του Juan Cruz Ferre (στα αγγλικά μπορείτε να το βρείτε εδώ)
μετάφραση για το site Αναιρέσεις από τη Δήμητρα Κοντοέ
Η κατάσταση στην Αργεντινή είναι πραγματικά οριακή. Η όλο και εντεινόμενη κοινωνική αναταραχή που πυροδοτεί η οικονομική κρίση μπορεί να προκαλέσει πανικό στην κυβέρνηση του Προέδρου Μαουρίσιο Μάκρι ακόμα και να την απειλήσει με ανατροπή. Τις τελευταίες εβδομάδες του Αυγούστου, η μεγάλη υποτίμηση του αργεντίνικου πέσο —από περίπου 30 στα 40 πέσο ανά αμερικάνικο δολάριο— κλόνισε ιδιαίτερα τον πληθυσμό και ανησύχησε τους ξένους επενδυτές. Βλέποντας τη γη να χάνεται κάτω από τα πόδια του, ο Μάκρι προσέφυγε στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ζητώντας την επίσπευση της εκταμίευση του εγκεκριμένου δανείου ύψους 50 δισεκατομμυρίων δολαρίων εφάπαξ και όχι σε δόσεις, όπως είχε συμφωνηθεί προηγουμένως.
Η πτώση του νομίσματος γρήγορα μεταφράστηκε σε πολιτική κρίση. Στις 3 Σεπτεμβρίου ο Μάκρι ανακοίνωσε τη διάλυση 11 υπουργείων (συγχωνεύοντας κάποια και υποβαθμίζοντας άλλα) και απομάκρυνε τους αντιπροέδρους του Υπουργικού Συμβουλίου, το Μάριο Κιντάνα και τον Γκουστάβο Λοπετεγκί, κίνηση που θεωρήθηκε προσπάθεια υπονόμευσης του πρωθυπουργού Μάρκος Πένια. Η εσωτερική αντιπαράθεση συνεχίζεται αμείωτη στο Προεδρικό Μέγαρο (Κάσα Ροσάδα) όσο η κρίση βαθαίνει.
Η κατάρρευση του πέσο συμπαρασύρει και τη δημοτικότητα των κεντρικών προσώπων της συμμαχίας Cambiemos. Σε μια πρόσφατη δημοσκόπηση, το 57% των ερωτηθέντων δήλωσε τη δυσαρέσκεια του απέναντι στο Μάκρι (με το 35% να θεωρεί τη θητεία του στην προεδρία «πολύ κακή» και το 22,5%, «κακή»), ενώ το ποσοστό μη αποδοχής της Μαρία Εουχένια Βιδάλ —κυβερνήτρια της Επαρχίας του Μπουένος Άιρες και ένα από τα πιο δημοφιλή πρόσωπα του Cambiemos— σκαρφάλωσε σχεδόν στο 48%. Στην ερώτηση για το κατά πόσο η παρούσα ομοσπονδιακή κυβέρνηση «μπορεί να λύσει τα οικονομικά προβλήματα της χώρας», το 63% των συμμετεχόντων στην έρευνα απάντησε αρνητικά.
Εν μέσω αυτής της κατάστασης της οικονομίας, που δείχνει συνεχώς σημάδια επιδείνωσης, στις 29 Αυγούστου μια μαζική κινητοποίηση δασκάλων και μαθητ(ρι)ών για την προάσπιση την δημόσια παιδείας πλημμύρισε τους δρόμους των μεγάλων πόλεων. Αλλά προτού εξετάσουμε τις διάφορες όψεις της τρέχουσας κρίσης θα πρέπει να καταλάβουμε πώς φτάσαμε ως εδώ.
Ένα φάρμακο χειρότερο από την ασθένεια
Ο Μάκρι ανέλαβε την εξουσία το 2015 με την υπόσχεση της αποτελεσματικής και σοβαρής διαχείρισης. Για τους λίγους/-ες που δεν περίμεναν κάτι τέτοιο, έγινε προφανές ότι το σχέδιό του για την αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας της χώρας και την οικονομική της ανάπτυξη σήμαινε μια ευθεία επίθεση στην εργατική τάξη και τους φτωχούς: υποβάθμιση της πραγματικής αξίας των μισθών, κάθετες περικοπές της χρηματοδότησης για τη δημόσια υγεία και παιδεία, αντιδραστική μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού και αντιστρόφως προοδευτική φορολόγηση, μέσω ελαφρύνσεων στη φορολογία των επιχειρήσεων.
