Η εξέγερση του Πολυτεχνείου στα Γιάννενα
Η φράση «Ήταν και εδώ ένα μικρό Πολυτεχνείο» είναι ό,τι πιο εύστοχο έχει ειπωθεί για την περίοδο πριν και κατά τη διάρκεια της εξέγερσης του Πολυτεχνείου στα Γιάννενα. Και, όντως, έτσι είναι, αφού σε αυτή την πόλη με το δικό της μικρό Πανεπιστήμιο αξίζει ένα μέρος του αγώνα για την πτώση της χούντας.
Την περίοδο εκείνη σε μια μικρή πόλη, όπως τα Γιάννενα, όποια οικογένεια είχε συγγενή στην εξορία αυτόματα ήταν και σε στενή παρακολούθηση από το κράτος. Οι οργανώσεις του ΚΚΕ και της ΚΝΕ ήταν στην παρανομία, ζήτημα μεγάλο που δυσκόλευε τη δράση τους. Κάθε «ύποπτο» σπίτι είχε απ΄ έξω την μόνιμη παρουσία της Ασφάλειας ή των συνεργατών της. Το κτίριο της Ασφάλειας, στο υπόγειο του οποίου βρίσκονταν τα κρατητήρια βρισκόταν στην οδό Τσακάλωφ, στο Μέγαρο Αδαμίδη. Εκεί έπεφτε το ξύλο και γινόταν όλος ο εκφοβισμός. Η συνολική κατάσταση έβρισκε την Αριστερά να προσπαθεί να ανασυγκροτηθεί, με πολλές διαφορετικές τάσεις και ρεύματα στο εσωτερικό της. Έχει μεγάλη σημασία να τονίσουμε πως από το 1958 είχαν διαλυθεί οι κομματικές οργανώσεις του ΚΚΕ, οπότε η οργάνωση στο διάστημα πριν τη χούντα και μέχρι την ίδρυση της ΚΝΕ το 1968 ήταν εντελώς αόριστη και πρωτοβουλιακή.
Το 1967 με την κήρυξη του πραξικοπήματος, στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, επικράτησε αναστάτωση. Αυθόρμητα, φοιτητές και καθηγητές προχώρησαν σε συγκέντρωση στον προαύλιο χώρο του Ιδρύματος και φωνάζοντας συνθήματα κατά της δικτατορίας. Η συγκέντρωση διαλύθηκε και πολλοί νεολαίοι συνελήφθησαν. Αυτή αποτέλεσε και την πρώτη, πανελλαδικά, συγκέντρωση κατά του πραξικοπήματος την πρώτη κιόλας μέρα. Από τότε και έπειτα, το Πανεπιστήμιο αποτελούσε ένα κόμβο παράνομης, κρυφής αντιχουντικής και αντιφασιστικής δράσης. Η συνθήκη που επικρατούσε ήταν συχνές έφοδοι στα σπίτια «ανήσυχων» φοιτητών και οικογενειών εξόριστων και, φυσικά, το παλιό Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων στην οδό Δομπόλης να περιτριγυρίζεται καθημερινά από κατασταλτικούς μηχανισμούς της χούντας και την Ασφάλεια. Παράλληλα, είχαμε συλλήψεις και εξορίες πολλών αγωνιστών, ο αριθμός των οποίων ξεπέρασε τους 200 στην ευρύτερη περιοχή και στα χωριά γύρω από τα Γιάννενα. Επίσης, κατά την επταετία, η χούντα είχε, ήδη, φροντίσει να απαγορεύσει τις εισιτήριες εξετάσεις σε 19 νέους λόγω «κομμουνιστικής δράσεως». Η απόφαση της 19ης Οκτωβρίου 1967 έλεγε: «Η Επιτροπή Εισιτηρίων Εξετάσεων δια τας Ανωτέρας και Ανωτάτας Σχολάς δέχεται ότι συμφώνως και προς τας διαβιβασθείσας απόψεις της κυβερνήσεως δια του κ. Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων δέον να αποκλεισθώσιν ως μη νομιμόφρονες οι αναπτύξαντες κομμουνιστικήν δραστηριότητα και ουχί απλώς οι συμπαθώς διακείμενοι ή εμφορούμενοι υπό κομμουνιστικών φρονημάτων».
