Άρθρο του Γιώργου Μιχαηλίδη για το Περιοδικό Αναιρέσεις – Τεύχος 22, Φθινόπωρο 2013
Το τέλος του εμφυλίου πολέμου το καλοκαίρι του ’49 καθόλου δεν σήμανε την επανάπαυση των νικητών. Το αυταρχικό, αντικομμουνιστικό κράτος που στήθηκε μετά το τέλος του εμφυλίου ήταν η προσπάθεια διασφάλισης της στρατιωτικής νίκης του ’49 από την άρχουσα τάξη και τους πολιτικούς της εκφραστές. Η περίοδος 1949-1967 ήταν μια περίοδος όπου το ενδεχόμενο επιβολής μιας δικτατορίας συζητήθηκε, εξετάστηκε και σχεδιάστηκε ουκ ολίγες φορές από κύκλους της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας. Οι κύκλοι αυτοί αν και δεν ταυτίζονταν πλήρως όσον αφορά τους σκοπούς τους -ενώ ορισμένες φορές δημιουργούνταν σοβαροί κλυδωνισμοί μεταξύ τους- εντούτοις ταυτίζονταν στο ότι αποδέχονταν την ανάγκη «αντιδημοκρατικής εκτροπής» σε περίπτωση που η διεθνής ένταξη της χώρας και τα συμφέροντα που εκπροσωπούσε η ακραιφνής Δεξιά και το παλάτι τίθονταν σε κίνδυνο. Το φλερτ του παλατιού, των στρατιωτικών και των πολιτικών της ΕΡΕ με τη δικτατορία (ο τύπος κι η διάρκεια αποτελούν αποχρώσεις της ίδιας λογικής) ήταν ακριβώς η αντανάκλαση του φόβου τους για πολιτική επικράτηση των ιδεών της Αριστεράς, παρά τη στρατιωτική της ήττα, ενώ αποδείκνυε την αποφασιστικότητά τους να διατηρήσουν τα προνόμιά τους (από κοντά κι οι διεθνείς τους σύμμαχοι) με κάθε κόστος.
Ατιμώρητοι συνωμότες: υπεράνω όλων ο αντικομμουνισμός
Η πρώτη απόπειρα πραξικοπήματος μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου σημειώθηκε το 1951 από στρατιωτικούς που έφτασαν μια ανάσα απ’ την ανατροπή της κυβέρνησης Πλαστήρα με σκοπό την άνοδο στην ηγεσία του, πιο σκληρού, στρατηγού Παπάγου. Το πραξικόπημα αποτράπηκε μετά από παρέμβαση του ίδιου του Παπάγου, ο οποίος άλλωστε θα γινόταν πρωθυπουργός της Ελλάδας με νόμιμα μέσα λίγο αργότερα. Πίσω απ’ αυτή τη συνωμοσία βρισκόταν ο ΙΔΕΑ (Ιερός Δεσμός Ελλήνων Αξιωματικών), μια μυστική οργάνωση φιλοβασιλικών και αντικομμουνιστών αξιωματικών που είχε ιδρυθεί το 1944 για την αντιμετώπιση του κομμουνιστικού κινδύνου και είχε αρχηγό τον ίδιο τον Παπάγο. Ο ΙΔΕΑ που στην ακμή του έφτασε να αριθμεί περί τα 2.500 μέλη ήταν η μήτρα απ’ όπου ξεπήδησε η «ομάδα Παπαδόπουλου» καθώς διαπνεόταν από τη λογική ταύτισης στρατού και έθνους και της ενεργού παρέμβασης του πρώτου στην πολιτική ζωή της χώρας. Οι πρωταγωνιστές του παρ’ ολίγον πραξικοπήματος του ‘51 έμειναν ατιμώρητοι καθώς σύσσωμη η πολιτική ηγεσία από τον βασιλιά ως τον Γ.Παπανδρέου και τα μεγάλα εκδοτικά συγκροτήματα ζήτησαν την αμνήστευση του ΙΔΕΑ. Έτσι, ο πρωθυπουργός Πλαστήρας, εναντίον του οποίου είχε στραφεί το πραξικόπημα, δήλωσε ότι: «δεν νομίζει συγχωρημένον να ριφθούν εις τας φυλακάς, έστω και μέχρι της δίκης, πολεμισταί αξιωματικοί, οίτινες αρχικώς συνεσπειρώθησαν προς αποτελεσματικοτέραν δράσιν κατά των κομμουνιστών», έστω και εάν «βραδύτερον υπερέβησαν τον σκοπόν τούτον».
