωφέλιμο για να ανταλλαχθεί σαν ισοδύναμο με την πρώτη αξία χρήσης. Και στις δύο περιπτώσεις όμως δεν θα γινόταν απολύτως καμιά ανταλλαγή. Εφόσον όμως θα γινόταν ανταλλαγή, δεν θα χωρίζονταν τα στοιχεία της. Ο αγοραστής θα ήταν πουλητής και ο πουλητής αγοραστής. Επομένως, θα εξέλειπε το κρίσιμο στοιχείο, που προκύπτει από τη μορφή της ανταλλαγής-εφόσον πρόκειται για κυκλοφορία-και όταν λέμε ότι η απλή μορφή της μεταμόρφωσης συμπεριλαβαίνει τη δυνατότητα της κρίσης, τότε λέμε μόνο πως σ’αυτή την ίδια τη μορφή βρίσκεται η δυνατότητα της ρήξης και του χωρισμού αλληλοσυμπληρωνώμενων στοιχείων.
Αυτό όμως αφορά και το περιεχόμενο. Στο άμεσο ανταλλακτικό εμπόριο το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής αποβλέπει, από την πλευρά του παραγωγού, στην ικανοποίηση των δικών του αναγκών ή, στην περίπτωση ενός κάπως ευρύτερου καταμερισμού της εργασίας, στην ικανοποίηση γνωστών σ’αυτόν αναγκών των συμπαραγωγών του. Αυτό που προορίζεται να ανταλλαχθεί με τη μορφή του εμπορεύματος είναι περίσσευμα και παραμένει επουσιώδες το αν το περίσσευμα αυτό θα ανταλλαχθεί ή όχι. Στην εμπορευματική παραγωγή η μετατροπή του προϊόντος σε χρήμα, η πούληση, αποτελεί condition sine qua non (απαραίτητο όρο). Εξαλείφεται η άμεση παραγωγή για τις ανάγκες του ίδιου του παραγωγού. Αν μείνουν απούλητα τα εμπορεύματα, θα έχουμε κρίση. Η δυσκολία να μετατραπεί το εμπόρευμα-αυτό το ιδιαίτερο προϊόν της ατομικής εργασίας-σε χρήμα, στο αντίθετό του, στην αφηρημένη γενική, κοινωνική εργασία, συνίσταται στο ότι το χρήμα δεν εμφανίζεται σαν ιδιαίτερο προϊόν ατομικής εργασίας, στο ότι αυτός που έχει πουλήσει και που κατέχει έτσι το εμπόρευμα με τη μορφή του χρήματος δεν είναι υποχρεωμένος να αγοράσει πάλι αμέσως, να μετατρέψει πάλι το χρήμα σε ένα ιδιαίτερο προϊόν ατομικής εργασίας. Στο άμεσο ανταλλακτικό εμπόριο δεν υπάρχει αυτή η αντίθεση. Στο εμπόριο αυτό δεν μπορεί κανένας να είναι πουλητής, χωρίς να είναι και αγοραστής, ούτε μπορεί να είναι αγοραστής, χωρίς να είναι πουλητής. Η δυσκολία του πουλητή-με την προϋπόθεση ότι το εμπόρευμά του είναι αξία χρήσης-προέρχεται απλούστατα από την ευκολία του αγοραστεί ν αναβάλλει την επαναμετατροπή του χρήματος σε εμπόρευμα. Η δυσκολία να μετατραπεί το εμπόρευμα σε χρήμα, η δυσκολία να πουληθεί, προέρχεται μόνο από το γεγονός ότι το εμπόρευμα πρέπει να μετατραπεί αμέσως σε χρήμα, ενώ το χρήμα δεν χρειάζεται να μετατραπεί αμέσως σε εμπόρευμα, από το γεγονός δηλαδή ότι η πούληση και η αγορά μπορούν να χωριστούν η μια από την άλλη. Έχουμε πει ότι αυτή η μορφή, συμπεριλαβαίνει τη δυνατότητα της κρίσης, δηλ. τη δυνατότητα στοιχεία που ανήκουν μαζί, που είναι συνδεδεμένα αδιαχώριστα το ένα με το άλλο, να χωρίζονται και γι’αυτό να ενώνονται βίαια, η δε συνοχή τους επιβάλλεται με τη βία που ασκείται στην αμοιβαία αυτοτέλειά τους (724). Η δε κρίση δεν είναι παρά η βίαιη επιβολή της ενότητας φάσεων του προτσές παραγωγής που που έχουν αυτοτελοποιηθεί η μια από την άλλη.
Η γενική, αφηρημένη δυνατότητα της κρίσης-δεν σημαίνει παρά μόνο την πιο αφηρημένη μορφή της κρίσης, χωρίς περιεχόμενο, χωρίς περιεκτικό κίνητρο για την πρόκληση της κρίσης. Η πούληση και η αγορά μπορεί να χωριστούν. Είναι δηλαδή δυνάμει (potential) κρίση και η ένωσή τους παραμένει πάντα κρίσιμο σημείο για το εμπόρευμα. Μπορούν όμως να περάσουν και ομαλά η μία στην άλλη. Παραμένει λοιπόν ότι η η πιο αφηρημένη μορφή της κρίσης (και επομένως η τυπική δυνατότητα της κρίσης) είναι η ίδια η μεταμόρφωση του εμπορεύματος, στην οποία περιέχεται μόνο σαν αναπτυγμένη κίνηση της αντίφασης ανάμεσα στην ανταλλακτική αξία και στην αξία χρήσης, και παραπέρα ανάμεσα στο χρήμα και στο εμπόρευμα, αντίφασης που περιλαβαίνεται σ’αυτή την ίδια τη μορφή. Περιλαβαίνεται μόνο στο ότι υπάρχει εδώ η μορφή για μια κρίση.
Και αυτό είναι το σπουδαιότερο, όταν εξετάζει κανείς την αστική οικονομία. Οι κρίσεις της παγκόσμιας αγοράς πρέπει να κατανοηθούν σαν η πραγματική συνένωση και βίαιη εξομάλυνση όλων των αντιφάσεων της αστικής κοινωνίας. Γι’αυτό τα ξεχωριστά στοιχεία, που συνενώνονται έτσι στις κρίσεις αυτές πρέπει συνεπώς να προβάλλονται και να αναπτύσσονται στην κάθε σφαίρα της αστικής οικονομίας, και όσο περισσότερο διεισδύουμε σ’αυτήν πρέπει, από τη μια μεριά, να αναπτύσσονται νέοι καθορισμοί αυτής της αντίφασης και, από την άλλη μεριά, να αποδείχνεται ότι οι πιο αφηρημένες μορφές της επαναλαβαίνονται και περιέχονται στις πιο συγκεκριμένες μορφές της.
