Χριστίνα Μαυροπούλου, δημοσιογράφος
το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στα Τετράδια Μαρξισμού
Η ιστορία επαναλαμβάνεται. Δυστυχώς, σαν κακή φάρσα.
Τον Ιούνιο του 2009, ο εκπρόσωπος των ανθρώπων Γιανομάμι της Βραζιλίας, Ντάβι Κοπενάβα, μιλώντας στο βρετανικό Κοινοβούλιο προειδοποίησε ότι ένα δεύτερο κύμα πολέμου και αποικιοκρατίας, έρχεται.
Ο Κοπενάβα δεν διάβασε σήματα καπνού ούτε μάσησε φύλλα ή κάποιο άλλο είδος παραισθησιογόνου φυτού. Οι άνθρωποι Γιανομάμι, μία από τις πολυπληθέστερες φυλές της ζούγκλας του Αμαζονίου εδώ και χρόνια πληρώνουν βαρύ φόρο αίματος, αφού στοχοποιούνται συστηματικά από τους χρυσοθήρες και συνάμα αποτελούν εμπόδιο για τη δράση των πολυεθνικών μεταλλουργικών και εξορυκτικών εταιριών. Οι ιθαγενείς πληθυσμοί της Λατινικής Αμερικής, μία υποήπειρος σε συνεχή κίνηση, αλλαγή και αναβρασμό, ήταν οι πρώτοι που συνειδητοποίησαν τη λεηλασία και την υφαρπαγή της γης τους ως βασικό παράγοντα για την ανάπτυξη και συνέχιση του εξορυκτικού μοντέλου εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων (αλλά και του ανθρώπινου δυναμικού με όρους δουλείας), που υιοθετεί στη νέα του φάση ο παγκόσμιος καπιταλισμός. Ουκ ολίγες φορές εξεγέρθηκαν, και όλες καταστάληκαν με περισσή βία. Παντού. Είτε στην Κολομβία του «δεξιού» Χουάν Μανουέλ Σάντος, είτε στο Εκουαδόρ του «αριστερού» Ραφαέλ Κορέα.
Το 2009 η φρενίτιδα της «ροζ παλίρροιας», όπως χαρακτηρίστηκαν οι αριστερές και φιλολαϊκές κυβερνήσεις στη Λατινική Αμερική, είχε καταλάβει κάθε αριστερό του πλανήτη, και όλοι έσπευδαν να «μελετήσουν» και να αντιγράψουν «μοντέλα διακυβέρνησης». Όποια κίνηση, διαφωνία, αντίθεση αυτόματα αποκηρυσσόταν ως «προσπάθεια ανατροπής», «υπονόμευσης» κλπ. Όχι πως δεν υπήρχαν. Υπήρχαν. Αλλά, φυσικά, δεν είχαν όλες οι κριτικές αυτό το χαρακτήρα. Όμως δεν ήταν μόνο οι ιθαγένικοι πληθυσμοί που βρέθηκαν στο στόχαστρο. Κινήματα και οργανώσεις, σε τοπικό και εθνικό επίπεδο, σε κάθε χώρα, δέχονται συνεχώς πυρά, ενώ κατακτήσεις από διάφορα εγχειρήματα στους τομείς της υγείας, παιδείας, στέγασης, παραγωγής και την επικοινωνία, δέχονταν αλλεπάλληλα πλήγματα, από τις κυβερνήσεις που ο αγώνας τους τις είχε αναδείξει.
Οι επικεφαλής των κυβερνήσεων, γοργά, έμαθαν να χειρίζονται και να χρησιμοποιούν τμήματα τα λαϊκού κινήματος ενάντια σε όσα παρέμεναν συνεπή και ριζοσπαστικά. Κύριος στόχος η εξασφάλιση της κυβερνησιμότητας και η μέγιστη δυνατή νομιμοποίηση της πολιτικής τους: υιοθέτηση του εξορυκτικού μοντέλου οικονομίας με βασικούς πυλώνες συνεργασίας την Κίνα και τη Ρωσία, και νέους τρόπους οργάνωσης του κράτους, που εν μέρει είχε αποσαρθρωθεί εξαιτίας της σφοδρής αντίθεσης και πολύχρονης λαϊκής εξεγερτικής πίεσης στις διαθρωτικές αλλαγές και της δια της βίας επιβολή ενός ιεραρχικού και αυταρχικού μοντέλου διακυβέρνησης που επέβαλλε η συναίνεση της Ουάσινγκτον.