Όταν η νεαρή Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά κατήλθε στις εκλογές του ‘56 σε συνεργασία με τον κεντρώο Τσαλδάρη υπήρξε νέο σχέδιο εκτροπής, το οποίο σκόνταψε στην άρνηση του Αρχηγού του Γενικού Επιτελείου Στρατού να δράσει δίχως την έγκριση του βασιλιά.
Η «ομάδα Παπαδόπουλου» συγκροτείται σε αυτό το φόντο ως υποσύνολο του ΙΔΕΑ που ενώνει τους πιο αδιάλλακτους στρατιωτικούς. Οι μετέπειτα «Απριλιανοί» συγκροτούν την ΕΕΝΑ (Ένωση Ελλήνων Νέων Αξιωματικών) το ’57 ως αντίδραση στην ολοένα μεγαλύτερη ενσωμάτωση των ανώτερων ιεραρχικά αξιωματικών του ΙΔΕΑ στο πολιτικό σύστημα. Ενώ όμως το δίκτυό τους αποκαλύπτεται, οι ίδιοι δεν συλλαμβάνονται ποτέ ώστε να μην κινδυνεύσει η ενότητα του στρατεύματος. Όπως θα φανεί στη συνέχεια αποτελούσαν απαραίτητο εργαλείο στον αγώνα πολιτικής επιβίωσης του πιο συντηρητικού κομματιού της ελληνικής αστικής τάξης.
Όταν η ΕΔΑ, εννιά μόλις χρόνια μετά τη λήξη του εμφυλίου πολέμου, κατακτά στις εκλογές του 1958 τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης με 24,42%, στα επιτελεία κυβέρνησης, στρατού και παλατιού σημαίνει συναγερμός. Το αποτέλεσμα των εκλογών του 1958 αποδεικνύει στα μάτια όλων των παραπάνω ότι το φάντασμα του κομμουνισμού πλανάται ακόμα πάνω από τη χώρα. Τα μετριοπαθή στοιχεία στον στρατό αποστρατεύονται και η «ομάδα Παπαδόπουλου» κατακτά νευραλγικές θέσεις σε Γενικό Επιτελείο Στρατού και ΚΥΠ. Εκθέσεις της αμερικανικής πρεσβείας την ίδια εποχή κάνουν λόγο για την πιθανότητα οργάνωσης πραξικοπήματος είτε από το παλάτι και την ΕΡΕ, είτε από χαμηλόβαθμους αξιωματικούς. Σε αυτή την πολιτική συγκυρία καταρτίζεται το «σχέδιο Περικλής» δηλαδή ένα επιτελικό στρατιωτικοπολιτικό σχέδιο για την καταστολή και τη μείωση της επιρροής της Αριστεράς. Το «σχέδιο Περικλής» όπως και το παλαιότερο «σχέδιο Προμηθεύς» αποτέλεσαν επίσημα καταρτισμένα σχέδια ΝΑΤΟϊκής εμπνεύσεως που προήλθαν από τη συνεργασία πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας. Το μεν πρώτο, τέθηκε σε πλήρη εφαρμογή κατά τις εκλογές βίας και νοθείας του ‘61 ενώ το δεύτερο αποτέλεσε ουσιαστικά το σχέδιο που εφάρμοσε η Χούντα της 21ης Απριλίου για την επιβολή της.
Σπάει το στρατόπεδο της εθνικοφροσύνης
Οι εκλογές του 1961 αποτελούν σημαντικό κόμβο στην εξέλιξη των πραγμάτων αφού το κύμα τρομοκρατίας που εξαπέλυσε προεκλογικά ο κρατικός μηχανισμός εναντίον της Αριστεράς αλλά και της Ένωσης Κέντρου οδήγησε στη ρήξη της τελευταίας με το αντικομμουνιστικό στρατόπεδο και την υιοθέτηση εκ μέρους της πιο ριζοσπαστικού λόγου και αιτημάτων. Ο «ανένδοτος αγώνας» που διακήρυξε ο Γεώργιος Παπανδρέου κατά της Δεξιάς φάνταζε στα μάτια του πιο συντηρητικού κομματιού της εξουσίας ως κερκόπορτα που θα άνοιγε το δρόμο για τη συνεργασία ΕΔΑ και ΕΚ, με απρόβλεπτες συνέπειες για το μέλλον της Ελλάδας. Το ενδεχόμενο δημιουργίας ενός εναλλακτικού πόλου εξουσίας πυροδοτεί ποικίλες διεργασίες στα επιτελεία. Έτσι, κατά τη διάρκεια του ‘62 και του ‘63 εμφανίζεται πληθώρα άρθρων στον ελληνικό και τον ξένο Τύπο που μιλούν για επικείμενο πραξικόπημα ώστε να εμποδιστεί μια πιθανή εκλογική σύμπραξη ΕΔΑ και ΕΚ.