Το πρόγραμμά του είναι γενικά ευθυγραμμισμένο με τις απαιτήσεις του ΔΝΤ ως προς τα δημοσιονομικά μέτρα, κάτι που έγινε προφανές τον Ιούνιο με την άμεση αποδέσμευση μιας δόσης ύψους 15 δισ. Βέβαια, η συνταγή του ΔΝΤ, όχι μόνο δεν κατάφερε να προσφέρει μια ανάσα στην κυβέρνηση Μάκρι, αλλά αποδείχτηκε και εξαιρετικά ανεπαρκής για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των επενδυτών απέναντι στην αργεντίνικη οικονομία. Η «βροχή επενδύσεων» που είχε επανειλημμένα υποσχεθεί ο Μάκρι δεν ήρθε ποτέ και τώρα το πλοίο βουλιάζει. Φαίνεται ότι όλα συνηγορούν σε μια εντεινόμενη ύφεση.
Μπροστά σε αυτήν την καταφανή αντίφαση που δημιουργεί από τη μία η πιστή τήρηση των επιταγών του ΔΝΤ και από την άλλη τα σχεδόν ανύπαρκτα αποτελέσματα που έχει αυτή σε επίπεδο οικονομίας, κάποιος δημοσιογράφος του Bloomberg ρώτησε έναν από τους κορυφαίους οικονομολόγους της Goldman Sachs στα θέματα της Λατινικής Αμερικής, τον Αλμπέρτο Ράμος: «Μήπως η συνταγή πρέπει να αλλάξει;». Η απάντησή που πήρε ήταν μνημείο ευθύτητας. Σύμφωνα με το Ράμος, μόνο μετά από τρία χρόνια ύφεσης μπόρεσε η Βραζιλία να μειώσει τον πληθωρισμό και να προχωρήσει σε «προσαρμογή» ενός υπερτιμημένου νομίσματος: «Η Αργεντινή προσπαθούσε να κάνει κάτι τέτοιο χωρίς να ανακοπεί η ανάπτυξη! Ξέρουμε ότι αυτό είναι αδύνατο». Εκείνο που χρειάζονται οι Αργεντίνοι είναι μια καλή, βαθιά ύφεση. Ευχαριστούμε, Αλμπέρτο.
Συσχετισμός δυνάμεων
Βάσει της καπιταλιστικής ανάλυσης και του σκεπτικού των αστικών πολιτικών επιτελείων, για την αποκατάσταση της δημοσιονομικής σταθερότητας, την καταπολέμηση του πληθωρισμού και την επαναφορά του νομίσματος σε «τεχνητά υψηλά επίπεδα» δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική για την αργεντίνικη κυβέρνηση πέραν της λήψης επώδυνων μέτρων —ακόμα κι αν αυτό συνεπάγεται κατακόρυφη αύξηση της φτώχειας, καλπάζουσα ανεργία και εξωφρενικές περικοπές στην υγεία και την παιδεία. Μετά την καταιγίδα, όταν η οικονομία «εξυγιανθεί», ο πληθωρισμός τεθεί υπό έλεγχο και το κόστος της εργασίας περιοριστεί σημαντικά σε σχέση με ό,τι ισχύει σε παγκόσμιο επίπεδο, οι ξένοι επενδυτές θα δεχτούν την πρόσκληση για ένα ξέφρενο πανηγύρι κερδών. Η επαναφορά της εμπιστοσύνης των επενδυτών (και της κερδοφορίας τους) είναι το νέο μάντρα. Ο αργεντίνος εργαζόμενος και η αργεντίνα εργαζόμενη είναι η θυσία στους θεούς της αγοράς.