Οι κυβερνήσεις κατέστειλαν όπου μπορούσαν, αν και προερχόμενοι από τα σπλάχνα του κινήματος, γνώριζαν πολύ καλά πως μόνο με την καταστολή δεν μπορούσαν να διαφυλάξουν την παραμονή και τα προνόμιά τους. Έτσι σφετεριζόμενες φρασεολογία και σημαίες, υιοθέτησαν διάφορους μηχανισμούς διαλόγου, που ουδόλως επέλυαν προβλήματα αλλά αντίθετα αποσάθρωναν και κατακερμάτιζαν το λαϊκό κίνημα. Παράλληλα, οι «κοινωνικές πολιτικές» αποτέλεσαν μία φαρμακερή σφήνα στους κόλπους των κινημάτων, ειδικά υπό το πρίσμα ότι οι κοινωνικές πολιτικές δεν εφαρμόζονταν απευθείας αλλά μέσω διαφόρων κοινωνικών οργανώσεων, οι οποίες μεταμορφώθηκαν σε ακρογωνιαίο λίθο της πολιτικής τους και βασικό εργαλείο ανακοπής του λαϊκού ρεύματος. Λειτούργησαν και λειτουργούν ως φράγματα και αναχώματα. Τέλος, το κυριότερο, η ιδιοποίηση των εδαφών από τις πολυεθνικές συντελείται σε απομακρυσμένες περιοχές, μακριά από τα μέρη όπου κατοικεί η πλειονότητα των λαϊκών στρωμάτων. Κολοσσιαία διαφορά σε σχέση με ό,τι συνέβαινε τη δεκαετία ’90, όταν οι πολιτικές λιτότητας και διαρθρωτικών αλλαγών έπλητταν όλους, αδιακρίτως και οριζόντια, συμπεριλαμβανομένης και της μεσαίας τάξης.
Το «ροζ» φαινόμενο κράτησε μία δεκαετία. Η οικονομία έκανε τον κύκλο της, κυρίως εξαιτίας της πτώσης της ζήτησης προϊόντων εκ μέρους της Κίνας, το λαϊκό κίνημα κατακερματίστηκε. Στην τελευταία φάση της άμπωτης πολλοί ξεβράστηκαν. Τώρα η ροζ παλίρροια αντικαθίσταται σταδιακά από μία «μαύρη παλίρροια» και ένας είδος «τραμπισμού», σε πολιτικό –όλοι σχεδόν οι πρόεδροι προέρχονται από το χώρο των επιχειρήσεων— και κοινωνικό επίπεδο. Αξιοσημείωτο είναι ότι παρατηρούνται ανάλογα φαινόμενα δράσης της «εναλλακτικής δεξιάς» σε όλες τις χώρες, με ρατσιστικές, ξενοφοβικές και μισογύνικες εκφάνσεις.
Τίποτα δεν είναι ίδιο μετά τις εκλογές του περασμένου Δεκεμβρίου, όταν και επανεκλέχτηκε πρόεδρος της Χιλής, ο Σεμπαστιάν Πινιέρα. Με την εκλογή του επισφραγίστηκε η ανατροπή του συσχετισμού δύναμης σε επίπεδο κυβερνήσεων, σε όλη την περιοχή ενώ στην ίδια τη Χιλή, στη δεύτερη του θητεία, ο Πινιέρα, ολοένα και αυξάνει την καταστολή και μάλιστα επαναφέρει τους νόμους Πινοτσέτ, με «εργαστήριο εφαρμογής» την ποινικοποίηση του αγώνα των ιθαγενών Μαπούτσε με τα σταγονίδια της εποχής Πινοτσέτ, που ξανάγιναν χοντρές ψιχάλες, να δρουν σαν το μακρύ παρακρατικό χέρι (όχι πως έπαψαν ποτέ).
