Της Έλσας Βαρελίδου |
Η «δημιουργικότητα» ως έννοια, αφήγηση ή δόγμα φαίνεται να κερδίζει έδαφος στα τέλη της δεκαετίας του ’90, δίνοντας νέα υπόσταση στο ρόλο του πολιτισμού και τη γνώσης στις καπιταλιστικές κοινωνίες που βαδίζουν ολοταχώς προς τον 21ο αιώνα. Αν έναν αιώνα πριν η «ηθική της εργασίας» υπαγόρευε την εντατική και πειθαρχημένη εργασία ως αξία αφ’ εαυτού και το «ἐργάζεσθαι» αναγορευόταν από τους υμνητές της νεωτερικής σκέψης ως «διαδικασία πολιτισμού»[1], τώρα ο ίδιος ο πολιτισμός καλείται να μεταγράψει δικά του στοιχεία στην εργασιακή ρουτίνα. Πολιτισμός, γνώση και καινοτομία θεωρούνται πόροι ανάπτυξης, το συμβολικό κεφάλαιο[2] και η συμβολική οικονομία αποτελούν πυλώνες της προαναγγελλόμενης οικονομικής μεγέθυνσης και οι εργαζόμενοι στους «Κλάδους Πολιτισμού και Δημιουργικότητας» (ΚΠΔ) κερδίζουν το δικό τους momentum στην ανατομία της εργατικής τάξης.