Η χθεσινή επέτειος γέννησης του Μπελογιάννη είναι μια ευκαιρία αναστοχασμού της συζήτησης που έχει ανοίξει ήδη τα προηγούμενα χρόνια στο δημόσιο διάλογο γύρω απ’ την προσωπικότητα του και τη δολοφονία του απ’ το μετεμφυλιακό κράτος. Σε αυτή τη συζήτηση, κατά κύριο λόγο, η ιστορία χρησιμοποιείται για να εξυπηρετήσει πολιτικές σκοπιμότητες. Όμως από την άλλη έχει δημιουργήσει ένα εύφορο πεδίο για να παρέμβει και να συμβάλλει σε αυτήν η κομμουνιστική αριστερά.
του Μάνου Βασιλείου – Αρώνη
Η συζήτηση για την εκτέλεση του Μπελογιάννη βέβαια δεν επανέρχεται τυχαία από τη δεξιά και τους φασίστες, οι οποίοι μιλώντας για το «σφαγέα» Μπελογιάννη θέλουν ακόμη μια φορά να καλλιεργήσουν εμφυλιοπολεμικό κλίμα. Γι’ αυτή την ιστορική διαστρέβλωση έχουν στρώσει τον δρόμο τα τελευταία χρόνια οι αναθεωρητές της ιστορίας, των οποίων η δήθεν αντικειμενική ματιά προβάλλεται μονόπλευρα από τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης. Δεν είναι λίγα τα παραδείγματα. Τα «εμφύλια πάθη» των Καλύβα – Μαραντζίδη, που επιχειρούν να ξαναγράψουν την ιστορία «αποκαλύπτοντας» τη «βία» της Αριστεράς και συγκαλύπτοντας τη δράση των δοσίλογων των ταγμάτων ασφαλείας, ήταν για πολλούς μήνες best seller στα βιβλιοπωλεία, ενώ όλο και πληθαίνουν αντίστοιχες «αντικειμενικές» έρευνες. Πολύ πρόσφατα μάλιστα, σε αυτή τη λογική δημοφιλές «ενημερωτικό» σάιτ (iefimerida.gr) κατήγγειλε τηλεοπτικό πάνελ ιστορικών για τα Δεκεμβριανά, γιατί θεώρησε ο δημοσιογράφος του ότι «η ΕΡΤ έκλαιγε γιατί το ΚΚΕ έχασε τη μάχη της Αθήνας, το 1944» επειδή, κατά δήλωσή του δεν ακολούθησε τη σύγχρονη ιστορική έρευνα (δηλαδή τους Καλύβα – Μαραντζίδη). Ακόμα και το παράδειγμα της επανέκδοσης από την Καθημερινή μιας ανασκόπησης της ελληνικής ιστορίας του 20ου αιώνα, η οποία καταγγέλθηκε από συγγραφείς της αρχικής έκδοσης επειδή έχουν κοπεί τα περισσότερα άρθρα αριστερών, αφού την επιμέλεια ανέλαβαν ο Ευάνθης Χατζηβασιλείου και οι Καλύβας – Μαραντζίδης, δείχνει πόσο βαθιά έχει προχωρήσει η προσπάθεια εμπέδωσης της μονόπλευρα αναθεωρημένης αφήγησης της ιστορίας.
Από την άλλη πλευρά ο ΣΥΡΙΖΑ συχνά προσπαθεί να καπηλευτεί στιγμές της ιστορίας του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος, παρουσιάζοντας ένα αριστερό προσωπείο. Έτσι αντιμετωπίζει και προσωπικότητες όπως τον Μπελογιάννη ή και τον Πλουμπίδη (όπου ο Τσίπρας παραβρέθηκε αυτοπροσώπως σε φετινή εκδήλωση στη μνήμη του που διοργανώθηκε στα πλαίσια του εορτασμού για την Απελευθέρωση της Αθήνας. Αξίζει εδώ να θυμηθούμε και την ομιλία που είχε κάνει ο Τσίπρας στα εγκαίνια του μουσείου του Μπελογιάννη στην Αμαλιάδα. Εκεί μας είχε πληροφορήσει ότι ο Μπελογιάννης ήταν -αφηρημένα- ένας αγωνιστής της «δημοκρατίας», κρύβοντας στην ουσία το πρόσημο (αστική ή εργατική;) της δημοκρατίας για την οποία πάλεψε μέχρι το θάνατό του ο Μπελογιάννης. Είναι ακριβώς το ίδιο μοτίβο που ακολούθησε ο πρωθυπουργός και στα πρώτα χρόνια της θητείας του, με την προσπάθεια καπηλείας των εκτελεσμένων της Καισαριανής, όπου αφού τους απέτινε φόρο τιμής για να υποδυθεί την αριστερή κυβέρνηση, λίγο αργότερα ψήφισε το νέο μνημόνιο.