Δεν είναι υπερβολή να αναφέρουμε πως στα Γιάννενα είχαν γίνει πάρα πολλές δίκες αντιφρονούντων, ενώ εδώ θα γινόταν και η τελευταία δίκη, η δίκη της «οργάνωσης Βελουχιώτης». Η οργάνωση «Βελουχιώτης» συσπείρωνε ένα νεολαιίστικο δυναμικό στην περιοχή της Πρέβεζας και στις αρχές του 1974 συνελήφθησαν 35 αγωνιστές. Η δίκη όμως δεν έγινε ποτέ, καθώς είχες πέσει, ήδη η Χούντα.
Μέχρι και το 1971 δεν υπήρξαν πολλές πολιτικές δράσεις με τη σημερινή έννοια, καθώς το ΚΚΕ, η νεοσύστατη ΚΝΕ και τις υπόλοιπες οργανώσεις της Αριστεράς βρίσκονταν στη παρανομία, όπως αναφέραμε και παραπάνω. Ωστόσο, η θέληση του φοιτητόκοσμου για οργάνωση και δράση οδηγούσε σε συγκεντρώσεις με την κάλυψη των «πάρτυ» κ.α. σε σπίτια, όπου ανταλλάσσονταν πληροφορίες και γίνονταν πολιτικές ζυμώσεις. Έχει μεγάλο ενδιαφέρον πως σε μία εποχή χωρίς την πρόσβαση στην πληροφορία, όπως την έχουμε σήμερα, και φυσικά σε μία πόλη επαρχιακή με αρκετή λογοκρισία οι ειδήσεις μεταφέρονταν από στόμα σε στόμα ή από τα λιγοστά τηλέφωνα. Ακόμα, μεγάλο ρόλο έπαιξαν και οι λεγόμενες «τριάδες» από την ίδρυση της ΚΝΕ και έπειτα, όπου μεταφερόταν η γραμμή.
Το 1972, με το πειθαρχικό του καθηγητή Φάνη Κακριδή για τη στάση του υπέρ φυλακισμένων από τη δικτατορία, πλήθος κόσμου αντέδρασε και οργανώθηκε μια μεγάλη συγκέντρωση. Ο καθηγητής δικαζόταν από το πειθαρχικό συμβούλιο του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, καθώς μερικούς μήνες πριν, είχε στείλει επιστολή στην εφημερίδα «Το Βήμα», παίρνοντας θέση υπέρ όσων βρίσκονταν στις φυλακές, καταδικασμένων από τα έκτακτα στρατοδικεία. «Λύση δεν βλέπω άλλη και από το να δώση η Κυβέρνηση γενική αμνηστεία ή τουλάχιστον αναστολή της ποινής σε όλους. Μακάρι σήμερα! Θα ήταν κι αυτό πράξη ελληνική» ανέφερε. Η επιστολή του αυτή θεωρήθηκε ότι ήταν αντίθετη στα καθήκοντα του καθηγητή. Το κατηγορητήριο έλεγε: «ούτος διά της δημοσιευθείσης επιστολής ήσκησε δημοσίαν κριτικήν και προέβη εις υποδείξεις επί καθαρώς πολιτικού θέματος». Οι εφημερίδες ανέφεραν ότι ο Κακριδής στη γραπτή του κατάθεση υποστήριξε πως «εις την ενέργειάν του αυτή προέβη διά καθαρώς ανθρωπιστικούς λόγους». Με 6 ψήφους υπέρ και 5 κατά, το Πειθαρχικό Συμβούλιο του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων (στο οποίο συμμετείχαν και δικαστικοί) αποφάσισε την προσωρινή του απόλυση για έναν χρόνο, την «τιμωρία», όπως έγραφε ο γιαννιώτικος Τύπος. Η δίκη του Φάνη Κακριδή και το αποτέλεσμά της πυροδότησαν την αντίδραση των φοιτητών που οδήγησε σε μια μεγάλη συγκέντρωση. Οι φοιτητές, μαθαίνοντας την καταδικαστική απόφαση, διαδήλωσαν έως την κεντρική πλατεία της πόλης με συνθήματα κατά της χούντας.