Μπορεί λοιπόν να πει κανείς ότι η κρίση στην πρώτη της μορφή είναι η μεταμόρφωση του ίδιου του εμπορεύματος, ο χωρισμός της αγοράς από την πούληση.
Η κρίση στη δεύτερή της μορφή είναι η λειτουργία του χρήματος σαν μέσου πληρωμής, στην οποία το χρήμα εμφανίζεται σε δυο διαφορετικές και χρονικά χωρισμένες στιγμές, σε δύο διαφορετικές λειτουργίες. Αυτές οι δύο μορφές είναι ακόμα εντελώς αφηρημένες, παρ’όλο ότι η δεύτερη είναι πιο συγκεκριμένη από τη πρώτη.
Κατά την εξέταση του προτσές αναπαραγωγής του κεφαλαίου (που συμπίπτει με την κυκλοφορία του) πρέπει πρώτα να αποδειχτεί ότι εκείνες οι πιο πάνω μορφές απλώς επαναλαβαίνονται ή μάλλον μόνο εδώ αποκτούν ένα περιεχόμενο, μια βάση πάνω στην οποία μπορούν να εκδηλώνονται.
Ας εξετάσουμε την κίνηση που διαγράφει το κεφάλαιο, από τη στιγμή που με τη μορφή του εμπορεύματος εγκαταλείπει το προτσές παραγωγής, για να βγει πάλι απ’αυτό με τη μορφή του εμπορεύματος. Αν κάνουμε εδώ αφαίρεση απ’όλους τους παραπέρα καθορισμούς του περιεχομένου, τότε ολόκληρο του εμπορευματικό κεφάλαιο και κάθε ξεχωριστό εμπόρευμα από τα οποία αποτελείται πρέπει να περάσει από το προτσές Ε-Χ-Ε, από τη μεταμόρφωση του εμπορεύματος. Έτσι, η γενική δυνατότητα της κρίσης, που περιέχεται σ’αυτήν τη μορφή-ο χωρισμός της αγοράς από την πούληση-περιέχεται στην κίνηση του κεφαλαίου, εφόσον το κεφάλαιο είναι επίσης εμπόρευμα και μόνο εμπόρευμα. Από τη συνάρτηση των μεταμορφώσεων των εμπορευμάτων μεταξύ τους προκύπτει ακόμα ότι ένα εμπόρευμα μετατρέπεται σε χρήμα, επειδή ένα άλλο ξαναμετατρέπεται από τη μορφή του χρήματος σε εμπόρευμα. Επομένως, ο χωρισμός της αγοράς από την πούληση εμφανίζεται εδώ παραπέρα έτσι, ώστε στη μετατροπή του ενός κεφαλαίου από τη μορφή του εμπορεύματος στη μορφή του χρήματος πρέπει να αντιστοιχεί η επαναμετατροπή του άλλου κεφαλαίου από τη μορφή του χρήματος στη μορφή του εμπορεύματος, η πρώτη μεταμόρφωση του ενός κεφαλαίου πρέπει να αντιστοιχεί στη δεύτερη μεταμόρφωση του άλλου, στην εγκατάλειψη του προτσές παραγωγής από το ένα κεφάλαιο πρέπει να αντιστοιχεί η επιστροφή του άλλου κεφαλαίου στο προτσές παραγωγής. Αυτή η αλληλοσύμφυση και περιπλοκή των προτσές αναπαραγωγής ή κυκλοφορίας διάφορων κεφαλαίων είναι, από τη μια μεριά, αναγκαία λόγω του καταμερισμού της εργασίας και, από την άλλη μεριά, είναι τυχαία, και έτσι διευρύνεται κιόλας ο καθορισμός του περιεχομένου της κρίσης.
Δεύτερον όμως, όσον αφορά τη δυνατότητα της κρίσης που πηγάζει από τη μορφή του χρήματος σαν μέσου πληρωμής, παρουσιάζεται ήδη στο κεφάλαιο μια πολύ πιο ρεαλιστική βάση για τη πραγματοποίηση αυτής της δυνατότητας. Λογουχάρη, ο υφαντουργός εργοστασιάρχης πρέπει να πληρώσει όλο το σταθερό κεφάλαιο, τα στοιχεία του οποίου τα προμήθευσαν ο νηματουργός εργοστασιάρχης, ο αγρότης παραγωγός λιναριού, ο μηχανουργός εργοστασιάρχης, ο εργοστασιάρχες σίδερου και ξύλου, ο καρβουνοπαραγωγός κλπ. Στο μέτρο που οι τελευταίοι εργοστασιάρχες που παράγουν σταθερό κεφάλαιο, το οποίο μπαίνει μόνο στην παραγωγή του σταθερό κεφαλαίου, χωρίς να μπαίνει στο τελικό εμπόρευμα, στο υφαντό, στο ίδιο μέτρο αντικατασταίνουν τους δικούς τους όρους παραγωγής με την ανταλλαγή κεφαλαίου. Ο υφαντουργός εργοστασιάρχης πουλάει τώρα προς 1000λ. το υφαντό στον έμπορο, όμως το πουλάει έναντι μιας συναλλαγματικής, έτσι που το χρήμα παρουσιάζεται σαν μέσο πληρωμής. Ο υφαντουργός εργοστασιάρχης με τη σειρά του πουλάει τη συναλλαγματική στον τραπεζίτη, στον οποίο, αν θέλετε, πληρώνει μ’αυτήν κάποιο χρέος ή ο οποίος του προεξοφλεί επίσης τη συναλλαγματική. Ο αγρότης λιναροπαραγωγός έχει πουλήσει στον νηματουργό εργοστασιάρχη το λινάρι έναντι μιας συναλλαγματικής, ο νηματουργός στον υφαντουργό, το ίδιο ο εργοστασιάρχης μηχανών στον υφαντουργό, το ίδιο ο εργοστασιάρχης σίδερου και ξύλου στον εργοστασιάρχη μηχανών, το ίδιο ο καρβουνοπαραγωγός στον νηματουργό, τον υφαντουργό, στον μηχανουργό εργοστασιάρχη, στον παραγωγό σίδερου και ξύλου. Εκτός απ’αυτό, οι παραγωγοί σίδερου, κάρβουνου, ξύλου, λιναριού πληρώθηκαν μεταξύ τους με συναλλαγματικές. Αν τώρα δεν πληρώσει ο έμπορος, τότε ο υφαντουργός εργοστασιάρχης δεν μπορεί να πληρώσει τη συναλλαγματική του στον τραπεζίτη.