Το ΚΚΕ, από την άλλη, όπως και μεγάλο κομμάτι της αριστεράς, αντιμετωπίζει την ιστορία του Μπελογιάννη με όρους αγιογραφίας. Οι μελέτες του ιστορικού τμήματος του ΚΚΕ περιορίζονται στο να μας πείσουν ότι το ΚΚΕ «γεννά Μπελογιάννηδες, προσπαθώντας να καλλιεργήσει ένα νήμα συνέχειας της πολιτικής γραμμής του κόμματος και της αποτελεσματικότητάς του, το οποίο αποδεικνύει το αλάθητο της πολιτικής γραμμής από τότε μέχρι σήμερα. Λες και είναι το ίδιο το ΚΚΕ και η σημερινή πολιτική του γραμμή (που δεν παίζει ρόλο σε μεγάλα κινηματικά γεγονότα όπως ο Δεκέμβρης του 2008 ή η κινηματική περίοδος του 2010-2012 και που αρνείται να πάρει θέση σε διλήμματα όπως το δημοψήφισμα ή η ανάγκη άμεσης εξόδου απ’ το ευρώ και την ΕΕ), με το ΚΚΕ της περιόδου 1940-1949, που πήρε τα όπλα αρχικά ενάντια στους κατακτητές και τους ντόπιους συνεργάτες τους και στη συνέχεια κόντρα στη λευκή τρομοκρατία και διεκδίκησε την εξουσία κάνοντας τη δικιά του έφοδο στον ουρανό.
Αντίθετα με τον ιστορικό αναχρονισμό που επιχειρεί το ΚΚΕ, αλλά και άλλα κομμάτια της αριστεράς, προκειμένου να δικαιολογήσουν τις σημερινές τους πολιτικές θέσεις η σύγχρονη κομμουνιστική αριστερά και οι αντικαπιταλιστικές δυνάμεις πρέπει να ακολουθήσουν μια αντίστροφη μεθοδολογία. Ο λαός και το κίνημα δεν έχει ανάγκη από αγιογραφίες. Η Έλλη Παππά (με την οποία η δικιά μας αριστερά σίγουρα διαφωνεί σε πολλά πολιτικά ζητήματα) εύστοχα σημείωνε ότι «συχνά, μετατρέποντας σε σύμβολα τους ανθρώπους, τους εξορίζουμε στον ουρανό, κι έτσι τους νεκρώνουμε, αφαιρούμε ό,τι πιο ζωντανό άφησαν φεύγοντας». Είναι αναγκαία η επανεξόρμηση των κομμουνιστικών ιδεών, όμως με μελέτη και έρευνα, με κατανόηση της ιστορικής περιόδους και των προσωπικοτήτων που έπαιξαν το ρόλο τους μέσα σε αυτή και με τα συνεπαγόμενα ιστορικά και πολιτικά συμπεράσματα.
Με αυτή τη μεθοδολογία θα είναι παραγωγική και η συζήτηση για τον Μπελογιάννη. Τον Μπελογιάννη θα πρέπει να τον μελετήσουμε ως έναν άνθρωπο της εποχής του, αλλά και ως μια προσωπικότητα που ξεχώριζε και ξεχωρίζει.
Για να αντιληφθούμε αυτή την διαφορά πρέπει να μελετήσουμε συνολικά την προσωπικότητα και τη δράση του Μπελογιάννη. Για παράδειγμα στο κείμενό του «Τα στελέχη μας και οι αδυναμίες τους», που έγραψε το Μάη του 1945 βλέπουμε να αναπτύσσει την κλασσική μαρξιστική – λενινιστική λογική για τη διαμόρφωση των κομματικών στελεχών. Λέει συγκεκριμένα ότι «βασικό κριτήριο για την ανάδειξη στελεχών θα πρέπει να είναι: η πίστη και αφοσίωση προς το Κόμμα, ο ακέριος και αδέκαστος χαρακτήρας, η παληκαριά, η δραστηριότητα και η εξυπνάδα». Από την άλλη όμως η δράση του και οι μαρτυρίες των συντρόφων του μας αποκαλύπτουν μια πολύ ξεχωριστή προσωπικότητα στελέχους. Το γεγονός ότι ήταν χαμογελαστός στη δίκη του έχει ερμηνεύσει συχνά την αλύγιστη αφοσίωσή του στον αγώνα του ΚΚΕ, αλλά και την προσπάθεια σαρκασμού και εξευτελισμού του δικαστηρίου. Όμως διαβάζοντας μαρτυρίες ανακαλύπτει κανείς ότι το χαμόγελο ήταν χαρακτηριστικό της προσωπικότητας του Μπελογιάννη. Η Έλλη Παππά μάλιστα, η μετέπειτα σύντροφός του, όταν αφηγείται την πρώτη τους συνάντηση τονίζει ότι της έκανε μεγάλη εντύπωση το χαμόγελό του. Επίσης στην αρθρογραφία του ήδη απ’ τα πρώτα του χρόνια μπορεί να ξεχωρίσει κανείς τη λογοτεχνική του γλώσσα, η οποία ήταν αποτέλεσμα της αγάπης του για τη λογοτεχνία η οποία μας είναι σήμερα γνωστή και απ’ τη μελέτη του για την ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, την οποία έγραψε στη φυλακή. Φυσικά η λογοτεχνική του γλώσσα δεν στάθηκε εμπόδιο στο να αναπτύσσει παράλληλα στα κείμενά του την κομματική ορολογία. Ένα άλλο χαρακτηριστικό του Μπελογιάννη είναι ότι πρόσεχε όποτε του το επέτρεπαν και οι συνθήκες να παραμένει καλοντυμένους. Ένα μέλος της ΕΠΟΝ αφηγείται χαρακτηριστικά: «Πρόσεχε πάρα πολύ την εμφάνισή του… έλεγαν και σ’ εμάς τους νέους να προσέχουμε την εμφάνισή μας… για να έχουμε πρόσωπο προς την αστική κοινωνία, να μπορούμε να μιλάμε στους αστούς χωρίς να μας παίρνουν στο ψιλό»).