Κι αν η κυβέρνηση Μάκρι δεν είχε μέχρι τώρα περάσει τέτοια μέτρα, αυτό δεν έγινε ούτε από συμπάθεια για τους φτωχούς ούτε ως ένδειξη μετριοπάθειας, χαρακτηριστικού που αποδίδεται στην αργεντίνικη «νέα δεξιά» (πρόκειται για τον περίφημο γκραντουαλισμό, δηλαδή τη σταδιακή προσαρμογή). Η πολιτική του Μάκρι είναι τόσο ευνοϊκή για τις επιχειρήσεις όσο επιτρέπει κάθε φορά ο συσχετισμός δυνάμεων. Με άλλα λόγια, ο Μάκρι, ως ένας κατεξοχήν εκπρόσωπος της εθνικής και διεθνούς αστικής τάξης στην κεφαλή της κυβέρνησης, προωθεί μέτρα υπέρ των επιχειρήσεων στο βαθμό που εκλείπει ο κίνδυνος να ξεφύγουν από τον έλεγχο οι αντιστάσεις εκ μέρους της εργατικής τάξης.
Για παράδειγμα, η διαβούλευση που έγινε στο Κογκρέσο για τη συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση το Δεκέμβριο του 2017 συνοδεύτηκε από συγκρούσεις στο δρόμο μεταξύ αστυνομίας και αγωνιστικών συνδικάτων, ακριβιστ(ρι)ών και πολιτικών οργανώσεων. Τελικά, το νομοσχέδιο πέρασε χάρη στην υποστήριξη κάποιων αντιπροσώπων του περονικού κόμματος, αλλά η κυβέρνηση υπέστη ένα ανεπανόρθωτο πλήγμα. Αυτή η πύρρειος νίκη την αποδυνάμωσε σε σημείο που οδηγήθηκε να εγκαταλείψει τα σχέδιά της για εργατική μεταρρύθμιση, όπως είχε ανακοινωθεί μόλις λίγους μήνες νωρίτερα.
Τα τετράδια Σεντένο («Τα τετράδια της διαφθοράς»)
Το πολιτικό τέλμα για το Μάκρι έρχεται σε μια εποχή κατά την οποίο το βασικό κόμμα της αντιπολίτευσης δεν μπορεί να επωφεληθεί από αυτό. Σε ένα σκάνδαλο διαφθοράς, γνωστό ως η υπόθεση των τετραδίων Σεντένο, φέρονται να εμπλέκονται πρωτοκλασάτα πολιτικά στελέχη που τοποθετούνται εντός ενός πολιτικού φάσματος από τον κιρχνερισμό και πέρα —φτάνοντας μέχρι και το Μάκρι και τους καπιταλιστές φίλους του. Βέβαια, αυτή που έχει πληρώσει το μεγαλύτερο τίμημα προς το παρόν είναι η πρώην πρόεδρος Κριστίνα Φερνάντες ντε Κίρχνερ, και όχι μόνο εξαιτίας της κατηγορίας για υπεξαίρεση, αλλά και επειδή θεωρείται γενικά ως η πολιτική υπεύθυνη ενός κυκλώματος διαφθοράς για το οποίο ενοχοποιούνται και φυλακίζονται όλο και περισσότεροι αξιωματούχοι της κυβέρνησής της, μεταξύ των οποίων και ο τέως αντιπρόεδρος της χώρας Αμάντο Μπουντού.
Αυτό το στοιχείο αποτελεί βασικό κομμάτι της μεγάλης εικόνα εάν λάβουμε υπόψη ότι, πριν την κατάρρευση του πέσο, τα τετράδια Σεντένο ήταν το πρώτο θέμα στην ατζέντα της αργεντίνικης ειδησεογραφίας. Ο Όσκαρ Σεντένο ήταν ο οδηγός ενός ανώτερου αξιωματούχου της κυβέρνησης της Κριστίνα Κίρχνερ ο οποίος καθημερινά παρέδιδε σακούλες με μαύρο χρήμα. Ο Σεντένο είχε καταγράψει σε σημειωματάρια όλες τις δοσοληψίες που είχε κατά τη διάρκεια των 10 ετών υπηρεσίας του, με κάθε λεπτομέρεια. Τα σημειωματάρια αυτά κυκλοφόρησαν πρώτα στον Τύπο και κατόπιν πέρασαν στα χέρια των ποινικών δικαστηρίων για την έναρξη της σχετικής έρευνας.