Ο αγρότης παραγωγός λιναριού τράβηξε μια συναλλαγματική πληρωτέα από τον νηματουργό. Ο εργοστασιάρχης μηχανών τράβηξε συναλλαγματικές πληρωτέες από τον υφαντουργό και τον νηματουργό εργοστασιάρχη. Ο νηματουργός εργοστασιάρχης δεν μπορεί να πληρώσει, επειδή δεν μπορεί να πληρώσει ο υφαντουργός, και οι δυο δεν μπορούν να πληρώσουν τον μηχανουργό εργοστασιάρχη, αυτός με τη σειρά δεν μπορεί να πληρώσει τον σιδερά, τον ξυλέμπορο, τον καρβουνοπαραγωγό. Και όλοι αυτοί, που δεν πραγματοποιούν την αξία του εμπορεύματός τους, δεν μπορούν να αντικαταστήσουν το μέρος εκείνο που αντικατασταίνει το σταθερό κεφάλαιο. Έτσι δημιουργείται γενική κρίση. Αυτό δεν είναι τίποτα άλλο από τη δυνατότητα της κρίσης, που αναπτύσσεται όταν το χρήμα παίζει τον ρόλο του μέσου πληρωμής, εδώ όμως, στην καπιταλιστική παραγωγή, βλέπουμε κιόλας μια συνάρτηση αμοιβαίων χρεωστικών απαιτήσεων και υποχρεώσεων, των αγορών και των πουλήσεων, στην οποία η δυνατότητα μπορεί να εξελιχθεί σε πραγματικότητα.
Κάτω από όλες τις περιστάσεις έχουμε το εξής: Όταν η αγορά και η πούληση δεν παγώνουν αμοιβαία και γι’αυτό δεν χρειάζεται να εξισωθούν βίαια-όταν, από την άλλη μεριά, το χρήμα σαν μέσο πληρωμής λειτουργεί έτσι ώστε να αλληλοαίρονται οι χρεωστικές απαιτήσεις, όταν δηλαδή δεν πραγματοποιείται η αντίφαση που αυτή καθεαυτή υπάρχει δυνάμει στο χρήμα σαν μέσο πληρωμής-όταν δηλαδή αυτές οι δύο αφηρημένες μορφές της κρίσης δεν εμφανίζονται πραγματικά σαν τέτοιες, τότε δεν υπάρχει κρίση. Δεν μπορεί να υπάρξει κρίση, χωρίς να έχουν χωριστεί η μια από την άλλη και να έχουν έρθει σε αντίθεση η αγορά και η πούληση ή χωρίς να εκδηλωθούν οι αντιφάσεις που περιέχονται στο χρήμα σαν μέσο πληρωμής, χωρίς λοιπόν να προβάλλει ταυτόχρονα η κρίση στην απλή μορφή-στην αντίφαση αγοράς και πούλησης, στην αντίφαση του χρήματος σαν μέσου πληρωμής. Αυτές όμως είναι επίσης απλές μορφές-γενικές δυνατότητες των κρίσεων, και για αυτό είναι μορφές, αφηρημένες μορφές της πραγματικής κρίσης. Σ’αυτές εμφανίζεται η ύπαρξη της κρίσης στις πιο απλές μορφές της και στο πιο απλό περιεχόμενό της, εφόσον αυτή η ίδια η μορφή είναι το πιο απλό περιεχόμενό της. Το περιεχόμενο αυτό όμως δεν είναι ακόμα βάσιμο. Η απλή κυκλοφορία του χρήματος, ακόμα και η κυκλοφορία του χρήματος σαν μέσου πληρωμής-και οι δύο παρουσιάζονται πολύ πριν την κεφαλαιοκρατική παραγωγή, χωρίς να σημειώνονται κρίσεις-είναι δυνατές και πραγματοποιήσιμες χωρίς κρίσεις. Γιατί λοιπόν οι μορφές αυτές να εκδηλώνουν την κρίσιμη πλευρά τους, γιατί η αντίφαση που υπάρχει δυνάμει σ’αυτές να εμφανίζεται πραγματικά σαν τέτοια, αυτό δεν μπορεί να εξηγηθεί μόνο με τις μορφές αυτές.
Γι’αυτό βλέπουμε την τεράστια προστυχιά των οικονομολόγων, οι οποίοι, μη μπορώντας να δικαιολογήσουν άλλο την άρνηση του φαινομένου της υπερπαραγωγής και των κρίσεων, καθησυχάζουν τους εαυτούς τους με το ότι στις μορφές εκείνες υπάρχει η δυνατότητα να σημειωθούν κρίσεις, επομένως είναι τυχαίο το γεγονός ότι δεν σημειώνονται και έτσι η ίδια η πραγματοποίησή τους εμφανίζεται σαν απλή σύμπτωση.
Οι αναπτυγμένες στην κυκλοφορία των εμπορευμάτων και παραπέρα στην κυκλοφορία του χρήματος αντιφάσεις-επομένως οι δυνατότητες της κρίσης-αναπαράγονται από μόνες τους στο κεφάλαιο, επειδή πράγματι μόνο πάνω στη βάση του κεφαλαίου πραγματοποιείται αναπτυγμένη κυκλοφορία των εμπορευμάτων και κυκλοφορία του χρήματος.
Πρόκειται όμως τώρα μόνο για την παρακολούθηση της παραπέρα ανάπτυξης της δυνάμει κρίσης-η πραγματική κρίση μπορεί να προκύψει μόνο από την πραγματική κίνηση της καπιταλιστικής παραγωγής, του συναγωνισμού και της Πίστης-εφόσον προκύπτει από τους καθορισμούς μορφής του κεφαλαίου, που το χαρακτηρίζουν σαν κεφάλαιο και δεν περιλαβαίνονται στην απλή του ύπαρξη σαν εμπορεύματος και χρήματος.
Αυτό καθεαυτό το απλό προτσές παραγωγής (το άμεσο) του κεφαλαίου δεν μπορεί να προσθέσει τίποτα το καινούργιο. Για να μπορεί γενικά να υπάρχει το προτσές παραγωγής, προυποτέθηκε η ύπαρξη των όρων του. Για αυτό το στο πρώτο τμήμα για το κεφάλαιο-στο τμήμα όπου γίνεται λόγος για το άμεσο προτσές παραγωγής-δεν προστίθεται κανένα νέο στοιχείο της κρίσης. Αυτό καθεαυτό περιέχεται στο κεφάλαιο, επειδή το προτσές παραγωγής είναι προτσές ιδιοποίησης, επομένως και παραγωγής υπεραξίας. Αυτό όμως δεν μπορεί να φανεί στο προτσές παραγωγής, εφόσον σ’αυτό δεν πρόκειται για την πραγματοποίηση μόνο της αναπαραγμένης αξίας, αλλά και της υπεραξίας.
