Του Κώστα Παπαγεωργίου
Ho visto Maradona
“Μα καλά ποιος νομίζεις πως είσαι; Ο Μαραντόνα;”. Η μόνιμη επωδός για όποιον πίστευε ότι θα καταφέρει το αδύνατο. Το πιο πολύτιμο από τα χαρτάκια στα άλμπουμ της Panini. Αυτό που δεν ανταλλάσσεται. Ο υπερήρωας που εισέβαλλε στα παιδικά όνειρα και καλούσε προκλητικά: “Παίξει μικρέ, παίξε…”. Όμως, όπως όλοι οι υπερήρωες, την πιο μεγάλη του νίκη την πέτυχε έξω από το χορτάρι: Ήταν η αθανασία της λαϊκής μνήμης.
Ο Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα υπήρξε ο ορισμός του “larger than life”. Η προσωπικότητα του δεν μπορεί να κατηγοριοποιηθεί διαφορετικά. Αυτός όρισε τους κανόνες και έφτιαξε το δικό του αρχέτυπο ποδοσφαιριστή: αυτό του αλήτη. Αυτός όρισε και την εικόνα του. Το αιώνιο παιδί που αγαπά το παιχνίδι και πασχίζει να το μεγαλώσει. Και για τον “Pibe De Oro” αυτό που μετρά, είτε χάσει είτε κερδίσει, είναι η χαρά του παιχνιδιού.
Το 1928, ο Ουρουγουανός Borocotó, συντάκτης του αργεντίνικου περιοδικού El Gráfico, έγραφε: «Αν επρόκειτο να φτιαχτεί ένα άγαλμα προς τιμήν της ψυχής του Αργεντίνικου Ποδοσφαίρου, αυτό το άγαλμα θα απεικόνιζε ένα παιδί με βρώμικο πρόσωπο, μία τούφα μαλλιών που κάνει επανάσταση απέναντι στην χτένα. Με ευφυή και λαμπερά μάτια, αλλά την ίδια στιγμή απατεωνίστικα, από αυτά που σε μπερδεύουν και σε ξεγελούν. Με ένα βλέμμα γεμάτο σπίθες, που υπαινίσσεται ένα μεγάλο χαμόγελο, το οποίο όμως δεν καταφέρνει να σχηματιστεί στο στόμα του. Ένα στόμα γεμάτο μικρά και αδύναμα δόντια, που πιθανότατα θα είχαν πρόβλημα αν χρειαζόταν να μασήσουν χτεσινό ψωμί.
Το παντελόνι του θα ήταν γεμάτο μπαλώματα και λάσπες, η φανέλα του η κλασσική αργεντίνικη λευκή και γαλάζια, με πολύ χαμηλό λαιμό και πολλές μικρές τρύπες που έχουν δημιουργηθεί από τα αόρατα ποντίκια της μεγάλης χρήσης. Τα γόνατά του, σημαδεμένα με κηλίδες από τις πληγές που έχει απολυμάνει η μοίρα· ξυπόλητο, ή αν όχι ξυπόλητο με παπούτσια φθαρμένα, με τις τρύπες στα δάχτυλα να υποδηλώνουν ότι έχουν ρίξει πολλά περισσότερα σουτ από αυτά για τα οποία φτιάχτηκαν. Η στάση του πρέπει να είναι χαρακτηριστική: πρέπει να φαίνεται σαν να ντριμπλάρει με μία μπάλα φτιαγμένη από κουρέλια».
Ο μπαλαδόρος των φτωχών
Τριάντα δύο χρόνια αργότερα, στην παραγκούπολη της Βίγια Φιορίτο, σε μια περιοχή χωρίς τρεχούμενο νερό και ηλεκτρικό ρεύμα, γεννιέται ο Μαραντόνα. «Οι γονείς μου ήταν ταπεινοί εργάτες» θα πει ο ίδιος. Το ποδόσφαιρο, ακόμα και με τα πορτοκάλια στο δρόμο ή μέσα στο σκοτάδι γιατί στη γειτονιά του ο δήμος δεν το ‘χε για σημαντικό να βάζει φως στους δρόμους, αποτελεί τη μοναδική διέξοδο στον καθημερινό αγώνα επιβίωσης. Η φτώχεια και ο Βρώμικος Πόλεμος που σήμαινε κρατική τρομοκρατία και 30000 εξαφανίσεις για τους αντιφρονούντες Αργεντίνους τσακίζουν την ερημούπολη στα νότια του Μπουένος Άιρες.