Η ίδια χρονιά σημαδεύτηκε από προσπάθειες συνελεύσεων και το γεγονός ότι δεν γίνονταν νέες εγγραφές μελών στο Φοιτητικό Σύλλογο, ώστε οι διορισμένοι «συνδικαλιστές» από τη χούντα να εκλεγούν ξανά (όπως είναι γνωστό, οι λίστες των υποψηφίων στα Δ.Σ. καταρτίζονταν από το στρατιωτικό επίτροπο). Τότε, και πάλι με αυθόρμητο τρόπο ξεκίνησαν να μαζεύονται υπογραφές και να γίνονται κάποιες συγκεντρώσεις για την κατάργηση του διορισμένου Διοικητικού Συμβουλίου και τη διεξαγωγή ελεύθερων εκλογών. Κυκλοφόρησε μια καταγγελία από φοιτητές, ανάμεσα σε αυτούς και η Πόπη Βουτσινά- γνωστή ως «μικρή Αντιγόνη», ώστε να παραταθούν οι προθεσμίες εγγραφών. Η Βουτσινά στιγματίστηκε, όπως και ο Παναγιώτης Νούτσος, μετέπειτα καθηγητής και αντιπρύτανης του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, που προειδοποιούσε για «μαγειρεμένες» εκλογές κ.α. Στη διάρκεια εκείνων των κινητοποιήσεων υπήρξαν και άλλες συλλήψεις, με την αντίστοιχη τρομοκρατία και το αντίστοιχο ξύλο. Ανάμεσα σε αυτές ήταν και η σύλληψη του Στέργιου Ηλία, σημερινό μέλος του ΝΑΡ για την Κομμουνιστική Απελευθέρωση. Το Φεβρουάριο του 1973 η Βουτσινά και άλλοι φοιτητές πέρασαν πειθαρχικό στο οποίο, ωστόσο, είχαν τη στήριξη 150 νεολαίων που φώναζαν μαζί με τα υπόλοιπα αντιχουντικά και αντιιμπεριαλιστικά συνθήματα. Λίγο αργότερα, ακολούθησε η σύλληψή της, καθώς και του Νίκου Ράπτη, που επί 6 μήνες βασανίζονταν στα μπουντρούμια της ΕΣΑ (από το Μάρτη έως τον Αύγουστο του 1973). Από εκείνο το σημείο και μετά το Φοιτητικό Κίνημα στα Γιάννενα μαζικοποιείται.
Ένα ενδιαφέρον γεγονός εκείνης της περιόδου είναι το δημοσίευμα «Μικρή Αντιγόνη και ο χορός των 12» στη στήλη «Επιφυλλίδες» στη εφημερίδα «Το Βήμα» από τον Δημήτρη Μαρωνίτη αφιερωμένο στους φοιτητές και ιδιαίτερα στη Βουτσινά. Λίγο αργότερα, η χούντα συνέλαβε και τον Μαρωνίτη και τον οδήγησε στο ΕΑΤ-ΕΣΑ.
Η μικρή Αντιγόνη και ο χορός των Δώδεκα
Του Δ.Ν. Μαρωνίτη
«Η Επιφυλλίδα αυτή αφιερώνεται στους φοιτητές: οι αγώνες τους, το θάρρος και η φρόνησή τους, οι θυσίες και το ήθος τους αποτελούν το πιο ευοίωνο σημάδι στα τελευταία έξη χρόνια. Και μόνο το γεγονός ότι η βιολογική και πνευματική φρεσκάδα τους σαρώνει ήδη στις πρώτες σελίδες των εφημερίδων τη σκηνοθεσία άλλων «συναρπαστικών» ειδήσεων, δείχνει πώς το χωράφι άρχισε να οργώνεται, η σπορά δεν θα αργήση και όταν κάποτε φτάσει ο καιρός του θερισμού, θα ξέρουμε σε ποιους χρωστάμε τον καρπό.