Το ζήτημα μπορεί να προβάλλει μόνο στο προτσές κυκλοφορίας, που αυτό καθεαυτό είναι ταυτόχρονα προτσές αναπαραγωγής.
Εδώ πρέπει ακόμα να παρατηρηθεί ότι οφείλουμε να εκθέσουμε το προτσές κυκλοφορίας ή το προτσές αναπαραγωγής, προτού εκθέσουμε το έτοιμο κεφάλαιο-κεφάλαιο και κέρδος-επειδή πρέπει να εκθέσουμε ότι μόνο πώς παράγει το κεφάλαιο, αλλά και πώς παράγεται το κεφάλαιο. Η πραγματική κίνηση όμως ξεκινάει από το υπάρχον ήδη κεφάλαιο-πραγματική κίνηση είναι εκείνη η οποία συντελείται πάνω στη βάση της αναπτυγμένης καπιταλιστικής παραγωγής, που ξεκινάει από τον ίδιο τον εαυτό της, που προϋποτίθεται μόνη της. Για αυτό το προτσές αναπαραγωγής και οι παραπέρα σ’αυτό αναπτυγμένες δυνατότητες της κρίσης εκθέτονται ατελώς μόνο σ’αυτή την ίδια τη ρούμπρικα και χρειάζεται να συμπληρωθούν στο κεφάλαιο ‘’Κεφάλαιο και κέρδος’’.
Το συνολικό προτσές κυκλοφορίας ή το συνολικό προτσές αναπαραγωγής του κεφαλαίου είναι η ενότητα της φάσης της παραγωγής και της φάσης της κυκλοφορίας του, ένα προτσές που περνάει από τα δύο αυτά προτσές με τη μορφή των φάσεών του. Εδώ βρίσκεται μια παραπέρα αναπτυγμένη δυνατότητα ή μια αφηρημένη μορφή της κρίσης. Οι οικονομολόγοι που αρνούνται την κρίση πιάνονται για τον λόγο αυτό μόνο από την ενότητα αυτών των δύο φάσεων. Αν ήταν μόνο χωρισμένες, χωρίς να αποτελούν μιαν ενότητα, τότε δεν θα ήταν δυνατός ένας βίαιος χωρισμός, ο οποίος αποτελεί πάλι την κρίση. Η κρίση είναι η βίαιη αποκατάσταση της ενότητας των αυτοτελοποιημένων στοιχείων και η βίαιη αυτοτελοποίηση στοιχείων που στην ουσία αποτελούν μια ενότητα.
598 [2 Για τις μορφές της κρίσης]
… Ετσι:
1 Η γενική δυνατότητα των κρίσεων υπάρχει στο ίδιο το προτσές της μεταμόρφωσης του κεφαλαίου και μάλιστα διπλή, εφόσον το χρήμα λειτουργεί σαν μέσο πληρωμής-υπάρχει στον χωρισμό της αγοράς από την πούληση. Εφόσον το χρήμα λειτουργεί σαν μέσο πληρωμής, οπότε δρα σε δυο διαφορετικές στιγμές, σαν μέτρο των αξιών και σαν πραγματοποίηση της αξίας. Αυτές οι δύο στιγμές χωρίζονται. Αν στο ενδιάμεσο αυτών των δύο στιγμών έχει αλλάξει η αξία, τότε το εμπόρευμα τη στιγμή της πούλησής του δεν αξίζει όσο άξιζε τη στιγμή που το χρήμα λειτουργούσε σαν μέτρο των αξιών, επομένως και των αμοιβαίων υποχρεώσεων, δεν μπορεί με το εισπραγμένο από την πούληση του εμπορεύματος ποσό να καλυφθεί η υποχρέωση και για αυτό δεν μπορεί να εξοφληθεί όλη η σειρά των συναλλαγών, που με τη σειρά τους εξαρτιώνται απ’αυτή μόνο τη συναλλαγή. Αν το εμπόρευμα δεν μπορεί να πουληθεί, έστω και μόνο μέσα σ’ένα καθορισμένο χρονικό διάστημα, ακόμα και στην περίπτωση που δεν άλλαξε η αξία του, δεν μπορεί το χρήμα να λειτουργήσει σαν μέσο πληρωμής, επειδή οφείλει να λειτουργήσει σαν τέτοιο μέσα σε καθορισμένη, προϋποτεθειμένη προθεσμία. Επειδή όμως το ίδιο το χρηματικό ποσό λειτουργεί εδώ για πολλές αμοιβαίες συναλλαγές και υποχρεώσεις, παρουσιάζεται εδώ αδυναμία πληρωμής όχι μόνο σε ένα, αλλά σε πολλά σημεία, και απ’όλα αυτά προκαλείται η κρίση.
Αυτές είναι οι τυπικές δυνατότητες της κρίσης. Η πρώτη είναι δυνατή χωρίς την τελευταία-δηλαδή κρίσεις χωρίς Πίστη, χωρίς το χρήμα να λειτουργεί σαν μέσο πληρωμής. Η δεύτερη όμως δεν είναι δυνατή χωρίς την πρώτη, δηλ. χωρίς να χωριστούν η αγορά και η πούληση. Στην τελευταία περίπτωση όμως η κρίση δεν προκαλείται μόνο, επειδή δεν μπορεί να πουληθεί το εμπόρευμα, αλλά επειδή δεν μπορεί να πουληθεί σε καθορισμένο χρονικό διάστημα , και η κρίση δημιουργείται και έλκει τον χαρακτήρα της όχι μόνο από το ότι δεν μπόρεσε να πουληθεί το εμπόρευμα, αλλά από τη μη πραγματοποίηση μιας σειράς πληρωμών, οι οποίες βασίζονται στην πούληση αυτού του συγκεκριμένου εμπορεύματος σ’αυτήν τη συγκεκριμένη προθεσμία. Αυτή είναι η καθεαυτό μορφή των χρηματικών κρίσεων.
Αν σημειωθεί λοιπόν κρίση, επειδή χωρίζονται η αγορά και η πούληση, τότε η κρίση αναπτύσσεται σαν χρηματική κρίση, από τη στιγμή που το χρήμα έχει αναπτυχθεί σαν μέσο πληρωμής, και αυτή η δεύτερη μορφή των κρίσεων κατανοείται από μόνη της, από τη στιγμή που σημειώνεται η πρώτη. Επομένως κατά τη διερεύνηση του ζητήματος, γιατί γίνεται πραγματικότητα η γενική δυνατότητα της κρίσης, είναι ολότελα περιττό να νοιαζόμαστε για τη μορφή της κρίσης κατά τη διερεύνηση των όρων της κρίσης, που πηγάζουν από την εξέλιξη του χρήματος σαν μέσου πληρωμής. Ακριβώς για τον λόγο αυτό αρέσει στους οικονομολόγους να προβάλλουν σαν αιτία των κρίσεων αυτή την αυτονόητη μορφή (Εφόσον η ανάπτυξη του χρήματος σαν μέσου πληρωμής σχετίζεται με την ανάπτυξη της Πίστης και την εξόγκωσή της, πρέπει βέβαια να εξηγηθούν τα αίτια της τελευταίας, πράγμα όμως που δεν έχει τη θέση του εδώ).