Στη συνέχεια ακολουθούν κάποια κρίσιμοι σταθμοί της ζωής και της δράσης του Νίκου Μπελογιάννη και η προσπάθεια προσέγγισης κάποιων ιστορικών και πολιτικών συμπερασμάτων από αυτούς.
Πρώτα χρόνια δράσης του Μπελογιάννη:
Γεννήθηκε το 1915 στην Αμαλιάδα. Ως μαθητής του Γυμνασίου γίνεται μέλος της ΟΚΝΕ (νεολαία ΚΚΕ) και δουλεύει δραστήρια για την οργάνωση πυρήνων στα Γυμνάσια της περιοχής. Τελειώνοντας το Γυμνάσιο γράφεται στη Νομική Σχολή της Αθήνας από την οποία αποβάλλεται τον Ιούλη του 1934 για την επαναστατική του δράση. Λίγο αργότερα συλλαμβάνεται για συμμετοχή σε αγροτικές κινητοποιήσεις στην Ηλεία. Την ίδια χρονιά γίνεται μέλος του ΚΚΕ.
Το 1935 εκλέγεται γραμματέας της ΚΟ Αμαλιάδας του ΚΚΕ και συμμετέχει στις μεγάλες κινητοποιήσεις των σταφιδοπαραγωγών και στις συγκρούσεις με τη Χωροφυλακή. Συλλαμβάνεται και αφού αρνείται στον εισαγγελέα του Πύργου να αποκηρύξει τις ιδέες του φυλακίζεται στις Φυλακές της Πάτρας. Εκεί ασχολείται με τη μόρφωση των συγκρατούμενών του.
Δικτατορία Μεταξά:
Η δικτατορία του Μεταξά τον βρήκε φαντάρο, λοχία στο 12 Σύνταγμα Πεζικού. Εκεί οργανώνει κομμουνιστικό πυρήνα και το Δεκέμβρη του 1936 συλλαμβάνεται ξανά. Βασανίζεται άγρια στο Τμήμα Γενικής Ασφαλείας και καταδικάζεται σε τρεις μήνες φυλάκιση και έξι μήνες εξορία.
Επιστρέφει τον Ιούνιο του 1937 και αναλαμβάνει αρχικά γραμματέας της παράνομης οργάνωσης του ΚΚΕ στην Ηλεία, ενώ το Σεπτέμβριο αναλαμβάνει μεγάλο μέρος της ευθύνης των κομματικών πυρήνων της Πάτρας. Γίνεται βασικός συντάκτης της παράνομης εφημερίδας «Λαϊκή Γνώμη» της Πάτρας.
Τον Φεβρουάριο του 1938 στήνει παράνομη οργάνωση στον Πύργο.
Τον Μάρτιο συλλαμβάνεται και καταδικάζεται σε πέντε χρόνια φυλάκιση και δύο χρόνια εξορία. Στην αρχή στέλνεται στις φυλακές της Αίγινας, ενώ από εκεί μετάγεται στις φυλακές της Ακροναυπλίας, όπου κρατούνται τα περισσότερα στελέχη του ΚΚΕ. Η Ακροναυπλία ήταν μια «κόλαση» για όσους δεν έκαναν «δήλωση μετανοίας». Ο Πολυμέρης Βόγλης σημειώνει ότι «οι δηλώσεις μετανοίας -δηλαδή η αποκήρυξη πολιτικών φρονημάτων που τελούσαν υπό διωγμό- και τα ευεργετήματα που τις συνόδευαν (απόλυση από την εξορία, ελαφρότερη ποινή στο δικαστήριο κ.α.) ήταν η απόδειξη ότι οι πολιτικοί κρατούμενοι διώκονταν για τις πολιτικές ιδέες και όχι για πράξεις».