Όταν, λοιπόν, στα 16 του πραγματοποιούσε το διεθνές του ντεμπούτο, δεν ήταν απλά η εκπλήρωση της προφητείας του Borocotó. Ήταν η δική του απόδραση από τη φτώχεια αλλά και η παντοτινή δέσμευσή του να βγάζει τη γλώσσα στην αδικία. Όπως έκανε και στα γκολ του!
Ο τρόπος του παιχνιδιού του Μαραντόνα ήταν ένα ακαταλόγιστο και ωμό «μόνος μου και όλοι σας». Ένας υπερήρωας που καθοδηγούνταν από το ένστικτο. Ένας ζογκλερ μ’ ένα πρωτάκουστο χάρισμα να δένεται μαζί σου με δεσμό ακατάλυτο. Αψηφώντας τους νόμους της φυσικής, μετέτρεπε τους περιορισμούς του σε αρετές. Και ταυτόχρονα ήσουν βέβαιος πως όλα τα κάνει για σένα. Τρέχει, κυλιέται στην λάσπη, κλέβει, πανηγυρίζει, βάζει τα κλάματα, λέει ψέματα, παίρνει ναρκωτικά. Κι εντέλει πεθαίνει. Για σένα.
Όπως χαρακτηριστικά έγραφε ο Γκαλεάνο, “Ο Ντιέγο είχε τη μπάλα ραμμένη στο πετσί του και μάτια σε όλο του το κορμί. Δεν υπήρχε άνθρωπος που να μπορεί να προβλέψει τις διαβολιές αυτού του εφευρέτη εκπλήξεων που δεν επαναλαμβάνεται ποτέ και ικανοποιείται αποδιοργανώνοντας τους υπολογιστές. Στο ψυχρό ποδόσφαιρο του τέλους του αιώνα μας που απαιτεί να κερδίζεις και απαγορεύει να απολαμβάνεις το παιχνίδι ο άνθρωπος αυτός είναι ένας από τους λίγους που αποδεικνύουν ότι η φαντασία μπορεί και αυτή να είναι αποτελεσματική.”
Κυριακή με Κυριακή, ο Μαραντόνα μείωνε την απόσταση του πραγματικού από το φανταστικό κόσμο. Ως ποδοσφαιριστής υπήρξε ο μεγαλύτερος στην ιστορία: άλλαξε τη μοίρα παγκοσμίων κυπέλλων, πρωταθλημάτων, πόλεων και ομάδων. Ο λόγος που, την άνοιξη του 1987, είχε γραφτεί στο νεκροταφείο της Νάπολης “δεν ξέρετε τι χάνετε”. Τότε που ο Ιταλικός νότος βρέθηκε στα ουράνια.
Η προσωπικότητά του κυμαινόταν από το σκοτάδι στο φως. Θεός και διάβολος. Σε ίσες δόσεις. Η δικιά του “σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού” ξεπερνούσε κατά πολύ την όποια συζήτηση για τις καταχρήσεις. “Είμαι άσπρος ή μαύρος. Ποτέ δεν ήμουν γκρι” θα δηλώσει ο ίδιος απολογητικά. Ένας διάβολος παραδομένος στην εύκολη ζωή και στις εφήμερες απολαύσεις. Δεν ήταν, άλλωστε, λίγες οι φορές που κατηγορήθηκε για επιθέσεις σε γυναίκες, βία και χειροδικίες απέναντι στις συντρόφους του, σκάνδαλα και παιδιά που αναγνώριζε αρκετά χρόνια μετά τη γέννησή τους. Ένας ηπερήρωας βουτηγμένος στο λάθος. Από τα πρώτα χρόνια στην Ιταλία, άλλωστε, πολύ πριν η μαφία αποφασίσει να του τραβήξει το χαλί, ο Ντιέγο ήταν το αγαπημένο παιδί της Καμόρα. Δέσμιος και ευνοούμενος της με αντάλλαγμα πόρνες πολυτελείας, γιοτ, άγρια πάρτι με ναρκωτικά και αλκοόλ.