2) Εφόσον οι κρίσεις προκύπτουν από αλλαγές και επαναστάσεις στις τιμές, που δεν συμπίπτουν με τις αλλαγές στην αξία των εμπορευμάτων, δεν μπορούν φυσικά να εξηγηθούν κατά την εξέταση του κεφαλαίου γενικά, κατά την οποία προϋποτίθενται τιμές ταυτόσημες με τις αξίες των εμπορευμάτων.
3) Η γενική δυνατότητα των κρίσεων είναι η ίδια η τυπική μεταμόρφωση του κεφαλαίου, ο χωρισμός στο χρόνο και στο χώρο της αγοράς από την πούληση. Αυτός όμως δεν είναι ποτέ η αιτία της κρίσης. Γιατί δεν είναι παρά μόνο η πιο γενική μορφή της κρίσης, δηλαδή η ίδια η κρίση στην πιο γενική έκφρασή της. Δεν μπορεί όμως να πει κανείς ότι η αφηρημένη μορφή της κρίσης είναι η αιτία της κρίσης. Αν ρωτήσει κανείς για τα αίτιά της, εκείνο που θέλει ακριβώς να μάθει είναι γιατί η αφηρημένη της μορφή, η μορφή της δυνατότητας της κρίσης, μετατρέπεται από τη δυνατότητα σε πραγματικότητα.
4) Οι γενικοί όροι των κρίσεων, εφόσον είναι ανεξάρτητοι από τις διακυμάνσεις των τιμών (αδιάφορο αν σχετίζονται ή όχι με το πιστωτικό σύστημα)-οι οποίες διαφέρουν από τις διακυμάνσεις των αξιών-πρέπει να εξηγηθούν από τους γενικούς όρους της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής [770α]
[716] (Η κρίση μπορεί να προκύψει: 1) κατά την επαναμετατροπή [χρήματος] σε παραγωγικό κεφάλαιο 2) από αλλαγές στις αξίες των στοιχείων του παραγωγικού κεφαλαίου, ιδίως της πρώτης ύλης, λ.χ αν μειωθεί η μάζα της σοδιάς του βαμβακιού, πράγμα που ανεβάζει την αξία του. Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με τιμές, αλλά με αξίες). 716
770α Πρώτος συντελεστής (Moment). Επαναμετατροπή χρήματος σε κεφάλαιο. Προϋποτίθεται μια ορισμένη βαθμίδα ανάπτυξης της παραγωγής ή της αναπαραγωγής. Το πάγιο κεφάλαιο μπορεί να θεωρείται εδώ σαν κάτι το δοσμένο, το αμετάβλητο, σαν κάτι που δεν μπαίνει στο προτσές αξιοποίησης. Και επειδή η αναπαραγωγή της πρώτης ύλης δεν εξαρτιέται μόνο από την εργασία που ξοδεύτηκε γι’αυτήν, αλλά και από την παραγωγικότητά της που συνδέεται με φυσικούς όρους, μπορεί να μειωθεί η ίδια η μάζα…η μάζα του προϊόντος της ίδιας ποσότητας εργασίας (σε περίπτωση κακής σοδιάς).
Επομένως η αξία της πρώτης ύλης ανεβαίνει, η μάζα της μειώνεται ή έχει διαταραχθεί η αναλογία στην οποία το χρήμα θα έπρεπε να επαναμετατραπεί στα διάφορα συστατικά μέρη του κεφαλαίου, για να συνεχιστεί η παραγωγή στην παλιά κλίμακα. Πρέπει να ξοδευτούν περισσότερα για πρώτη ύλη, επομένως μένουν λιγότερα για την εργασία και δεν μπορεί να απορροφηθεί η ίδια όπως και προηγούμενα μάζα εργασίας. Πρώτον, δεν μπορεί από φυσική άποψη, επειδή μειώθηκε η πρώτη ύλη. Δεύτερο, επειδή ένα μεγαλύτερο μέρος της αξίας του προϊόντος πρέπει να μετατραπεί σε πρώτη ύλη και επομένως ένα μικρότερο μέρος του μπορεί να μετατραπεί σε μεταβλητό κεφάλαιο. Η αναπαραγωγή δεν μπορεί να επαναληφθεί στην ίδια κλίμακα. Ένα μέρος του πάγιου κεφαλαίου μένει αχρησιμοποίητο ένα μέρος των εργατών πετιέται στο δρόμο. Το ποσοστό του κέρδους πέφτει, επειδή ανέβηκε η αξία του σταθερού κεφαλαίου σε σχέση με το μεταβλητό και χρησιμοποιείται λιγότερο το μεταβλητό. Μένουν τα ίδια πάγια έξοδα-τόκοι, πρόσοδοι-που έχουν προκαταβολικά καθοριστεί πάνω στη βάση ενός μη μεταβαλλόμενου ποσοστού του κέρδους και βαθμού εκμετάλλευσης της εργασίας, και ένα μέρος τους δεν μπορεί να πληρωθεί. Το αποτέλεσμα είναι η κρίση, κρίση εργασίας και κρίση κεφαλαίου. Πρόκειται λοιπόν για διαταραχή του προτσές αναπαραγωγής λόγω αύξησης της αξίας του ενός μέρους του σταθερού κεφαλαίου, που πρέπει να αντικατασταθεί από την αξία του προϊόντος Σημειώνεται ακόμα ανατίμηση του προϊόντος, παρά το γεγονός ότι πέφτει το ποσοστό του κέρδους. Αν το προϊόν αυτό μπαίνει σαν μέσο παραγωγής σε άλλες σφαίρες παραγωγής, τότε η ανατίμησή του προκαλεί εδώ την ίδια διαταραχή στην αναπαραγωγή. Αν μπαίνει σαν μέσο συντήρησης στη γενική κατανάλωση, τότε μπαίνει ταυτόχρονα ή όχι στην κατανάλωση των εργατών. Αν συμβαίνει το πρώτο, τότε οι επενέργειές του συμπίπτουν με τη διαταραχή στο μεταβλητό κεφάλαιο, για την οποία θα μιλήσουμε αργότερα. Εφόσον όμως το προϊόν μπαίνει γενικά στη γενική κατανάλωση, μπορεί (αν για το λόγο αυτό δεν πέφτει η κατανάλωση) να μειωθεί έτσι η ζήτηση άλλων προϊόντων και να διαταραχθεί έτσι και να παρεμποδιστεί για τον λόγο αυτό η επαναμετατροπή τους σε χρήμα, σε έκταση που να ανταποκρίνεται στην αξία τους, και να διαταραχθεί έτσι η άλλη πλευρά της αναπαραγωγής τους, όχι η επαναμετατροπή χρήματος σε παραγωγικό κεφάλαιο, αλλά η επαναμετατροπή εμπορεύματος σε χρήμα. Πάντως μειώνεται η μάζα του κέρδους και η μάζα του μισθού εργασίας στον κλάδο αυτό, επομένως και ένα μέρος των αναγκαίων εισπράξεων για την πούληση των εμπορευμάτων άλλων κλάδων παραγωγής.