Η υπόθεση παραμένει ανοιχτή εν μέσω μιας σειράς συγκαλύψεων και πληθώρας θολών εξελίξεων, όπως η εξαφάνιση των ίδιων των τετραδίων —ο Σεντένο ισχυρίζεται ότι του κάηκαν στο φούρνο. Μπορούμε λοιπόν να καταφύγουμε μόνο σε κάποιες συγκεκριμένες βασικές σκέψεις. Η υπόθεση παρουσιάζει εκπληκτικές ομοιότητες με τη βραζιλιάνικη υπόθεση «Γρήγορο πλύσιμο» (Lava Jato), στο πλαίσιο της οποίας ένας ομοσπονδιακός δικαστής (στην υπόθεση της Αργεντινής, ο Κλαούντιο Μπονάδιο και της Βραζιλίας, ο Σέρχιο Μόρο) έχει βάλει στο στόχαστρο επιφανείς πολιτικούς ηγέτες. Η διαφθορά είναι φαινόμενο που πλήττει ευρέως περιφερειακές χώρες όπως η Αργεντινή και η Βραζιλία, ενώ οι συμβάσεις με το Δημόσιο στον κλάδο των δημοσίων έργων αποτελούν την κύρια πηγή παράνομων κερδών. Ωστόσο, η πρακτική αυτή αφορά τα στελέχη του Cambiemos τόσο όσο και τους περονιστές (συμπεριλαμβανομένων, φυσικά, και των Κίρχνερ, που διατήρησαν τη διακυβέρνηση της χώρας για 12 χρόνια). Δεν είναι εύκολο να παραβλέψει κανείς την πολιτική προτίμηση του δικαστή Μπονάδιο λαμβάνοντας υπόψη ότι ανέκρινε δεκάδες ανθρώπους και διέταξε την κράτηση πολλών από αυτούς για προληπτικούς λόγους, αποφεύγοντας εντέχνως την ανάκριση του Μάκρι και της οικογένειάς του, στα περιουσιακά στοιχεία των οποίων περιλαμβάνονται διάφορες εταιρείες που έχουν συνάψει δημόσιες συμβάσεις. Στο όνομα της αδέκαστης και αμερόληπτης δικαιοσύνης, οι εν λόγω δικαστές στρέφουν τα βέλη τους επιλεκτικά, προλειαίνοντας το έδαφος για τους πολιτικούς εκείνους που είναι κάθε φορά οι εκλεκτοί του κεφαλαίου.
Γνωρίζοντας ότι το σκάνδαλο της διαφθοράς επηρεάζει κυρίως την Κριστίνα και την κιρχνερική αντιπολίτευση, ο Μάκρι απέδωσε την οικονομική αστάθεια στην υπόθεση των τετραδίων Σεντένο, καθώς και στην κρίση της Τουρκίας και τον εμπορικό πόλεμο μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Κίνας.
Η δυναμική μιας εξαρτημένης χώρας
Ολοένα και συχνότερα οι οικονομολόγοι κατονομάζουν την Αργεντινή και την Τουρκία ως τα πρώτα θύματα της επερχόμενη κρίσης των αναδυόμενων οικονομιών. Η αύξηση των επιτοκίων της Fed οδήγησε στη συρρίκνωση της ρευστότητας σε παγκόσμιο επίπεδο και την επιστροφή των ξένων κεφαλαίων στην Αμερική με τη διαφυγή τους από τις αναδυόμενες οικονομίες. Από την αρχή του χρόνου η Αργεντινή έχει χάσει 20 δισ. δολάρια λόγω μεταφοράς τους στο εξωτερικό.
Η εξωτερική πολιτική του Τραμπ, με προμετωπίδα το «Η Αμερική πάνω απ’ όλα», αποκτά συγκεκριμένο χαρακτήρα όταν πρόκειται για τις σχέσεις των ΗΠΑ με χώρες όπως η Αργεντινή και η Βραζιλία. Ελλείψει πλέον της επιδίωξης για διατήρηση της σταθερότητας σε παγκόσμιο επίπεδο, ή έστω εκείνης των συμμάχων, ο Τραμπ εστιάζει αποκλειστικά στην προώθηση των συμφερόντων των αμερικάνικων εταιρειών στο εξωτερικό. Οι εταιρείες αυτές ξερογλείφονται μπροστά στην προοπτική των ευκαιριών που θα δημιουργηθούν στην Αργεντινή μετά την υποτίμηση ή στη Βραζιλία αφότου το μεγάλο εγχώριο κεφάλαιο που επωφελήθηκε από την κυβερνητική διαφθορά τεθεί εκτός ανταγωνισμού. Τόσο ο Σέρχιο Μόρο όσο και ο Κλαούντιο Μπονάδιο φέρονται να διατηρούν —κεκαλυμμένα, βέβαια— στενούς δεσμούς με την κυβέρνηση των ΗΠΑ.