Πριν την εκλογή του, ήδη, στη Βραζιλία, ο Μισέλ Τεμέρ, ο οποίος δεν έλαβε ούτε μία ψήφο στις κάλπες, αλλά προέκυψε από το «συνταγματικό πραξικόπημα» που απομάκρυνε την Ντίλμα Ρουσέφ από την προεδρία της χώρας, κυβερνά από το 2016. Για λίγο καιρό ακόμη. Εντούτοις, οι προεδρικές εκλογές 7ης Οκτωβρίου στη Βραζιλία αποτελούν γρίφο, διότι το φαβορί, ο πρώην πρόεδρος Λουίς Ινάσιου Λούλα ντα Σίλβα, τελικά αποκλείστηκε από το Ανώτατο δικαστήριο καθότι… φυλακισμένος για διαφθορά και δωροδοκίες. Όμως κι από τη φυλακή ο Λούλα εξακολουθεί να κινεί τα νήματα. Αμέσως μετά τον αποκλεισμό του έδωσε το «δαχτυλίδι» στο Φερνάντο Χαντάτ. Είναι άγνωστο όμως εάν κερδίσει την εμπιστοσύνη των βραζιλιάνων το δίδυμο που προωθεί τώρα το Κόμμα των Εργαζομένων (PT). Ως πρόεδρο τον Φερνάντο Χαντάτ, πρώην δήμαρχο του Σάο Πάολο και ακαδημαϊκού, και ως αντιπρόεδρο την βουλευτή του ΚΚ της Βραζιλίας (PCdoB, που έχει στηρίξει τις κυβερνήσεις Λούλα και Ρουσέφ) Μανουέλα Ντ’ Άβιλα. Από την άλλη ο θανάσιμος τραυματισμός του αντιδραστικού υποψήφιου Ζαΐχ Μπολσονάρου, πρώην στρατιωτικού και νοσταλγού των δικτατόρων που κυβέρνησαν για πολλές δεκαετίες, οποίος μαχαιρώθηκε στις 7 Σεπτέμβρη σε προεκλογική περιοδεία και νοσηλεύεται σοβαρά τραυματισμένος, περιπλέκει ακόμη περισσότερο την προεκλογική σκηνή.
Στην Αργεντινή, ο Μαουρίσιο Μάκρι, των Panama Papers, των στενών διασυνδέσεων με τη ευαγγελική και χριστιανική δεξιά και στις ΗΠΑ, κυβερνά μία χώρα όπου η Γερουσία καταψηφίζει την αποποινικοποίηση των αμβλώσεων. Γυναίκες και ΛΟΑΤΚΙ δολοφονούνται μαζικά. Αγωνιστές καταστέλλονται και εξαφανίζονται όπως ακριβώς στη χούντα, με πλέον πολύκροτη την υπόθεση του Σαντιάγο Μαλδονάδο, όπου εμπλέκεται άμεσα και η αστυνομία. Η Μιλάγκρο Σάλα και άλλοι αγωνιστές σαπίζουν σε φυλακές ως πολιτικοί κρατούμενοι. Ενώ πριν μερικές εβδομάδες προσέφυγε και στο ΔΝΤ αξιώνοντας βοήθεια ύψους 50 δις μέσω τριετούς δανειοδοτικού προγράμματος με πολύ σκληρά μέτρα λιτότητας που θυμίζουν 2001, γεγονός που πυροδότησε μαζικές διαδηλώσεις στη χώρα.
Δεν είναι όμως μόνο ο «δεξιός» Μάκρι και η Αργεντινή, που καταφεύγουν εκ νέου στο ΔΝΤ, αλλά και ο «επαναστάτης», ηγέτης των Σαντινίστας, Ντανιέλ Ορτέγκα. Από τον Απρίλιο αιματοκυλεί τη χώρα προκειμένου να κάμψει τις αντιδράσεις στο βασικό σχέδιο, μείωσης των συντάξεων και αύξησης των ασφαλιστικών εισφορών. Η άγρια καταστολή της κυβέρνησης Ορτέγκα ενάντια στο κίνημα, έχει μέχρι στιγμής οδηγήσει σε περισσότερους από 400 νεκρούς και χιλιάδες τραυματίες και εξαφανισμένους. Κρατική καταστολή και δράση παραστρατιωτικών οργανώσεων, θυμίζουν την εποχή της δικτατορίας Σομόζα. Παρόλα αυτά, ο ίδιος φωνασκεί «περί σχεδίου υπονόμευσης» ενώ κάποιοι και εγχωρίως σπεύδουν να υιοθετήσουν την ρητορική, κάνοντας λόγο για «εξέγερση των εργοδοτών».