Ο Πελούσα ήταν συναρπαστικός σαν ήρωας κόμικς και λόγος έμπνευσης ακόμα και στην παρακμή του. Ηγέτης και σημαδεμένος, είδωλο και γυναικάς, αριστερός και φοροφυγάς, πάμφτωχος και πάμπλουτος. Αντισυμβατικός και αυτοκαταστροφικός, αγέρωχος και αθυρόστομος. Ένας κοντόχοντρος στραβοκάνης με πλούσιο μαλλί που άφησε βαθύ το αποτύπωμά του στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο. Κανένας παίκτης στην ιστορία του αθλήματος δεν υπήρξε τόσο επιδραστικός όσο αυτός. Μια φιγούρα αμιγώς δραματική και γεμάτη αντιθέσεις. Ένας συμπαθητικός αλήτης που ήθελε να ντριμπλάρει τους αντιπάλους και εκτός του αγωνιστικού χώρου. Τους δαίμονές του. Την εξουσία.
Για αυτό και το περίφημο «χέρι του Θεού» δεν ήταν απλώς η πιο διάσημη λαθροχειρία στον κόσμο του ποδοσφαίρου. Ήταν η υψωμένη γροθιά του Ντιέγκο. Η εκδίκηση ενός ολόκληρου λαού για τον πόλεμο των 48 ωρών στις νήσους Μαλβίνες. Ο ιδιοφυής και αυτοκαταστροφικός Μαραντόνα είχε καταφέρει να πετύχει το πιο πολιτικό γκολ στην ιστορία του ποδοσφαίρου. «Όποιος κλέβει απ’ τους κλέφτες, έχει εκατό χρόνια άφεση αμαρτιών», θα πει ο ίδιος μετά το τέλος του αγώνα.
Ήξερε πως έπρεπε να υπερασπιστεί την αξιοπρέπεια όλων όσοι, όπως ο πατέρας του, έμεναν νηστικοί για να μπορέσουν να φάνε τα παιδιά τους. Και σα γνήσιος Λατινοαμερικάνος, ο οποίος κυνηγήθηκε από τύραννους και δικτάτορες, είχε βαθιά ριζωμένη μέσα του την περιπέτεια της ελευθερίας του ανθρώπου.
Εκείνη ήταν η πιο δική του μέρα. Μέσα σε 4 λεπτά, όσο απείχαν χρονικά το πρώτο από το δεύτερο γκολ του, είχε καταργήσει τους δύο πιο θεμελιώδεις νόμους του παιχνιδιού.
Ο πρώτος γραπτός: Δεν παίζεις με τα χέρια!
Ο δεύτερος άγραφος: Για να βάλεις γκολ, απαιτείται να αναδείξεις – έστω σε έναν ελάχιστο βαθμό – την ομαδικότητα του παιχνιδιού, να συνεργαστείς με έναν τουλάχιστον συμπαίκτη σου.