Το ζήτημα της αμερικάνικης παρέμβασης στην οικονομία και την πολιτική μιας ξένης χώρας αποκτά νέο περιεχόμενο κάθε φορά που κάποια από αυτές τις οικονομίες αναγκάζεται να αποπληρώσει το χρέος της ή να εφαρμόσει πολιτικές λιτότητας. Για τις φτωχές χώρες το ΔΝΤ και ο θεσμός του εξωτερικού χρέους αποτελούν όπλο του ιμπεριαλισμού όπως ακριβώς και ο ΟΗΕ. Αυτό σημαίνει ότι το ελάχιστο που μπορούν να κάνουν όσοι και όσες στην Αμερική καταλαβαίνουν την απελπισία του κόσμου στην Αργεντινή —και οπουδήποτε αλλού στον κόσμο— είναι να εναντιωθούν σθεναρά σε όλες τις περιπτώσεις παραβίασης από την αμερικάνικη κυβέρνηση της εθνικής κυριαρχίας χωρών, καθώς και να απαιτήσουν από το ΔΝΤ και την αμερικανική κυβέρνηση τη διαγραφή του εξωτερικού χρέους.
Από τον γκραντουαλισμό στο δόγμα του σοκ
«Η πραγματικότητα μάς δείχνει ότι πρέπει να επιταχύνουμε» δήλωσε ο Μάκρι σε τηλεοπτική του εμφάνιση στις 3 Ιουνίου, προβάλλοντας αποφασιστικότητα για την κλιμάκωση του προγράμματος λιτότητας. Λίγα λεπτά αργότερα ο υπουργός οικονομίας Νικολάς Ντουχόβνε ανακοίνωσε νέο πακέτο μέτρων, μεταξύ των οποίων και η μικρή αύξηση της φορολογίας στις εξαγωγές αγροτικών προϊόντων —τομέας που έχει σημειώσει μεγάλη κερδοφορία απ’ όταν ο Μάκρι ανέλαβε καθήκοντα και ο οποίος θα επωφεληθεί περισσότερο από την υποτίμηση του πέσο. Βέβαια, το σημαντικότερο βάρος θα πέσει στις πλάτες της εργατικής τάξης και των φτωχών. Ο Ντουχόβνε εξήγγειλε την αναπροσαρμογή του προϋπολογισμού του 2019 προκειμένου το δημοσιονομικό έλλειμα να φτάσει από το 1,3% στο μηδέν. Αυτή η περικοπή στον προϋπολογισμό σημαίνει ότι η κυβέρνηση θα διαθέσει 6 δισ. δολάρια λιγότερα απ’ ό,τι προγραμματιζόταν, κάτι που επηρεάζει τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων αλλά και τις ίδιες τις δημόσιες υπηρεσίες. Ωστόσο, δεν ανέφερε ότι ο προϋπολογισμός μηδενικού ελλείμματος είναι ο στόχος για τον «αρχικό δημοσιονομικό λογαριασμό», δηλαδή πριν την εξυπηρέτηση των τόκων του δανείου, οι οποίοι, εξαιτίας της υποτίμησης του πέσο, θα ανέλθουν στο 3,3% του ΑΕΠ για το 2019.
Εν μέσω της πτώσης του νομίσματος την περασμένη εβδομάδα, η κυβέρνηση αποφάσισε να αυξήσει το επιτόκιο σε 60%, σε μια προσπάθεια να αποτρέψει την αγορά δολαρίων. Παρόλ’ αυτά, ο Μάκρι γνωρίζει καλά ότι, εφόσον σταθεί τυχερός, αυτά τα επιτόκια μπορούν να επιβραδύνουν την οικονομία και να μειώσουν τον πληθωρισμό αλλά παράλληλα μπορούν να αποθαρρύνουν τις επενδύσεις και να ενισχύσουν τον κίνδυνο μιας περαιτέρω ύφεσης.