Ας μου συγχωρεθή η αισιόδοξη αυτή συγκίνηση, πού τη δικαιούμαι, ελπίζω, ως πρώην πανεπιστημιακός δάσκαλος, διωγμένος εδώ και πέντε χρόνια από μια δουλειά που με έτρεφε, την αγαπούσα και μου χάριζε τον ζωντανό διάλογο με νέους ανθρώπους πάνω σε προβλήματα επιστήμης και ζωής. […] Από τις πολλές και εύγλωττες φοιτητικές χειρονομίες του τελευταίου καιρού (τις αρχαιρεσίες τους, που τις αντιμετώπισαν υπεύθυνα, πληρώνοντας συχνά ακριβό τίμημα, τη θαρραλέα εμβολή τους στον προσχέδιο καταστατικό χάρτη της ανώτατης παιδείας, την αποχή τους από τα μαθήματα, για να ασφαλίσουν στοιχειώδεις συνθήκες περιορισμένης έστω πρωτοβουλίας σε θέματα δικά τους) θα σταματήσω σε δύο χαρακτηριστικές απολογίες: η μια ατομική και η άλλη ομαδική. Η δεύτερη γραπτή, η πρώτη προφορική. Μιλώ για τον πικρό, κατακόρυφο αντίλογο της Βουτσινά στα Γιάννενα και τη σφριγηλή ομολογία των δώδεκα στον πρύτανη της Ανωτάτης. Τα δύο αυτά κείμενα πιστεύω πώς ιστορούν καλά το παρόν και προοικονομούν αισιόδοξα το μέλλον μας. Τα δίδυμα εξ άλλου επεισόδια συνδέονται κι από μια «σύμπτωση»: έξω από τις κλειστές αίθουσες, όπου δινόταν η μάχη, έστεκε επιφωνηματικός ο χορός των φοιτητών, προστάτης και μάρτυρας της κρίσης.
Ντρέπομαι να μεταγράψω τον επίλογο της Βουτσινά. Τη σφραγίζει και της ανήκει απόλυτα. Ο αιχμηρός λόγος της δείχνει το χάσμα που χωρίζει το δικό της ύφος από το ύφος του πρύτανή της: εκείνος κακέκτυπο του Κρέοντα. Εκείνη μια μικρή Αντιγόνη. Θα αισθάνονται, υποθέτω, ησυχασμένοι άξιοι δάσκαλοι σαν τον Κοκκινόπουλο και τον Παπαθωμόπουλο. Όσο για μένα, συχνά συλλογιζόμουνα τον τελευταίο καιρό πως ίσως η πιο άμεση και πιο πειστική αναίρεση κάθε ολοκληρωτισμού, είναι η δροσιά ενός νεανικού κορμιού, που κυκλοφορεί ατίθασα ανάμεσα στις στημένες κρεατομηχανές. Η κοπέλλα, από τα Γιάννενα έδωσε πρόσωπο σ’ αυτό το φάντασμα. […]
«Ανατριχιάζουμε» γράφουν οι δώδεκα «μπροστά στην τυποποιημένη σκέψη και έκφραση, στην έλλειψη κάθε φαντασίας, κάθε ανησυχίας, κάθε προσωπικής δομής. Αγωνιζόμαστε να βελτιώσουμε τις πνευματικές δυνάμεις μας, έστω με σφάλματα, έστω με πτώσεις».
Το ρίγος και στο σπασμό αυτής της φράσης δεν έχουν άλλο μέσο να τα αντιμετωπίσουν οι σεμνοί συγκλητικοί από το κουφάρι της καθαρεύουσας ρητορικής τους «χαρακτηρίζοντας τους δώδεκα για το κείμενο που συνέταξαν, την πέτρα του σκανδάλου, γράφουν): «αιτούμενοι, απαιτούντες και αιτιώμενοι με γλώσσαν, τόνον και ύφος καταφανώς απάδον εις την ιδιότητά των…». Κάποτε η γλώσσα εκδικείται, και όσους ακόμη δεν ανατριχιάζουν με τίποτε!
Δεν το έχω σκοπώ να κλείσω απαισιόδοξα σήμερα την επιφυλλίδα. Πλάι εξάλλου στους ανώνυμους συγκλητικούς, υπήρξαν τρεις τέσσερις επώνυμοι δάσκαλοι, που στη δύσκολη ώρα έδωσαν το χέρι στους μαθητές τους. Δεν είναι πολύ. Αλλά δεν είναι και λίγο. Χρειάζεται υπομονή, ωσότου αρχίση να πρασινίζη το χωράφι. Αυτό, υποθέτω, καλύτερα από εμένα το ξέρουν οι ίδιοι οι φοιτητές. Γι αυτό και δεν επιτρέπουν σε κανένα να σφετεριστή τις πράξεις τους και το βηματισμό τους. Όσο για τη δική μου γραφή, δεν θέλει να είναι παρά μόνο μια μορφή ανάγνωσης του δικού τους λόγου-παλιά δασκαλίστικη συνήθεια.»