Όμως από την άλλη ήταν ένας τόπος όπου οι κρατούμενοι οργάνωσαν την αντίστασή τους με τις Ομάδες Συμβίωσης. Ο Μπελογιάννης συμμετείχε στον αγώνα των κρατουμένων κατά των «δηλώσεων», αλλά και στην οργάνωση των μορφωτικών και πολιτιστικών μαθημάτων που είχε ξεκινήσει ο Δημήτρης Γληνός. Ο Βασίλης Μπαρτζιώτας, στέλεχος του ΚΚΕ και μέλος του κομματικού γραφείου της Ακροναυπλίας λέει ότι εκεί ο Μπελογιάννης «ανδρώθηκε» και «μέστωσε ως κομμουνιστής» . Εκεί έγραψε και το πρώτο του βιβλίο «Το ξένο κεφάλαιο στην Ελλάδα», ενώ χαρακτηριστικό είναι ότι και το δεύτερο βιβλίο του για την «Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας» το έγραψε πάλι στη φυλακή, στην εξάμηνη απομόνωση που βρισκόταν πριν την εκτέλεσή του. Ήξερε ότι η απομόνωση ήταν «το χειρότερο βασανιστήριο» και προσπαθούσε να δώσει νόημα και περιεχόμενο στην κενή διάρκεια του χρόνου της φυλακής.
Αντίσταση – Εμφύλιος:
Η πρώτη περίοδος της κατοχής και της αντίστασης τον βρήκε ακόμα φυλακισμένο, αφού οι κρατούμενοι παραδόθηκαν από την ελληνική δοσιλογική κυβέρνηση στους κατακτητές. Ο Μπελογιάννης μεταφέρθηκε σε ιταλικά στρατόπεδα συγκέντρωσης στην Αιτωλοακαρνανία. Τον Σεπτέμβριο του 1943 καταφέρνει να αποδράσει. Είχαν προηγηθεί επιχειρήσεις του ΕΛΑΣ που είχε απελευθερώσει άλλα 55 στελέχη του ΚΚΕ τον Απρίλιο.
Μετά την απελευθέρωσή του στάλθηκε στην Πελοπόννησο, ως καπετάνιος του 8ου Συντάγματος της 3ης Ταξιαρχίας του ΕΛΑΣ. Με δική του εντολή στήθηκε η ενέδρα σε ένα Γερμανό στρατηγό και στο επιτελείο του στη Λακωνία. Το περιστατικό αφηγείται στην απολογία του στη δεύτερη δίκη: «Θα τους χτυπήσουμε ή όχι; Και η ερώτηση αυτή είχε το νόημά της, γιατί έναν Γερμανό στρατηγό θα τον πληρώναμε πολύ ακριβά… Σε τέτοιες περιπτώσεις δεν χωρούν δισταγμοί και είπα, χτυπήστε τους. Πέρασαν… τον χτύπησαν, σκοτώθηκε ο Γερμανός, το επιτελείο του και αρκετοί φαντάροι. Για αντίποινα οι Γερμανοί τουφέκισαν 200 στελέχη του Κόμματος στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής. Αυτή ήταν η δική μας δράση. Και αυτές τις εκατόμβες προσφέραμε. Έτσι αγαπάμε εμείς την Ελλάδα, με την καρδιά μας και με το αίμα μας».
Στον εμφύλιο αρχικά το 1946 συνέβαλλε στην οργάνωση του Δημοκρατικού Στρατού στην Πελοπόννησο, για την οποία σχολιάζει ότι ήταν «από παλιά το πιο γερό κάστρο της αντίδρασης και του φαυλοκρατικού παλαιοκομματισμού».
Με το Διάταγμα της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης του 1947 ορίζεται ταγματάρχης Πεζικού και μεταφέρεται στη Βόρεια Ελλάδα για να αναλάβει καθήκοντα πολιτικού επιτρόπου και διοικητή ειδικού επιχειρησιακού αποσπάσματος. Ο σοβαρός τραυματισμός του στο χέρι το 1948, αλλά και η τελευταία του αποστολή να ηγηθεί αποσπάσματος, μαζί με τον Φλωράκη, το οποίο θα διείσδυε στα μετόπισθεν του αντίπαλου στρατού για αντιπερισπασμό κατά τη διάρκεια της μάχης στο Βίτσι, ήταν οι σημαντικότερες στιγμές του πριν την υποχώρηση στην Αλβανία και το δρόμο προς την προσφυγιά.
Επιστροφή και αποστολή Μπελογιάννη:
Τον Ιούλιο 1950 επιστρέφει στην Ελλάδα με αποστολή να ανασυντάξει τον παράνομο μηχανισμό του ΚΚΕ που είχε διαβρωθεί από χαφιέδες και είχε εξαρθρωθεί λόγω των συλλήψεων και εκτελέσεων πολλών κομμουνιστών. Λίγο πριν γυρίσει από την προσφυγιά έγραφε στο ημερολόγιο του : «Από τότε που έγινα μέλος του Κόμματος, όσο θυμάμαι, κάθε καινούρια δουλειά που μου αναθέτουν είναι ή εξαιρετικά δύσκολη ή μια οργάνωση, ή τμήμα που δεν βρίσκεται σε καλή κατάσταση ή μου αναθέτουν τη δημιουργία μιας καινούριας. Αυτή είναι η «μοίρα» της κομματικής μου ζωής μέχρι σήμερα, κι όταν κάθε φορά το αναλογίζομαι νιώθω μέσα μου ξεχωριστή περηφάνια…».