Μπροστά σε μια κρίση τέτοιου μεγέθους η περονική αντιπολίτευση δεν έχει να πει πολλά. Ο ίδιος ο Πρόεδρος φρόντισε να ευχαριστήσει την «ηγεσία της αντιπολίτευσης» μαζί με την οποία «σημειώνουν πρόοδο» όσον αφορά το νέο προϋπολογισμό. «Επειδή, μην ξεχνάτε, ποτέ δεν είχαμε την πλειοψηφία στο Κογκρέσο» σημείωσε. Θα ήταν πολύ δύσκολο να βρούμε μια πιο σύντομη και περίτρανη απόδειξη για τη συνεργασία μεταξύ των διαφόρων αποχρώσεων περονιστών και του κυβερνώντος κόμματος για τη διατήρηση της ικανότητας διακυβέρνησης. Και είναι κάτι εύλογο για εκείνους. Προτιμούν ο Μάκρι να αντέξει (στην κυβέρνηση) μέχρι τις εκλογές του 2019, πόσο μάλλον όντας αποδυναμωμένος, και ακόμα καλύτερα να έχει προλάβει μέχρι τότε να κάνει όλη τη βρόμικη δουλεία.
Οι ηγεσίες των δύο εργατικών ομοσπονδιών, που έχουν στενούς δεσμούς με τους περονιστές πολιτικούς, (του φιλοκιρχνερικού CTA–Central de Trabajadores Argentinos και του πιο συντηρητικού περονικού CGT–Confederación General del Trabajo), ανακοίνωσαν γενική απεργία για τις 24 και 25 Σεπτεμβρίου, αντίστοιχα. Το κάλεσμα μπορεί να φαίνεται αρκετά προωθημένο για τα αμερικάνικα δεδομένα αλλά, με βάση τη συχνότητα των απεργιών στην Αργεντινή και τη σοβαρότητα της τωρινής κρίσης, ένα κάλεσμα για απεργία σχεδόν έναν μήνα μετά ακούγεται πιο πολύ σαν αστείο. Όπως λέει κι ο Λούτσο Αγκιλάρ, δημοσιογράφος που ασχολείται με τα εργατικά, «Εδώ δεν ξέρουμε πώς θα βγάλουμε το χειμώνα και το CGT προγραμματίζει απεργία για την άνοιξη». Σε συνέντευξή της στον ειδησεογραφικό σταθμό C5N, η επικεφαλής των σοσιαλιστών Μίριαμ Μπρέγμαν τόνισε την τεράστια δύναμη του CGT να κινητοποιεί κόσμο και την απροθυμία της ηγεσίας του να την ενεργοποιήσει. «Αντί για δράσεις προτείνουν διακοπές» δήλωσε η Μπρέγμαν, αναφερόμενη στην άρνηση της ηγεσίας της ομοσπονδίας να οργανώσει συλλαλητήρια, αποκλεισμούς δρόμων ή κινητοποιήσει.
Η αριστερή αντιπολίτευση
Ευτυχώς, οι περονιστές, οι κιρχνεριστές και οι γραφειοκράτες των συνδικάτων δεν είναι η μόνη αντιπολίτευση στο καθεστώς Μάκρι. Υπάρχει και μια αντικαπιταλιστική αντιπολίτευση που ενισχύεται διαρκώς, τόσο στο Κογκρέσο όσο και στο δρόμο, στους χώρους δουλείας και στα πανεπιστήμια. Με μια εκλογική βάση που ξεπερνά το ένα εκατομμύριο ψηφοφόρους στις τρεις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις, το FIT–Frente de Izquierda y de los Trabajadores (Μέτωπο της Αριστεράς και των Εργαζομένων) έχει αναδειχθεί σε οχυρό της επαναστατικής πολιτικής και βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της αντίστασης. Οι υποστηρικτ(ρι)ές του PTS–Partido de los Trabajadores Socialistas (Κόμμα των Σοσιαλιστών Εργατών), της κύριας δύναμης μέσα στο FIT, είχαν καθοριστική συμβολή στην κινητοποίηση χιλιάδων γυναικών για τη διεκδίκηση του δικαιώματος στην έκτρωση που έγινε φέτος, προβάλλοντας παράλληλα τα αιτήματά τους και εντός του Κογκρέσου. Με τους χιλιάδες υποστηρικτές και υποστηρίκτριές του και τον κόσμο που επηρεάζουν στα σωματεία των δασκάλων και στο μαθητικό κίνημα, το PTS βρέθηκε στην πρώτη γραμμή των συλλαλητηρίων, των μπλόκων και των κινητοποιήσεων που σάρωσαν τη χώρα με το αίτημα της αύξησης της χρηματοδότησης για την παιδεία.