Αυτή η ανεπάρκεια όμως της πρώτης ύλης μπορεί να επισυμβεί και χωρίς την εποχική επίδραση ή την από φυσικούς όρους καθοριζόμενη παραγωγικότητα της εργασίας, η οποία προμηθεύει την πρώτη ύλη. Αν δηλαδή έχει διατεθεί σ’αυτόν τον κλάδο ένα υπερβολικά μεγάλο μέρος της υπεραξίας, του πρόσθετου κεφαλαίου για μηχανές κλπ, τότε, παρ’όλον ότι η πρώτη ύλη θα ήταν αρκετή για την παλιά κλίμακα παραγωγής, θα είναι ανεπαρκής για τη νέα. Αυτό προκύπτει λοιπόν από δυσανάλογες μεταβολές του πρόσθετου κεφαλαίου στα διάφορα στοιχεία του. Πρόκειται για μια περίπτωση υπερπαραγωγής πάγιου κεφαλαίου, η οποία προκαλεί απολύτως τα ίδια φαινόμενα, όπως στην πρώτη περίπτωση.
[…] (κομμένο χειρόγραφο)
Ή βασίζονται στην υπερπαραγωγή πάγιου κεφαλαίου, επομένως στη σχετική υποπαραγωγή κυκλοφορούντος κεφαλαίου.
Και επειδή το πάγιο κεφάλαιο, όπως και το κυκλοφορούν, αποτελείται από εμπορεύματα, δεν υπάρχει πιο γελοίο πράγμα από το ότι οι ίδιοι οικονομολόγοι που παραδέχονται την υπερπαραγωγή πάγιου κεφαλαίου, αρνούνται την υπερπαραγωγή εμπορευμάτων.
5 Κρίσεις που προκύπτουν από διαταράξεις της πρώτης φάσης της αναπαραγωγής, δηλαδή από τη διαταραγμένη μετατροπή των εμπορευμάτων σε χρήμα ή από τη διατάραξη της πούλησης.Στις κρίσεις του πρώτου είδους η κρίση προκύπτει από διαταράξεις στην επιστροφή των στοιχείων του παραγωγικού κεφαλαίου
[…]
(σελ 604) …δεν υπάρχει πιο ανούσιος τρόπος άρνησης των κρίσεων από τον ισχυρισμό ότι στην καπιταλιστική παραγωγή ταυτίζονται οι καταναλωτές (αγοραστές) και οι παραγωγοί (πουλητές). Είναι εντελώς χωρισμένοι ο ένας από τον άλλο. Μόνο εφόσον συντελείται το προτσές αναπαραγωγής, μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι υπάρχει η ταύτιση αυτή για τον ένα σε κάθε 3000 παραγωγούς, συγκεκριμένα στον καπιταλιστή. Το ίδιο λαθεμένος είναι ο αντίστροφος ισχυρισμός, ότι οι καταναλωτές είναι παραγωγοί. Ο λόρδος γαιοκτήμονας (που εισπράττει γαιοπρόσοδο) δεν παράγει όμως καταναλώνει. Το ίδιο ισχύει για όλους τους εκπροσώπους του χρηματικού κεφαλαίου.
Οι απολογητικές φράσεις που αποβλέπουν στην άρνηση των κρίσεων έχουν κατά τούτο σημασία, ότι αποδείχνουν πάντα το αντίθετο από εκεί που θέλουν ν’αποδείξουν. Για να αρνηθούν την κρίση οι απολογητές μιλούν για ενότητα, εκεί όπου υπάρχει αντίθεση και αντίφαση. Έχουν λοιπόν σημασία οι απολογητικές φάσεις μόνο εφόσον μπορεί να ειπωθεί ότι: αποδείχνουν πως, αν πράγματι δεν υπήρχαν οι αντιφάσεις που τις εξάλειψαν με τη φαντασία τους οι επινοητές αυτών των φράσεων, τότε δεν θα υπήρχε και η κρίση. Στη πραγματικότητα όμως η κρίση υπάρχει, επειδή υπάρχουν εκείνες οι αντιφάσεις. Κάθε λόγος που προβάλλουν οι απολογητές ενάντια στην ύπαρξη της κρίσης είναι μια αντίφαση που την εξάλειψαν με τη φαντασία τους, άρα μια πραγματική αντίφαση, επομένως ένας λόγος ύπαρξης της κρίσης. Η άρνηση των αντιφάσεων με τη φαντασία είναι ταυτόχρονα η επιβεβαίωση των αντιφάσεων που υπάρχουν πραγματικά και που, σύμφωνα με τους ευσεβείς πόθους τους, δεν πρέπει να υπάρχουν.
[…]
…Δεν θα πρέπει να αρνηθεί κανείς ότι σε ορισμένες σφαίρες παραγωγής μπορεί να σημειωθεί υπερπαραγωγή και για τον λόγο αυτό σε άλλες να σημειωθεί υποπαραγωγή. Ότι επομένως μερικότερες κρίσεις μπορούν να πηγάζουν από μια δυσανάλογη παραγωγή (η παραγωγή όμως σύμφωνα με τις απαιτούμενες αναλογίες είναι πάντα μόνο το αποτέλεσμα της δυσανάλογης παραγωγής πάνω στη βάση του συναγωνισμού) και μια γενική μορφή αυτής της δυσανάλογης παραγωγής μπορεί να είναι από τη μια, η υπερπαραγωγή πάγιου ή από την άλλη, η υπερπαραγωγή κυκλοφορούντος κεφαλαίου*. Όπως αποτελεί όρο για τα εμπορεύματα να πουλιούνται στην αξία τους, να περιέχεται σ’αυτά μόνο ο κοινωνικά αναγκαίος χρόνος εργασίας, το ίδιο για μιαν ολόκληρη σφαίρα παραγωγής του κεφαλαίου αποτελεί όρο να έχει διατεθεί σ’αυτή την ιδιαίτερη σφαίρα από τον συνολικό χρόνο εργασίας της κοινωνίας μονάχα το αναγκαίο μέρος του, μονάχα ο χρόνος εργασίας που απαιτείται για την ικανοποίηση της κοινωνικής ανάγκης (της ζήτησης). Αν διατεθεί περισσότερος, τότε μπορεί βέβαια το κάθε ξεχωριστό εμπόρευμα να περιέχει μόνο τον αναγκαίο χρόνο εργασίας, το σύνολο όμως των εμπορευμάτων περιέχει περισσότερο από τον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας, απαράλλακτα όπως το ένα ξεχωριστό εμπόρευμα έχει μεν αξία χρήσης, το σύνολο όμως των εμπορευμάτων χάνει κάτω από τις δοσμένες προϋποθέσεις ένα μέρος της αξίας χρήσης του.