Στην Ελλάδα έφτασε με πλαστό αργεντίνικο διαβατήριο και μεταμφίεση με το ψευδώνυμο Ερρίκος Πανόζ. Έτσι κατάφερε να περάσει απ’ τον έλεγχο του αεροδρομίου και να βρει στην Αθήνα τον σύνδεσμό του, την Έλλη Παππά. Ο Μπελογιάννης όταν συναντήθηκαν έφερε ως διακριτικό ένα κόκκινο γαρύφαλλο.
Το ΚΚΕ μετά την ήττα του εμφυλίου μετέφερε το κέντρο βάρους της πολιτικής του τακτικής από τον ένοπλο αγώνα στην ειρηνική μαζική πολιτική δράση και στο συνδυασμό της με την παράνομη δουλειά. Στόχος της 6ης και της 7ης Ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚΕ ήταν η δημιουργία ενός γερού παράνομου κομματικού μηχανισμού και η αξιοποίηση των νόμιμων δυνατοτήτων που υπήρχαν. Οι παράνομες δυνάμεις του ΚΚΕ μετά τον Εμφύλιο ήταν λίγες, διασκορπισμένες σε διάφορες πόλεις και στην επαρχία, ασύνδετες μεταξύ τους και είχαν ως μόνη πηγή καθοδήγησης τον κομματικό ραδιοσταθμό που εξέπεμπε απ’ το εξωτερικό. Πρωταρχικός στόχος ήταν η ανασυγκρότηση του παράνομου μηχανισμού του ΚΚΕ στην Αθήνα, ο οποίος είχε δεχθεί ισχυρά χτυπήματα, με βασικότερο την άνοιξη του 1949,όταν διαλύθηκε όλο το ένοπλο τμήμα του ΔΣΕ Αθήνας και συνελήφθησαν κορυφαία ηγετικά στελέχη του ΚΚΕ, ανάμεσά τους και ο επικεφαλής της κομματικής οργάνωσης Αθήνας. Μετά από αυτό το χτύπημα τον παράνομο μηχανισμό καθοδηγούσε ο Νίκος Πλουμπίδης.
Η νόμιμη δουλειά δεν μπορούσε να γίνει μέσω του κόμματος, αφού ήταν παράνομο, αλλά γινόταν μέσω του μαζικού κινήματος, το οποίο επίσης βρισκόταν υπό διωγμό, αλλά και μέσω μετωπικών σχηματισμών, οι οποίοι μετά από αρκετές διεργασίες και ζυμώσεις κατέληξαν στη συγκρότηση της ΕΔΑ. Σε αυτές τις διεργασίες ήρθε σε επαφή με πρώην εαμικά στελέχη, όπως ο Σβώλος, που δεν ανήκαν στο ΚΚΕ και με άλλα κόμματα της αριστεράς και του κέντρου, τα οποία επεδίωκαν μια ευρύτερη συνεργασία των δημοκρατικών δυνάμεων και της αριστεράς, ιδιαίτερα μετά την απόφαση του Παπάγου να κατέβει στις εκλογές. Αρκετοί πολιτικοί του κέντρου κατέκριναν το ΚΚΕ απ’ τη μία γιατί θεωρούσαν ότι προσπαθούσε να επιβληθεί στη συμμαχία τους, αλλά και απ’ την άλλη για την πρακτική της παράνομης δουλειάς του, η οποία θεωρούσαν ότι έθετε σε κίνδυνο τη νόμιμη δράση όλων των δημοκρατικών κομμάτων.
Αυτή η θέση τους για την παράνομη δουλειά του ΚΚΕ θα παίξει τελικά τραγικό ρόλο στη συνέχεια και στην έκβαση της υπόθεσης του Μπελογιάννη. Κατά τη διάρκεια των εκλογών του Σεπτεμβρίου 1951 ο Πλουμπίδης έθεσε στην ΕΔΑ το ζήτημα να μπουν στα ψηφοδέλτια της πολιτικοί κρατούμενοι, προκειμένου να μην δυσκολευτεί το κράτος να εφαρμόσει τη θανατική ποινή. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν και ο Μπελογιάννης, για τον οποίο υπήρξε ισχυρή αντίδραση από κομμάτι της ΕΔΑ, με κύριο εκφραστή το Μιχάλη Κύρκο, οι οποίοι υποστήριζαν ότι με αυτό το τρόπο η ΕΔΑ θα ταυτιζόταν με το παράνομο ΚΚΕ και θα κινδύνευε να τη βγάλουν εκτός νόμου. Η εντολή Ζαχαριάδη ήταν να παλέψουν μέχρι τέλους τη συμμετοχή Μπελογιάννη, αλλά να μην επιτρέψουν τη διάσπαση της ΕΔΑ και την αποχώρηση του Κύρκου. Έτσι αφενός ο Μπελογιάννης δεν μπήκε στο ψηφοδέλτιο της ΕΔΑ, ενώ αφετέρου ο Πλουμπίδης χαρακτηρίστηκε μετέπειτα χαφιές και μία από τις αποδείξεις ήταν ότι «πούλησε» το Μπελογιάννη στις διαπραγματεύσεις της ΕΔΑ.