Το FIT είναι η μόνη πολιτική δύναμη μέσα στο Κογκρέσο που δεν δέχεται την αποπληρωμή του εξωτερικού χρέους. Απέναντι στην αγανάκτηση του κόσμου με το Cambiemos και με το οικονομικό πρόγραμμα που επιβάλλει το ΔΝΤ, η ηγεσία του PTS έχει προτείνει την άμεση συγκρότηση Συντακτικής Συνέλευσης που θα ασχολείται με τα επιτακτικά ζητήματα που αντιμετωπίζει ο αργεντίνικος λαός. Η εθνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος, ο κρατικός έλεγχος του εξωτερικού εμπορίου για την αντιμετώπιση της διαφυγής κεφαλαίων και η προοδευτική μείωση των ωρών εργασίας για την καταπολέμηση και της ανεργίας και της υπερεργασίας παράλληλα είναι κάποια από τα μεταβατικά αιτήματα που έχει προτείνει η αριστερά. Αυτά τα μέτρα δεν γίνεται να ληφθούν από κάποια αστική κυβέρνηση, όσο δυνατή κι είναι η αριστερά και παρά τις έντονες πιέσεις που μπορεί να ασκήσει. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, το FIT αγωνίζεται ώστε η διακυβέρνηση να περάσει στα χέρια των εργαζομένων, ώστε να γίνει εφικτή η εφαρμογή αυτών και άλλων μέτρων κατά την πορεία την μετάβασης προς το σοσιαλισμό.
Η παρούσα κατάσταση έχει συνδεθεί με την περίοδο της παραμονής της οικονομικής κατάρρευσης του 2001. Και, πράγματι, υπάρχουν πολλές ομοιότητες αλλά και μια βασική διαφορά. Στην κρίση του 2001, το εργατικό κίνημα πιάστηκε απροετοίμαστο, έβγαινε από καταστροφικές ήττες, ήταν αποδιοργανωμένο και του έλειπε μια δυνατή σοσιαλιστική αριστερά. Έκτοτε, οι εργαζόμενοι/-ες έχουν να επιδείξουν σημαντικές νίκες, για των οποίων τα κεκτημένα μάλλον θα παλέψουν σκληρά ώστε να τα διατηρήσουν. Χάρη σε ορισμένες μάχες ορόσημα για το εργατικό κίνημα συγκροτήθηκε μια μαχητική μειοψηφία σε κάποιους τομείς όπου η αριστερά κατάφερε να σηκώσει κεφάλι: στην εκπαίδευση, τη βιομηχανία επεξεργασίας τροφίμων, τη βιομηχανία ανταλλακτικών αυτοκινήτων, τον κλάδο της εκτύπωσης και αλλού. Η ανάδειξη της επαναστατικής αριστεράς ως μιας διακριτής εναλλακτικής επιλογής στην εθνική πολιτική σκηνή, οι καθημερινές εμφανίσεις των εκπροσώπων της στα κανάλια και σε διάφορες τηλεοπτικές εκπομπές, μπορεί να επιδράσει αποφασιστικά στον κόσμο που, όντας δυσαρεστημένος από την πολιτική του μία από τα ίδια, θα στραφεί προς μια πιο ριζοσπαστική προοπτική.
Βέβαια, ακόμα κι αν η παρούσα κυβέρνηση αμφισβητείται σε πολύ μεγάλο βαθμό, η πλειοψηφία της εργατικής τάξης τρέφει ακόμα αυταπάτες για τις διάφορες εκφάνσεις του περονισμού και του κιρχνερισμού. Όλα τα συνδικάτα της χώρας ελέγχονται από μια λιγότερο ή περισσότερο συντηρητική γραφειοκρατία που βρίσκεται στο στρατόπεδο των αστικών πολιτικών κομμάτων. Θα χρειαστεί μια περίοδος μεγάλων μαχών και μια στροφή στη συνείδηση της εργατικής τάξης για την υπέρβαση αυτών των άθλιων ηγεσιών του εργατικού κινήματος σήμερα. Αλλά η κρίση μαίνεται ακόμα κι ενώ κανένας εύκολος δρόμος δεν φαίνεται να διανοίγεται, οι εξελίξεις θα ξεκινήσουν να τρέχουν.