του Γιάννη Μυκωνιάτη
Από την πρώτη στιγμή που έγινε γνωστή η δολοφονία του Ζακ στην Ομόνοια, οι πρώτοι τίτλοι που βγήκαν από τα ΜΜΕ ήταν όλα σε ύφος “Τοξικομανής ληστής πέφτει νεκρός σε απόπειρα ληστείας στην Ομόνοια” ενώ σε ρεπορτάζ μπορούσαμε να διαβάσουμε για “διερχόμενους περαστικούς” που επιτέθηκαν για να τον σταματήσουν και για “αυτοτραυματισμό από τα τζάμια” όταν ο Ζακ προσπάθησε να διαφύγει.
Τα αντανακλαστικά που έδειξε το κίνημα σε μεγάλο βαθμό ήταν θετικά. Γίνανε πορείες, συγκεντρώσεις και δράσεις που με πολύμορφα χαρακτηριστικά τόσο σε σχέση με τον κόσμο που συμμετείχε όσο και με τα χαρακτηριστικά που αυτές ανέπτυξαν. Ωστόσο όπως κάθε φορά που βγαίνουν στο προσκήνιο συνειδήσεις με αυθόρμητο τρόπο είναι διακύβευμα η κατεύθυνση και η στόχευση που θα πάρει όλο αυτό. Επίσης υπάρχει πάντα και η αντίθετη πλευρά του νομίσματος. Ενώ κατά γενική ομολογία η αντίδραση της πλειοψηφίας του κόσμου στην εικόνα να λιντσάρεται μέχρι θανάτου ένας άνθρωπος ήταν η φρίκη και ο αποτροπιασμός, δεν έλειψαν και σχόλια επιδοκιμασίας στον ιδιοκτήτη του κοσμηματοπωλείου με βασικά επιχειρήματα ότι “ο ιδιοκτήτης βρισκόταν σε νόμιμη άμυνα”, “το κέντρο της Αθήνας είναι άντρο εγκληματικότητας και πρέπει να καθαρίσει”. Σχετικά με το πρώτο δεν χρειάζεται να είναι κανείς νομικός για να αντιληφθεί ότι ένας άνθρωπος πεσμένος στο έδαφος και τραυματισμένος δεν αποτελεί κίνδυνο για κανέναν. Το δεύτερο ιδεολόγημα, το οποίο βρίσκει πάτημα σε καιρούς κρίσης είναι και η κυρίαρχη αφήγηση της ακροδεξιάς και φασιστικής επιχειρηματολογίας για να προωθήσουν την ατζέντα τους. Γι’ αυτήν την αφήγηση δεν φταίει το κεφάλαιο και η κρίση του για την κατάσταση που βιώνουμε. Την μία φορά θα φταίνει οι μετανάστες, την άλλη οι ντόπιοι εργαζόμενοι που δεν κάνουν θυσίες κοκ. Είναι η αφήγηση που καλλιεργεί το μίσος ανάμεσα στους καταπιεσμένους για να βγάλει λάδι τους καταπιεστές.
Παρόμοια προβληματική αναδείχτηκε όμως και με αφορμή τις πρακτικές ενός μέρους της αναρχίας σε μία από τις συγκεντρώσεις σχετικά με το αν το κίνημα μπορεί να αξιοποιήσει πρακτικές βίας ή αν θα υιοθετήσει την τοποθέτηση του “καταδικάζω την βία από όπου και αν προέρχεται”. Χαρακτηριστικό είναι ότι βασικό σύνθημα που επέλεξαν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης οι διοργανωτές μίας από τις συγκεντρώσεις είναι μία φράση του Ζακ “εγώ με την βία δεν το είχα ποτέ”. Πέρα από το γεγονός ότι μια τέτοια τοποθέτηση κάνει το λογικό άλμα να απομονώσει μια φράση που είχε πει κάποια στιγμή ο Ζακ (είχε εκφράσει κατά καιρούς και αντίθετες απόψεις για την βία ως μέσο αυτοάμυνας απέναντι στην βία της ματσό κουλτούρας, της πατριαρχίας κλπ) καταλήγει αναπόφευκτα στην αποδοχή της κλασικής φιλελεύθερης θέσης ότι η μοναδική αποδεκτή βία είναι η “λελογισμένη” (η και μη) βία που ασκεί το κράτος και οι μηχανισμοί του.