Στην Κολομβία, ο πρώην πρόεδρος της Κολομβίας, Σάντος εμπλέκεται στο σκάνδαλο του βραζιλιάνικου κατασκευαστικού γίγαντα Odebrecht, καθώς έλαβε ένα εκατομμύριο δολάρια για την προεδρική του καμπάνια στην Κολομβία, το 2014. Εκτός του Σάντος εμπλέκονται και δεκάδες άλλες αξιωματούχοι δέκα χωρών της Λατινικής Αμερικής. Την ίδια στιγμή, ρεκόρ σημειώνουν οι δολοφονίες ηγετικών στελεχών του ιθαγένικου κινήματος και άλλων αγωνιστών. 311 έχουν δολοφονηθεί σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, μέσα σε λιγότερο από μία διετία, δηλαδή από την υπογραφή της ειρηνευτικής συμφωνίας με τις Ένοπλες Επαναστατικές Δυνάμεις της Κολομβίας-FARC. Την ίδια στιγμή το ποινικό έγκλημα στα χαμηλότερα επίπεδα όλων των εποχών. Το μέλλον δυσοίωνο για το λαϊκό κίνημα και με την ανάληψη καθηκόντων του νέου προέδρου Ιβάν Ντούκε, στις αρχές Αυγούστου.
Στο Περού, ο πρόεδρος Πέδρο Πάμπλο Κουσίνσκι, εξαναγκάστηκε σε παραίτηση λόγω του σκανδάλου Οντεμπρεχτ ενώ πριν την παραίτησή του, κυβέρνησε μέσα σε ένα χρόνο με 112 διατάγματα, παρακάμπτοντας έτσι τη νομοθετική εξουσία με τις εξορυκτικές πολυεθνικές να αλωνίζουν.
Στο Εκουαδόρ ο «έμπιστος» και «διάδοχος» του Ραφαέλ Κορέα στην προεδρία, Λενίν Μορένο, έστριψε προς τα «δεξιά», και αρχίζει να εφαρμόζει μία «πιο ρεάλ πολιτίκ» -προσέγγιση με ΗΠΑ και διεθνή πιστωτικά ιδρύματα— έναντι της… «επαναστατικής» του «μετριοπαθή» οικονομολόγου Κορέα. Παράλληλα, δικαστήριο έχει εκδώσει ένταλμα σύλληψης για τον πρώην πρόεδρο Κορέα, που εξόριστος ζει στις Βρυξέλλες και εκτοξεύει μύδρους, μέσω Τουίτερ εναντίον του «προδότη» Μορένο. Τυπικά, η δίωξη Κορέα γίνεται για την εμπλοκή του στην απόπειρα απαγωγής του Φερνάντο Μπάλδα, ο οποίος ήταν ένας από τους κύριους εισηγητές της πρότασης αναθεώρησης του Συντάγματος, η οποία έγινε το 2008, αλλά κατόπιν στράφηκε εναντίον του Κορέα, στην Μπογκοτά το 2012. Επίσης, έρευνες γίνονται και για την «προνομιακή» μεταχείριση των κινέζικων εταιριών, κυρίως στο τομέα εκμετάλλευσης των υδρογονανθράκων.
Μόνες και έρημες, φαντάζουν η Βολιβία και η Βενεζουέλα. Στην μεν πρώτη, ο πρόεδρος Εβο Μοράλες, να δηλώνει την πλήρη ανεξαρτησία της χώρας από το ΔΝΤ και την ΠΤ αλλά να μην ακούγεται ενώ στη δεύτερη ο πρόεδρος Νικολάς Μαδούρο, να βάλλεται έσωθεν και έξωθεν. Η εκλογή του Αντρές Μανουέλ Λόπεζ Ομπραδόρ, στο Μεξικό, έγινε αποδεκτή με ανακούφιση ως δείγμα αναχαίτισης της δεξιάς στροφής. Ωστόσο το πρόγραμμα του είναι μετριοπαθέστατο ακόμη και για σοσιαλδημοκρατικά δεδομένα… ενώ οι Ζαπατίστας ήδη κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για την «επίθεση» που μπορεί να δεχτεί το ιθαγένικο και το λαϊκό κίνημα, επί προεδρίας του. Και όλα τα μάτια στρέφονται και πάλι στη Βραζιλία, που είναι το βαρόμετρο.