Χαφιέδες και Χαφιεδολογία:
Το περιστατικό αυτό δίνει την ευκαιρία να εξετάσουμε το πρόβλημα των χαφιέδων που είχαν παρεισφρήσει στο ΚΚΕ, αλλά και την ανάπτυξη μιας μεγάλων διαστάσεων χαφιεδολογίας στις γραμμές του κόμματος. Όσον αφορά τους χαφιέδες δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το κράτος δημιούργησε μηχανισμό που εξάρθρωνε τον παράνομο μηχανισμό και είχε παρεισφρήσει στο ΚΚΕ. Μάλιστα κάποιοι χαφιέδες είχαν ανελιχθεί και σε καθοδηγητικές θέσεις. Στις μαρτυρίες της Έλλης Παππά απ’ τις ανακρίσεις της την περίοδο που είχε συλληφθεί λίγο μετά τον Μπελογιάννη δίνει στοιχεία για τη χρησιμοποίηση χαφιέδων στη διαδικασία της ανάκρισής της. Συγκεκριμένα αναφέρει ότι κομμάτι του «ψυχολογικού πολέμου» που δεχόταν ήταν η διαδικασία να την βάζουν σε ένα άδειο δωμάτιο με μία ή σπανιότερα δύο καρέκλες, στην οποία καθόταν ο ασφαλίτης με «εμφάνιση και ύφος γορίλλα» και στη δεύτερη η ίδια η κρατούμενη, πριν ο ασφαλίτης αρχίσει το «έργο» του. Μια μέρα όμως τον Απρίλη την έβαλαν σε ένα «κατάμεστο» δωμάτιο, στο οποίο εκτός απ’ τους ασφαλίτες βρίσκονταν τέσσερις χαφιέδες, εκ των οποίων ο ένας ήταν γραμματέας της 4ης Αχτίδας (Ψυρρή), ενώ και οι άλλοι ήταν μέλη του κόμματος. Με αυτό τον τρόπο μπορούμε να συμπεράνουμε ότι οι χαφιέδες χρησιμοποιούνταν από το κράτος, πέρα από την πληροφόρηση και την κατεύθυνση κάποιων αποφάσεων του ΚΚΕ και στην προσπάθεια να «λυγίσουν» τους κρατούμενους στην ανάκριση. Η Έλλη Παππά σημειώνει ότι «αυτό που επιδιώκανε με τη θεαματικά επίσημη εμφάνιση του(ς)… ήταν να μου δείξουν πως στελέχη του Κόμματος ήταν δικοί τους άνθρωποι, κι έτσι να κλονίσουν την εμπιστοσύνη μου σ’ αυτό το Κόμμα, για το οποίο δίναμε τη ζωή μας». Μάλιστα στη διαδικασία της ανάκρισης την απείλησαν ότι αν δεν «λυγίσει» θα τους δυσφημίσουν στο κόμμα. Συγκεκριμένα απειλούσαν ότι «θα διαδώσουμε πως σπάσατε, κι εσύ κι ο Μπελογιάννης, πως κάνατε δήλωση».
Στον αντίποδα αυτής της πραγματικότητας είχε δημιουργηθεί στο εσωτερικό του ΚΚΕ το φαινόμενο της χαφιεδολογίας, που είχε πάρει μεγάλες διαστάσεις. Φυσικά μπορούμε να κατανοήσουμε την προσπάθεια αποκάλυψης των χαφιέδων, ως προσπάθεια προστασίας της λειτουργίας του κόμματος από τη διάβρωσή του από τους μηχανισμούς του κράτους. Όμως όταν αυτό το φαινόμενο παίρνει τόσο μεγάλες διαστάσεις, εν τέλει χρησιμοποιείται τόσο απ’ την ηγεσία ως τακτική αποστασιοποίησης και απομάκρυνσης μελών, όσο και απ’ τους μετέπειτα διαφωνούντες, όπως και η Έλλη Παππά, ως προσπάθεια να κατανοήσουν το παρελθόν χρησιμοποιώντας με τον ίδιο αυθαίρετο τρόπο την εξήγηση του «χαφιέ» για όποιον δεν συμφωνούσαν με τη δράση του. Κάπως έτσι χαρακτηρίστηκε και ο Βελουχιώτης «χαφιές», επειδή η απόφασή του να μην υπακούσει στη συνθυκολόγηση της Βάρκιζας και να πάρει ξανά τα όπλα θεωρήθηκε απ’ το κόμμα και τη ζαχαριδιακή ηγεσία «ύποπτη και τυχοδιωκτική». Αντίστοιχα και όταν πήραν οι «αντι-σταλινικοί» τον έλεγχο του κόμματος η αντίστοιχη κομματική ηγεσία ανακάλυψε ότι οι πράξεις του Ζαχαριάδη δεν προκάλεσαν «μικρότερη ζημιά στο κόμμα και στο λαϊκό κίνημα, από τις πράξεις πρακτόρων του εχθρού». Και φυσικά το φαινόμενο της χαφιεδολογίας, μπορεί να μειώθηκε, αλλά δεν έπαψε να υπάρχει και τις επόμενες δεκαετίες, τόσο από «σταλινικούς», όσο και από «αντισταλινικούς», ενώ σαν μια γραφική φάρσα συχνά εμφανίζεται καμιά φορά μέχρι και σήμερα σε πολιτικές διαφωνίες, ως εξήγηση της πολιτικής διαφωνίας και της διαφορετικής πρακτικής.