Αλλά εδώ δεν μιλάμε για την κρίση, η οποία βασίζεται στη δυσανάλογη παραγωγή δηλ. στη δυσαναλογία που προκαλείται κατά την κατανομή της κοινωνικής εργασίας μεταξύ των διάφορων σφαιρών παραγωγής. Γι’αυτήν μπορεί να γίνεται λόγος μονάχα, όταν γίνεται λόγος για τον συναγωνισμό των κεφαλαίων. Έχουμε κιόλας εδώ (σ.σ ίδιος τόμος, σελ 241-245) πως η άνοδος ή η πτώση της αγοραίας αξίας, εξαιτίας αυτής της δυσαναλογίας, συνεπιφέρει τη μεταφορά ή την απόσυρση κεφαλαίου από τον ένα κλάδο στον άλλο, τη μετανάστευση του κεφαλαίου ενός κλάδου σ’έναν άλλο. Σ’αυτή την ίδια την εξίσωση όμως υπάρχει ήδη ότι προϋποθέτει το αντίθετο της εξίσωσης και ότι μπορεί επομένως να συμπεριλαβαίνει μια κρίση, ότι η ίδια η κρίση μπορεί να αποτελεί μια μορφή της εξίσωσης.
…Όταν εξετάσαμε το προτσές παραγωγής είδαμε, πως όλη η ροπή της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής συνίσταται στο να σφετερίζεται όσο το δυνατόν περισσότερη πρόσθετη εργασία, δηλαδή με ένα δοσμένο κεφάλαιο να υλοποιεί όσο το δυνατό περισσότερο άμεσο χρόνο εργασίας, είτε με την παράταση του εργάσιμου χρόνου, είτε με τη συντόμευση του αναγκαίου χρόνου εργασίας, με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων της εργασίας, με την εφαρμογή της συνεργασίας (Kooperation), του καταμερισμού της εργασίας, με τη χρησιμοποίηση μηχανών κλπ, κοντολογής με την παραγωγή σε μεγάλη κλίμακα, δηλαδή με τη μαζική παραγωγή. Η ουσία της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής συνίσταται λοιπόν στην παραγωγή χωρίς να παίρνονται υπόψη τα όρια της αγοράς.
(σελ 610)
…Η αγορά διευρύνεται πιο αργά από την παραγωγή, ή στον κύκλο που διαγράφει το κεφάλαιο κατά την αναπαραγωγή του-ένας κύκλος στον οποίο δεν αναπαράγεται μόνο στην ίδια, αλλά σε διευρυμένη κλίμακα, στον οποίο δεν διαγράφει μια απλή κυκλική περιστροφή, αλλά μια σπείρα-έρχεται μια στιγμή, όπου η αγορά αποκαλύπτεται πολύ στενή για την παραγωγή. Αυτό συμβαίνει στο τέλος του κύκλου. Αυτό όμως σημαίνει μόνο ότι η αγορά είναι παραγεμισμένη. Η υπερπαραγωγή είναι έκδηλη. Αν η διεύρυνση της αγοράς συμβάδιζε με τη διεύρυνση της παραγωγής, τότε δεν θα σημειωνόταν υπερπλήρωση της αγοράς, δεν θα σημειωνόταν υπερπαραγωγή.
Ωστόσο, με την απλή ομολογία, ότι μαζί με την παραγωγή πρέπει να διευρύνεται η αγορά, θα ξαναομολογιόταν ήδη, από την άλλη μεριά, η δυνατότητα μιας υπερπαραγωγής, επειδή η αγορά έχει εξωτερικά γεωγραφικά όρια, η εσωτερική αγορά παρουσιάζεται περιορισμένη έναντι μιας αγοράς που είναι και εσωτερική και εξωτερική, η τελευταία με τη σειρά της έναντι της παγκόσμιας αγοράς, η οποία όμως σε κάθε στιγμή είναι με τη σειρά της περιορισμένη και αυτή καθεαυτή έχει την ικανότητα να διευρύνεται. Γι’αυτό, αν ομολογείται ότι η αγορά πρέπει να διευρυνθεί, για να μη σημειωθεί υπερπαραγωγή, τότε ομολογείται επίσης ότι μπορεί να σημειωθεί υπερπαραγωγή, γιατί τότε είναι δυνατό, μια και η αγορά και η παραγωγή είναι δυο αδιάφορα μεταξύ τους στοιχεία, ότι η διεύρυνση του ενός δεν αντιστοιχεί στη διεύρυνση του άλλου, ότι τα όρια της αγοράς δεν διευρύνονται αρκετά γρήγορα για την παραγωγή ή ότι νέες αγορές-νέες επεκτάσεις της αγοράς-πορούν γρήγορα να ξεπεραστούν από την παραγωγή, έτσι που η διευρυμένη αγορά εμφανίζεται τώρα εξίσου σαν ένα όριο, όπως παρουσιαζόταν προηγούμενα ή στενότερη αγορά.
Σελ 614, κεφάλαιο ‘’η αντίφαση ανάμεσα στην ακατάπαυστη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και στον περιορισμένο χαρακτήρα της κατανάλωσης σαν βάση της υπεραπαραγωγής. Ο απολογητικός χαρακτήρας της θεωρίας για το ότι είναι αδύνατη η γενική υπερπαραγωγή’’.