Και τις δύο αυτές μορφές βίας τις συνέχει ένα κοινό στοιχείο. Ακόμα και αν στην πρώτη περίπτωση η βία ενδύεται με τον μανδύα της νομιμότητας του κράτους και οι δύο έχουν ένα κοινό στόχο να εξασφαλίσουν την απρόσκοπτη λειτουργία των κυρίαρχων σχέσεων εξουσίας στο σήμερα σε όλα τα επίπεδα.
Έτσι η βία μπορεί να πάρει την μορφή ωμής καταστολής όταν μια εργατική, κοινωνική ή νεολαιίστικη διεκδίκηση έρχεται να ταράξει τα νερά της κοινωνικής ειρήνης, την μορφή των στρατόπεδων συγκέντρωσης, την μορφή του φράχτη στον Έβρο, των επαναπροωθήσεων και των πνιγμών στο Αιγαίο απέναντι σε πρόσφυγες και μετανάστες, είτε την μορφή της επίθεσης σε εργατικά-κοινωνικά δικαιώματα. Μπορεί όμως να πάρει την μορφή του μαχαιριού που θα δολοφονήσει τον Παύλο Φύσσα και τον Σαχτζατ Λουκμαν, την μορφή ενός βιαστή, την μορφή ενός τύπου που θα ξεράσει μίσος στον δρόμο, όταν δει κάτι διαφορετικό από αυτόν.
Tέτοια ήταν και η βία που σκότωσε τον Ζακ. Για τον ιδιοκτήτη του κοσμηματοπωλείου στο πρόσωπο του Ζακ δεν αποκρυσταλλώθηκε μόνο η απειλή για την ιδιοκτησία του. Ο Ζακ γι’ αυτόν ήταν ένας φτωχός τοξικοεξαρτημένος, συνολική απειλή δηλαδή για την ασφάλεια και την κανονικότητα της πόλης.
Απέναντι λοιπόν στην κανονικότητα που μισεί οτιδήποτε ξεφεύγει από τα πρότυπά της, απέναντι στον κοινωνικό πόλεμο που δεχόμαστε και τις καταπιέσεις που βιώνουμε το μαζικό κίνημα των εργαζομένων, της νεολαίας και κάθε καταπιεσμένου υποκειμένου έχει κάθε δικαίωμα να αμυνθεί στην βία του κράτους και των από πάνω. Είμαστε με την αντι-βία της απεργίας, όταν τα αφεντικά αφήνουν στον δρόμο συναδέλφους και συναδέλφισσές μας. Είμαστε με την αντι-βία του φοιτητικού και μαθητικού κινήματος που βάζουν φρένο τόσα χρόνια στις αναδιαρθρώσεις στην εκπαίδευση. Είμαστε ανοιχτά με την αντί-βία του αντιφασιστικού κινήματος που καθαρίζει τις γειτονιές από τους φασίστες. Είμαστε με την αντι-βία του φεμινιστικού και λόατκι κινήματος που μάχονται τον σεξισμό και την ομοφοβία.
Είμαστε με αυτές τις μορφές αντί-βίας γιατί ξέρουμε πως μόνο μέσα από τους αγώνες, την συλλογικότητα και την αλληλεγγύη πως είναι εφικτό σήμερα να ζήσουμε ελεύθερα όπως εμείς θέλουμε χωρίς κανέναν να μας εκμεταλλεύεται και να χύνει δηλητήριο στις ζωές μας.