νέα περίοδος οξυμένης κρατικής τρομοκρατίας που εγκαινιάστηκε με τις εκλογές του ’61 έφτασε στο αποκορύφωμά της με τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη και τον θανάσιμο τραυματισμό του Γιώργη Τσαρουχά (αμφότεροι βουλευτές της ΕΔΑ) τον Μάη του ’63. Η δολοφονία Λαμπράκη κι η παραλίγο δολοφονία του Τσαρουχά -τελικά πέθανε βασανιζόμενος από τη Χούντα το ’68- που ήταν προϊόν σχεδίου για την τρομοκράτηση της Αριστεράς ξεσήκωσαν θύελλα αντιδράσεων και οδήγησαν την ΕΡΕ σε εκλογική ήττα λίγους μήνες αργότερα. Όταν, τελικά η Ένωση Κέντρου γίνεται κυβέρνηση το 1964, αλλάζει τον αρχηγό ΓΕΣ και μεταθέτει σε μακρινά στρατόπεδα τους μετέπειτα Απριλιανούς. Το 1965 ο, πρωθυπουργός πλέον, Γεώργιος Παπανδρέου φέρνει στο φως στη Βουλή το σχέδιο «Περικλής» της ΚΥΠ καταγγέλλοντας την κυβέρνηση Καραμανλή ότι γνώριζε και συνέπραξε σε όσα διαδραματίστηκαν στις εκλογές του ’61. Η παράταξη της ΕΡΕ απαντάει λίγους μήνες αργότερα με τη δημοσίευση της υπόθεσης ΑΣΠΙΔΑ -μια συνωμοσία χαμηλόβαθμων προοδευτικών αξιωματικών που βρίσκονταν σε στενές επαφές με τον γιο του πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου- με την κατηγορία ότι προετοιμαζόταν πραξικόπημα από την άλλη πλευρά.
Εν μέσω της πολιτικής κρίσης που έχει καλύψει τα δυο μεγάλα κόμματα (είναι χαρακτηριστικό ότι ο βουλευτής Πιπινέλης της ΕΡΕ -μετέπειτα υπουργός εξωτερικών της Χούντας- δηλώνει στη Βουλή ότι η κατάσταση θυμίζει Πράγα του ’48, υπονοώντας ότι επίκειται η ολοκληρωτική κατάληψη της εξουσίας απ’ τους κομμουνιστές), ο Γεώργιος Παπαδόπουλος, στήνει στον Έβρο όπου έχει μετατεθεί, το επονομαζόμενο «σαμποτάζ του Έβρου» δηλαδή μια προβοκάτσια για να υποστηρίξει ότι κομμουνιστικά στοιχεία προχωρούν σε δολιοφθορές στα οχήματα του στρατού και έτσι να δημιουργήσει το κατάλληλο πολιτικό κλίμα γι’ αυτόν και τους συνεργάτες του. Η προβοκάτσια αποκαλύπτεται γρήγορα και το Βήμα κυκλοφορεί με πρωτοσέλιδο «Ένας επικίνδυνος άνθρωπος εις μίαν νευραλγικήν θέσιν: Ο Αντ/χης Παπαδόπουλος χαλκεύει «συνωμοσίας». Είναι γνωστό λοιπόν έκτοτε -στην πραγματικότητα από πολύ νωρίτερα- το ποιος είναι ο Γεώργιος Παπαδόπουλος και τι εκπροσωπεί.