Σύλληψη – Δίκες- Εκτέλεση:
Η σύλληψη του Μπελογιάννη έγινε με ενέδρα σε ένα σπίτι, που χρησιμοποιούσε ο παράνομος μηχανισμός του ΚΚΕ για συναντήσεις. Λίγες μέρες μετά η Έλλη Παππά συνελήφθη στο ίδιο σημείο, στο οποίο είχε πάει να ψάξει τον Μπελογιάννη. Είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη η φωτογραφία του Μπελογιάννη και της Έλλης Παππά που εκδόθηκε στις εφημερίδες, όπου τους χαρακτήριζε «επικίνδυνους κομμουνιστές» και ζητούσε στοιχεία για την ταυτότητά τους. Τελικά η ταυτότητά τους αποκαλύφθηκε στις ανακρίσεις, αλλά δεν έχουμε μάθει ακόμα από ποιόν.
Δύο μέρες μετά τη λήξη της πρώτης δίκης του Μπελογιάννη και των συντρόφων του η ασφάλεια ανακάλυψε κρυμμένους ασυρμάτους στην Άνω Γλυφάδα και στην Καλλιθέα. Οι ασύρματοι ήταν ένας μηχανισμός που στήθηκε προς το τέλος της Κατοχής, με αρχικό σκοπό τη γρήγορη επαφή μεταξύ των κομματικών οργανώσεων και της ηγεσίας του ΚΚΕ, αλλά και την επαφή του κόμματος με το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα. Μετά τον Εμφύλιο ο μηχανισμός των ασυρμάτων χρησίμευε για να επικοινωνούν οι κομματικές οργανώσεις με την ηγεσία, που βρισκόταν στο εξωτερικό. Με αυτό το στοιχείο η νέα κατηγορία του Μπελογιάννη και 28 ακόμα κομμουνιστών στη «δίκη των ασυρμάτων» ήταν για κατασκοπία, η οποία βασίστηκε σε μεταξικό νόμο. Η μεταφορά από το Έκτακτο Στρατοδικείο της πρώτης δίκης, στο τακτικό στρατοδικείο της δεύτερης δίκης, καθώς και η κατασκευή της κατηγορίας για κατασκοπία, η οποία είχε προετοιμαστεί από τις δυνάμεις της ασφάλειας (όπως αποκαλύπτει η έκδοση της προανακριτικής έκθεσης της Ασφάλειας για την υπόθεση Μπελογιάννη) και από τον καθεστωτικό τύπο της περιόδου, παράλληλα με το κλείσιμο της εφημερίδας Δημοκράτης και τις συλλήψεις των εκλεγμένων βουλευτών της ΕΔΑ που ήταν προηγουμένως ήταν εξόριστοι είναι ατράνταχτες αποδείξεις ότι η δεύτερη δίκη ήταν προγραμματισμένη και στημένη εξαρχής, αφού ο κρατικός μηχανισμός θα δυσκολευόταν να εκτελέσει τις θανατικές ποινές μόνο με την καταδικαστική απόφαση της πρώτης δίκης.