“Δεν έχει σημασία τι έχεις κάνει για τη ζωή σου Ντιέγκο. Αυτό που έχει σημασία είναι τι έχεις κάνει για τις δικές μας ζωές…”
Οξύς, σαρκαστικός, έξω από νόρμες και κανόνες, ο Μαραντόνα ενίσχυσε τον μύθο του διαλέγοντας συνήθως τη σωστή πλευρά της ιστορίας. «Ο πιο ανθρώπινος από τους θεούς». Αυτός που τα βαλε με τ’ αφεντικά του εμπορικού ποδοσφαίρου σηκώνοντας το μεσαίο του δάχτυλο στον καθωσπρεπισμό. Γι αυτό και τον μίσησαν ο Χαβελάνζε και η Televisa. Τα έβαλε με τη FIFA, με τον Πάπα, με τις πολυεθνικές, με τις ΗΠΑ, με τους πάντες. Αποκάλεσε δημόσια δολοφόνο τον Τζορτζ Μπους. Τους έφτυνε κατάμουτρα. Έλεγε αυτό που δεν ήθελαν να ακούσουν, τη στιγμή που δεν έπρεπε. Και βγήκε νικητής στις καρδιές των απλών ανθρώπων, που σε αυτόν έβλεπαν πάντα έναν δικό τους.
Όμως ο Ντιέγκο έβαλε κι ένα ερώτημα: Μπορούμε να σκεφτούμε το ποδόσφαιρο, τα γήπεδά του, την ατμόσφαιρα, τα τραγούδια του, ως κεντρικό κομμάτι της λαϊκής κουλτούρας, του συλλογικού πνεύματός της, της αλληλεγγύης του;
Γιατί το ποδόσφαιρο για εκείνον δεν ήταν ένας τρόπος να ξεφύγει από τη ζωή του και τις ρίζες του, αλλά ο δικός του τρόπος για να βελτιώσει την ζωή των πολλών. Γι αυτόν το παιχνίδι αντιπροσωπεύει την ουτοπία, τη λύτρωση, την αντίσταση στην εξουσία. Που όσο κι αν οι τεχνοκράτες πασχίζουν να το προγραμματίσουν, αυτό θα συνεχίσει να είναι η τέχνη του απρόβλεπτου. Ένας παίχτης, μια ομάδα, μια χώρα, αρκούν για να αλλάξουν το ρυθμό στα κανονισμένα.
Είναι η απόδειξη ότι το ποδόσφαιρο δεν παύει να είναι ένα λαϊκό παιχνίδι στο οποίο εισβάλλει η κοινωνία και οι αντιθέσεις της. Είναι το βιβλίο των κανόνων που το ξαναέγραψε και το πέταξε κι αυτό έξω από το παράθυρο. Κι ο μύθος του Ντιέγκο θα ταξιδεύει για να θυμίζει ότι θα υπάρχουν τσόγλανοι που θα βγάζουν τη γλώσσα τους στους αφεντάδες του κόσμου!
Τα κατορθώματά του στα γήπεδα θα γίνουν λαϊκά παραμύθια από αυτά που σιγοψιθυρίζουν το σούρουπο στις γειτονιές του κόσμου. Ιστορίες των φτωχοδιαβόλων και των καταφρονεμένων που μεταφέρουν τα παιδιά από στόμα σε στόμα. Χωρίς να περιμένουν τον επόμενο ηπερήρωα, τον επόμενο που θα καταφέρει να κρατήσει το κεφάλι του “πάνω από τα σκατά”. Αλλά παίζοντας για την ομάδα των πολλών!
Όταν ρώτησαν τον Πέπε Καρβάλιο Τουρόν, τον Ισπανό ιδιωτικό ντετέκτιβ που έπλασε ο Μονταλμπάν “Τι γνωρίζετε για την Αργεντινή;” εκείνος απάντησε: «Τάνγκο, αγνοούμενοι, Μαραντόνα». Και είναι αλήθεια. Κανένας άλλος Αργεντινός δεν ενσάρκωσε πιο χαρακτηριστικά από το Ντιέγκο τους βασικούς συμβολισμούς του τάνγκο. Τον έρωτα και το θάνατο που μαζί κυβερνούν τον κόσμο. Ο Πελούσα με την ζωή του στα γήπεδα έγινε συνώνυμο του έρωτα. Και φλέρταρε με τον θάνατο έξω από αυτά. Δύο άκρα που συγκρούονταν με ολέθριες συνέπειες, αλλά βρίσκονταν παντού γύρω του.
«Μισός διάολος, μισός άγγελος»