Εν τω μεταξύ ο ιστορικός χρόνος πυκνώνει δραματικά. Πρώτα η σύγκρουση Παπανδρέου με τα Ανάκτορα που αναμιγνύονται στα πολιτικά ζητήματα με στόχο τη διατήρηση του ελέγχου του στρατεύματος, μετά η παραίτηση της κυβέρνησης Ένωσης Κέντρου και τέλος η αποστασία δεκάδων βουλευτών της ΕΚ το καλοκαίρι του ’65 συνθέτουν ένα σκηνικό ρευστότητας και ακυβερνησίας. Ενώ οι αποστάτες μαζί με την ΕΡΕ προσπαθούν να φτιάξουν καινούρια κυβέρνηση, ο λαός διαδηλώνει στους δρόμους όπου σημειώνεται κι η δολοφονία του αγωνιστή της ΕΔΑ Σωτήρη Πέτρουλα. Ταυτόχρονα οι σκληροπυρηνικοί του στρατού και της ΚΥΠ διοχετεύουν σενάρια στο Παλάτι σύμφωνα με τα οποία υπάρχει κομμουνιστικός αναβρασμός στην επαρχία. Μετά από δυο αποτυχημένες προσπάθειες οι αποστάτες της ΕΚ (που εν τω μεταξύ έχουν πληθύνει) μαζί με την ΕΡΕ καταφέρνουν να ορκίσουν υπηρεσιακή κυβέρνηση που θα παραμείνει στην εξουσία μέχρι τον Δεκέμβρη του ’66. Ως αποτέλεσμα, η δίκη του Παπαδόπουλου για το «σαμποτάζ του Έβρου» μετατρέπεται σε πανηγυρική αθώωσή του ενώ λίγους μήνες αργότερα, επανέρχεται στην Αθήνα όπου αναλαμβάνει σημαντικό ρόλο στη χάραξη της αντικομμουνιστικής πολιτικής. Ακολουθεί, η απαλλαγή όλων των κατηγορουμένων για το σχέδιο «Περικλής» γεγονός που οδηγεί την ΕΔΑ να συνειδητοποιήσει την πορεία των πραγμάτων και από εκεί που πρότεινε αμνήστευση όσων κατηγορούνταν για τις υποθέσεις «ΑΣΠΙΔΑ» και «Περικλής» και κοινή καταδίκη απ’ όλα τα κόμματα κάθε ιδέας ανοιχτής ή συγκαλυμμένης δικτατορίας, τώρα να καταθέτει μήνυση εναντίον των υπευθύνων του σχεδίου «Περικλής».
Η εκτροπή σίγουρη. Το ποιος, πώς και πότε υπό διαβούλευση.
Όσο πλησιάζουμε το ’67, τόσο πιο προφανές γίνεται ότι η κατάσταση οδηγείται με μαθηματική ακρίβεια στην επιβολή δικτατορίας. Η Αριστερά αν και αρθρογραφεί επί του ζητήματος και προειδοποιεί την κοινή γνώμη δε φαίνεται ικανή να εμποδίσει τις εξελίξεις. Η άλλη πλευρά θεωρώντας χαμένες από χέρι τις επερχόμενες εκλογές του Μαΐου του ’67 βρίσκεται σε πυρετό διαβουλεύσεων. Το πραξικόπημα φαντάζει βέβαιο προκειμένου να αποτραπεί η εκ νέου άνοδος της Ένωσης Κέντρου και πιθανώς μαζί της, της ΕΔΑ στην εξουσία. Μολονότι ο Γεώργιος Παπανδρέου έχει υποσχεθεί παρασκηνιακά στον βασιλιά και την ΕΡΕ ότι σε περίπτωση που δεν κατακτήσει την πλειοψηφία δεν θα προχωρήσει σε συγκυβέρνηση με την ΕΔΑ το δεξιό κατεστημένο δε φαίνεται να καθησυχάζεται. Οι Αμερικάνοι παρακολουθούν από κοντά την ομάδα Παπαδόπουλου μεταξύ 1965 και 1967 και έχουν υπόψη τους ότι προετοιμάζεται και συζητείται έντονα το ενδεχόμενο πραξικοπήματος. Ο, δε, Καραμανλής από το εξωτερικό όπου βρίσκεται ανταλλάσσει επιστολές με στελέχη της ΕΡΕ στα οποία καταθέτει την πρότασή του για μια «ήπια εκτροπή» για να αποφευχθεί ο κίνδυνος μιας ανεξέλεγκτης δικτατορίας. Η Καθημερινή στις 23.2.1967 σχολιάζει στο πρωτοσέλιδό της: «εάν ο μη γένοιτο, η ΕΚ έλθη πρώτον κόμμα, ή ομού μετά της ΕΔΑ καταλάβη τη θέσιν της πλειοψηφούσας παρατάξεως, τότε κατ’ αυτήν την νύκτα των εκλογών, τα δύο «λα”οκρατικά» κόμματα, κινητοποιούντα τον επαναστατικόν μηχανισμόν της ΕΔΑ (…) θα καταλύσουν το Πολίτευμα και θα γίνουν κύριοι της κυβερνήσεως ή μάλλον της Εξουσίας, θα χρειασθή δε να εκβληθούν εξ αυτής δια της δυνάμεως του Στρατού», ενώ άλλες δεξιές εφημερίδες παρομοιάζουν την πιθανή εκλογική νίκη της Κεντροαριστεράς με κατάληψη της Καρχηδόνας, όχι όμως από τους Ρωμαίους αλλά τους Τατάρους. Εξάλλου, από τον ίδιο φόβο διακατέχονταν και τα Ανάκτορα τα οποία σε συζήτηση με αξιωματούχο της CIA το Γενάρη του ’67 εξέταζαν το ενδεχόμενο επιβολής βασιλικής δικτατορίας. Επαφή με ίδιο περιεχόμενο γίνεται μεταξύ Ανακτόρων και Πρεσβείας και στις 29/3/1967, την ημέρα που σημειώνεται η πτώση της προσωρινής υπηρεσιακής κυβέρνησης Παρασκευόπουλου. Τελικά, η νέα κυβέρνηση Κανελλόπουλου προκηρύσσει εκλογές με ενισχυμένη αναλογική για τα τέλη Μαΐου, πράγμα που θα οδηγούσε σχεδόν σίγουρα σε αυτοδύναμη κυβέρνηση της Ένωσης Κέντρου. Ο πραγματικός φόβος του πιο συντηρητικού κομματιού της ελληνικής αστικής τάξης και των Αμερικανών ήταν ακριβώς ότι μια κυβέρνηση Κέντρου, με δυνατή ΕΔΑ στη Βουλή θα οδηγούσε την Ελλάδα σταδιακά στην ουδετερότητα, την οποία στη συνέχεια θα μπορούσαν να εκμεταλλευτούν οι Σοβιετικοί.