Λίγους μήνες μετά, το Νοέμβρη του 1973, φτάνει η είδηση για τις καταλήψεις πρώτα της Νομικής και έπειτα του Πολυτεχνείου της Αθήνας. Όλα είναι μονόδρομος πλέον! Ξεκινούν και εδώ οι πρώτες κρυφές διαδικασίες και δράσεις φοιτητών για την οργάνωση του δικού τους αγώνα ενάντια στο δικτατορικό καθεστώς. Οι πρώτες σκέψεις των φοιτητών ήταν να μπουν σε πούλμαν και να κατέβουν στην Αθήνα στο Πολυτεχνείο. Όμως, άμεσα, έφτασε η είδηση για τις καταλήψεις στην Θεσσαλονίκη, την Πάτρα και από στόμα σε στόμα αποφασίζεται συγκέντρωση και κατάληψη στο Πανεπιστήμιο. Από σπίτι σε σπίτι όλη τη νύχτα γίνεται κινητοποίηση των φοιτητών για την συγκέντρωση της επόμενης ημέρας.
Στις 15 και 16 Νοεμβρίου μία ομάδα φοιτητών πήγαινε στις αίθουσες όπου γινόταν μάθημα, διέκοπταν και ζητούσαν από τους συναδέλφους να κατέβουν στο προαύλιο. Μάλιστα επιχείρησαν να φτιάξουν και ραδιοφωνικό σταθμό αλλά δεν τα κατάφεραν. Γρήγορα καταρτίζεται ένας κατάλογος αιτημάτων και συγκροτείται Συντονιστική Επιτροπή που αναλαμβάνει την προώθηση τους στην Πρυτανεία. Οργανώνεται κατάληψη του αμφιθεάτρου με τη διεξαγωγή Γενικής Συνέλευσης, όπου συμμετείχαν πάνω από 700 φοιτητές και φοιτήτριες και η οποία κατέληξε σε κατάληψη στη ΦΜΣ και στη Φιλοσοφική Σχολή και φυσικά μεγάλη πορεία στην πόλη, η οποία χτυπήθηκε και διαλύθηκε. Στις 17 Νοέμβρη οι φοιτητές βρήκαν το Πανεπιστήμιο με κλειστές τις πόρτες και παραταγμένη μεγάλη δύναμη της Χωροφυλακής. Παρά τις πιέσεις των χωροφυλάκων να αποχωρήσουν δεν πτοούνται και παραμένουν έξω από τα κάγκελα. Οι φοιτητές στη συνέχεια κατέβηκαν συντεταγμένα μέχρι την κεντρική πλατεία της πόλης και διαλύθηκαν. Το ίδιο βράδυ άρχισαν οι προσαγωγές στην Ασφάλεια και οι συλλήψεις.
Άξια, λοιπόν, ο αγώνας των φοιτητών του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων έμεινε στη ιστορία ως ένα «μικρό Πολυτεχνείο». Οι διαφορετικές τάσεις και ρεύματα εντός του ΚΚΕ, αλλά με μία ΚΝΕ που κατά πλειοψηφία έβαζε αντικαπιταλιστικό πρόσημο στην πάλη της έφτασε στα γεγονότα της εξέγερση του Πολυτεχνείου. Ένα συνολικό σχόλιο στα γεγονότα και στη δράση της νεολαίας θα ήταν πώς η σύγκρουση του ρεύματος της «πραγματικής αλλαγής» και του αντικαπιταλιστικού δρόμου φτάνει και μέχρι το σήμερα. Από την εξέγερση της νεολαίας του 1973 μέχρι την ενσωμάτωση του «Καραμανλής ή τάνκς» οφείλουμε να πριν σηκώσουμε τα βέλη να επεξεργαστούμε τις αιτίες που οδήγησαν σε αυτό το σημείο. Στην πραγματικότητα το ρεύμα εκείνο που συγκρούστηκε στο εσωτερικό της ΚΝΕ και έδωσε τη μάχη, βάζοντας αναβαθμισμένα αιτήματα είναι το ίδιο ρεύμα που ούτε αργότερα «υπάκουσε». Λαμπρό πεδίο μπροστά μας να ξανακάνουμε νέα Πολυτεχνεία, χωρίς να πάμε μισό βήμα πίσω από τις σύγχρονες ανάγκες μας.
Δημήτρης Θεοδωρίδης, φοιτητής Φιλοσοφίας, μέλος νΚΑ Ιωαννίνων
Λίνα Νέζου, εργαζόμενη, μέλος νΚΑ Ιωαννίνων