Η λέξη υπερπαραγωγή αυτή καθεαυτή οδηγεί σε πλάνη. Όσον καιρό δεν ικανοποιούνται οι πιο επιτακτικές ανάγκες ενός μεγάλου μέρους της κοινωνίας ή όταν ικανοποιούνται μόνο οι πιο άμεσες ανάγκες του, δεν μπορεί φυσικά να γίνεται απολύτως καθόλου λόγους για υπερπαραγωγή προϊόντων με την έννοια, ότι η μάζα των προϊόντων θα ήταν περιττή σε σχέση με τις ανάγκες του. Αντίθετα, θα πρέπει να ειπωθεί με την έννοια αυτή ότι πάνω στη βάση της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής γίνεται μόνιμα υποπαραγωγή. Το όριο της παραγωγής είναι το κέρδος των καπιταλιστών και με κανένα τρόπο οι ανάγκες των παραγωγών. Η υπερπαραγωγή όμως προϊόντων και η υπερπαραγωγή εμπορευμάτων είναι δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα. Αν ο Ρικάρντο έχει τη γνώμη, ότι η μορφή του εμπορεύματος δεν έχει σημασία για το προϊόν και, παραπέρα, ότι η κυκλοφορία των εμπορευμάτων μόνο τυπικά διαφέρει από το άμεσο ανταλλακτικό εμπόριο, ότι η ανταλλακτική αξία είναι εδώ μόνο μια παροδική μορφή του μεταβολισμού και για αυτό το χρήμα είναι απλώς ένα τυπικό μέσο κυκλοφορίας, τότε αυτό καταλήγει πράγματι στην προϋπόθεση του, ότι ο αστικός τρόπος παραγωγής είναι ο απόλυτος τρόπος παραγωγής, επομένως είναι επίσης ο τρόπος παραγωγής χωρίς κανέναν ιδιαίτερο ειδικό καθορισμό, ότι το καθοριστικό σ’αυτόν είναι επομένως μόνο τυπικό. Δεν επιτρέπεται λοιπόν επίσης να ομολογηθεί από τον ίδιο ότι ο αστικός τρόπος παραγωγής αποτελεί όριο για την ελεύθερη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, ένα όριο που εκδηλώνεται στις κρίσεις και ανάμεσα στ’άλλα στην υπερπαραγωγή-που είναι το βασικό φαινόμενο των κρίσεων.
Σελ 616
…Πώς, πάνω στη βάση της καπιταλιστικής παραγωγής, στην οποία ο καθένας εργάζεται για τον εαυτό του και στην οποία η ειδική εργασία υποχρεώνεται να παρουσιάζεται ταυτόχρονα σαν το αντίθετό της, σαν αφηρημένη γενική εργασία, και με τη μορφή αυτή σαν κοινωνική εργασία, πως η απαραίτητη εξίσωση και συνάφεια των διάφορων σφαιρών παραγωγής, το μέτρο και η αναλογία μεταξύ τους είναι δυνατό να γίνει διαφορετικά από την μόνιμη εξάλειψη μιας μόνιμης δυσαρμονίας; Και αυτό ακόμα ομολογείται, όταν γίνεται λόγος για εξισώσεις με τον συναγωνισμό, γιατί αυτές οι εξισώσεις προϋποθέτουν πάντα ότι υπάρχει κάτι που πρέπει να εξισωθεί, δηλαδή η αρμονία είναι πάντα μόνο ένα αποτέλεσμα της κίνησης για την εξάλειψη της υπάρχουσας δυσαρμονίας.
Σελ 621
…η επαναμετατροπή χρήματος σε εμπόρευμα μπορεί να σκοντάψει σε δυσκολίες και να δημιουργήσει δυνατότητες της κρίσης, ακριβώς όπως η μετατροπή του εμπορεύματος σε χρήμα. Εφόσον εξετάζεται η απλή κυκλοφορία και όχι η κυκλοφορία του κεφαλαίου, δεν παρουσιάζονται αυτές οι δυσκολίες … Υπάρχουν ακόμα πολλοί συντελεστές, όροι, δυνατότητες της κρίσης, που μπορούν να εξεταστούν μόνο κατά την εξέταση των συγκεκριμένων σχέσεων, ιδίως του συναγωνισμού των κεφαλαίων και της Πίστης.
Την υπερπαραγωγή εμπορεύματων την αρνούνται, αντίθετα παραδέχονται την υπερπαραγωγή κεφαλαίου. Το ίδιο το κεφάλαιο αποτελείται όμως από εμπορεύματα ή, όταν αποτελείται από χρήμα, πρέπει κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο να επαναμετατραπεί σε εμπορεύματα, για να μπορεί να λειτουργήσει σαν κεφάλαιο. Τι θα πει λοιπόν υπερπαραγωγή κεφαλαίου; Θα πει υπερπαραγωγή των αξιακών εκείνων μαζών, που προορίζονται να παράγουν υπεραξία (ή, εξεταζόμενες ως προς το υλικό τους περιεχόμενο, θα πει υπερπαραγωγή εμπορεύματων που προορίζονται για την αναπαραγωγή)-δηλαδή αναπαραγωγή σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα, πράγμα που είναι το ίδιο με την υπερπαραγωγή γενικά.
Προσδιορισμένη ακριβέστερα αυτή η διατύπωση, δεν σημαίνει τίποτα άλλο παρά μόνο ότι παράγεται πάρα πολύ με σκοπό τον πλουτισμό ή ότι ένα πολύ μεγάλο μέρος του προϊόντος προορίζεται όχι για να φαγωθεί σαν εισόδημα, αλλά για να φτιάξει περισσότερο χρήμα (για να συσσωρευθεί), όχι για να ικανοποιήσει τις ατομικές ανάγκες του κατόχου του, αλλά για να του προμηθεύσει τον αφηρημένο κοινωνικό πλούτο, το χρήμα, και για να του δώσει περισσότερη εξουσία πάνω σε ξένη εργασία, περισσότερο κεφάλαιο-ή για να μεγαλώσει αυτή την εξουσία.
Σελ 622-623
[…] Όλες οι αντιφάσεις της αστικής παραγωγής ξεσπούν συλλογικά στις γενικές κρίσεις της παγκόσμιας αγοράς, στις ιδιαίτερες κρίσεις (ιδιαίτερες ως προς το περιεχόμενο και την έκτασή τους) ξεσπούν μόνο σκόρπιες, μεμονωμένες, μονόπλευρες.
Ειδικά η υπερπαραγωγή έχει σαν όρο τον γενικό νόμο παραγωγής του κεφαλαίου, να παράγει δηλαδή ανάλογα με τον βαθμό ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων (δηλαδή ανάλογα με τη δυνατότητα που προσφέρεται με μια δοσμένη μάζα κεφαλαίου να εκμεταλλεύεται μιαν όσο το δυνατό μεγαλύτερη μάζα εργασίας), χωρίς να παίρνονται υπόψη τα υπάρχοντα όρια της αγοράς ή οι ανάγκες, την κάλυψη των οποίων μπορούν να πληρώσουν οι καταναλωτές”.