Άλλωστε, και ο βουλευτής της ΕΡΕ, Νικόλαος Φαρμάκης (άνθρωπος-γέφυρα μεταξύ «ομάδας Παπαδόπουλου» και ΕΡΕ) είχε ενημερώσει αξιωματούχο της Αμερικάνικης Πρεσβείας στις αρχές Απρίλη ότι ετοιμάζεται πραξικόπημα από ομάδα στρατιωτικών οι οποίοι είναι φίλοι του. Κατά το τελευταίο διάστημα πριν το πραξικόπημα, οι συνωμότες φροντίζουν στις επαφές τους με στελέχη της ΕΡΕ να μεγεθύνουν τον κομμουνιστικό κίνδυνο και να ζητούν πρόσθετα μέτρα κι ενίσχυση των στρατιωτικών μονάδων υπό την επίβλεψή τους. Συνήθως παίρνουν ό,τι ζητούν. Ακόμα όμως και στελέχη της ΕΡΕ φέρονταν να έχουν ζητήσει από το Βασιλιά, σύμφωνα με μαρτυρίες του τελευταίου, να ανασταλούν κάποια άρθρα του Συντάγματος και να κηρυχτεί η χώρα σε κατάσταση πολιορκίας ενώ επίσης να αναβληθούν οι εκλογές. Ένα άγνωστο επεισόδιο της τελευταίας ημέρας πριν το πραξικόπημα ήταν ότι ο βασιλιάς Κωνσταντίνος υπέγραψε ένα βασιλικό διάταγμα με το οποίο προβλεπόταν ότι ο στρατός θα χρησιμοποιούνταν για την τήρηση της τάξης και την καταστολή ταραχών ενώ τμήματά του θα μπορούσαν να κάνουν χρήση του οπλισμού τους. Το διάταγμα αυτό δεν τυπώθηκε λόγω του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου, χρησιμοποιήθηκε όμως για την καταστολή της εξέγερσης του Πολυτεχνείου το 1973. Το πραξικόπημα λοιπόν ήταν προδιαγεγραμμένο. Άλλωστε, ο ηγέτης της ΕΡΕ Παναγιώτης Κανελλόπουλος καθησύχαζε τον Αμερικανό πρέσβη Talbot σε συνάντησή τους, δύο εβδομάδες πριν το πραξικόπημα, ότι σε περίπτωση νίκης της Ένωσης Κέντρου στις επερχόμενες εκλογές «δεν θα παραδώσουμε το ελληνικό έθνος στους κομμουνιστές ή τον Ανδρέα Παπανδρέου». Παρομοίως, ο Κωνσταντίνος επικοινωνώντας πάλι με τον Talbot, περιέγραφε το βασικό δίλημμα της συγκυρίας ως να παραδώσει την Ελλάδα στους Παπανδρέου ή να εγκαθιδρύσει δικτατορία, πριν ή αμέσως μετά τις προγραμματισμένες εκλογές.
Μέσα σ’ ένα τέτοιο κλίμα, η «ομάδα Παπαδόπουλου» διατάσσει τα τανκς να βγουν στους δρόμους της Αθήνας το ξημέρωμα της 21ης Απριλίου φιλοδοξώντας να είναι αυτή που θα διασφαλίσει με τον αποτελεσματικότερο τρόπο τα συμφέροντα των συγκεκριμένων ντόπιων και ξένων ελίτ.