Την περίοδο εκείνη πρωθυπουργός ήταν ο Πλαστήρας, που προερχόταν απ’ το κέντρο. Ήταν η περίοδος 1950-1952 που έχει χαρακτηριστεί ως το «κεντρώο διάλειμμα», όπου οι κυβερνήσεις που αναλάμβαναν την εξουσία προέρχονταν απ’ το κέντρο, το οποίο το στήριζε ακόμα ο αμερικάνικος παράγοντας. Όμως ήταν κυβερνήσεις βραχύβιες και ασταθείς. Και φυσικά, παρ’ όλο που ο Πλαστήρας και το κέντρο διακήρυσσαν την «ειρήνευση» και δεσμεύονταν ότι δεν θα επέτρεπαν καμία εκτέλεση πολιτικού κρατούμενου, το κεντρώο διάλειμμα στάθηκε αντάξιο αναλογικά του πόσο αριστερή είναι η σημερινή «αριστερή παρένθεση» του ΣΥΡΙΖΑ. Έτσι λοιπόν όταν ήρθε η ώρα να εκτελεστούν ο Μπελογιάννης και οι σύντροφοί του, μαθαίνουμε από μαρτυρία του Ανδρέα Ιωσήφ ότι ο Πλαστήρας είχε αποφασίσει να επιτρέψει την εκτέλεση του Μπελογιάννη, επειδή οι αμερικανοί είχαν εγγυηθεί να τον στηρίξουν, ώστε να παραμείνει στην κυβέρνηση. Φυσικά θεωρούσε ότι αυτό θα ήταν καλό για τον τόπο και τον λαό και άρα σημαντικότερο απ’ την εκτέλεση του Μπελογιάννη. Βέβαια και οι ΗΠΑ και τα Ανάκτορα εκείνη την περίοδο προσανατολίζονταν πια προς τον Παπάγο, αφού εντωμεταξύ είχε ξεκινήσει ο πόλεμος της Κορέας και η εξωτερική πολιτική της Αμερικής είχε σκληρύνει ακόμα περισσότερο.
Τελικά η εκτέλεση του Μπελογιάννη και των συντρόφων του Ηλία Αργυριάδη, Νίκου Καλούμενου και Δημήτρη Μπάτση έγινε τα ξημερώματα της Κυριακής 30 Μαρτίου 1952. Μεγάλες αντιδράσεις προκάλεσε η εκτέλεσή τους, η οποία μάλιστα έγινε Κυριακή, μέρα κατά την οποία δεν έκαναν εκτελέσεις ούτε οι Γερμανοί κατακτητές. Οι μελλοθάνατοι συνηθιζόταν τις νύχτες να περιμένουν ντυμένοι με τα καλά τους αν θα εκτελεστούν και το πρωί να ενημερώνουν τους συγκρατούμενούς τους ότι δεν τους εκτέλεσαν το βράδυ. Εκείνο το βράδυ όμως το μετεμφυλιακό κράτος διέπραξε μια στυγνή δολοφονία, μία από τις εκατοντάδες δολοφονίες που είχε διαπράξει.
Εγχώρια και Διεθνής αλληλεγγύη:
Η καταδίκη του Μπελογιάννη σε θάνατο είχε δημιουργήσει εγχώριο αλλά και διεθνές κίνημα αλληλεγγύης, το οποίο είχε πάρει πολύ μεγάλες διαστάσεις, ενώ μετά την εκτέλεσή του εξελίχθηκε σε κίνημα καταδίκης του εγκλήματος αλλά και τιμής της μνήμης των δολοφονημένων κομμουνιστών. Η παγκόσμια κινητοποίηση πήρε διάφορες μορφές: συγκεντρώσεις αλληλεγγύης και διαδηλώσεις, στάλθηκαν τηλεγραφηματα διαμαρτυρίας στην ελληνική κυβέρνηση, το παλάτι και τον ΟΗΕ, έγιναν συγκεντρώσεις υπογραφών, δηλώσεις επωνύμων, γράφτηκαν άρθρα στον Τύπο και έγιναν ομιλίες στα ραδιόφωνα, ενώ ξεχωρίζει η καλλιτεχνική διάσταση της διαμαρτυρίας. Κορυφαίες προσωπικότητες ξεχώρισαν με τις δηλώσεις και τα έργα τους, όπως ο Πάμπλο Νερούντα, ο Ζαν Κοκτό, ο Γκαστόν Γκαλιμάρ, ο Πωλ Ελυάρ, ο στρατηγός του δημοκρατικού στρατού της Ισπανίας Αντόνιο Κορντόν.
Ο Πάμπλο Πικάσο, ο οποίος εικονογράφησε τον Μπελογιάννη ως τον «άνθρωπο με το γαρύφαλλο είχε δηλώσει:
«Το φως από τα λαδοφάναρα που φώτιζε το σκοτάδι μιας μαγιάτικης βραδιάς στη Μαδρίτη, τα ευγενικά πρόσωπα του τουφεκισμένου λαού, που τον δολοφόνησε ο ξένος άρπαγας στον πίνακα του Γκόγια, είναι η ίδια σπορά φρίκης που σπέρνει με τις ανοιχτές φούχτες των προβολέων πάνω στα ορθάνοιχτα στήθεια της Ελλάδας, μια κυβέρνηση που σκορπίζει το θάνατο, τον φόβο και το μίσος. Ένα πελώριο άσπρο περιστέρι περνάει και αφήνει το οργισμένο του πένθος πάνω στη γη».
Το κείμενο αυτό είναι μια εμπλουτισμένη μορφή της εισαγωγικής τοποθέτησης στην εκδήλωση της Λέσχης Αναιρέσεις το Μάρτιο του 2017 στη μνήμη του Νίκου Μπελογιάννη, που έγινε με αφορμή την επέτειο των 65 ετών απ’ την εκτέλεσή του.