Η αντιδικτατορική τέχνη ως πολιτισμική ρωγμή στην καθημερινότητα – #50πολυτεχνείο
της Ρόζυ Μονάκη
Αν αποδεχτούμε πως η τέχνη είναι κάτι που κινείται, ένα γίγνεσθαι, δεν μπορούμε να την αντιληφθούμε στο στενό πλαίσιο μιας συγκεκριμένης περιόδου. Έτσι και η αντιδικτατορική τέχνη νοηματοδοτήθηκε με τη χούντα των συνταγματαρχών, αλλά τα δομικά, τεχνικά και θεωρητικά της χαρακτηριστικά προϋπήρχαν σε μια διαδικασία εν εξελίξει. Δεν πρόκειται, φυσικά, για μία γραμμική συνέχεια, αλλά μια τομή, που ενώ πυροδοτήθηκε από την πολιτική κατάσταση, ρίζωνε σε προγενέστερη κίνηση. Οι κοινωνικοπολιτικές και αισθητικές αναζητήσεις, των καλλιτεχνικών ρευμάτων και της κοινωνίας τη δεκαετία του 60΄, τόσο στο τοπικό όσο και στο διεθνές επίπεδο, αποτέλεσαν την μαγιά της.
Είναι γεγονός πως το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου εκδηλώνεται μετά από μια μακρά περίοδο παράλληλων και αντιφατικών πολιτικών και κοινωνικών διεργασίων. Το τέλος του εμφυλίου και η ήττα της αριστεράς έχει αφήσει σε πόλωση την κοινωνία, οι κομμουνιστές εξακολουθούν να βρίσκονται στην παρανομία και οι πληγές από την εξορία είναι ακόμα ανοιχτές. Η ανασυγκρότηση της ελληνικής ταυτότητας με αυξημένες δόσεις ορθόδοξης εθνικοφροσύνης, θεωρείται απαραίτητη για την διατήρηση του κοινοβουλευτισμού και επιχειρείται με κάθε τρόπο από εγχώριες και ξένες πολιτικές δυνάμεις και τα Ανάκτορα. Οι εκλογές βίας και νοθείας του 61΄, η δολοφονία του Λαμπράκη και η έντονη εμπλοκή του παρακράτους υπό τον έλεγχο της δεξιάς και του παλατιού, είναι μόνο κάποια από τα παραδείγματα που φανερώνουν την κρισιμότητα της περιόδου. Ταυτόχρονα εμφανίζεται δυναμικά ο χώρος του κέντρου, ως αστική λύση διαχείρισης των άκρων, για να αποτελέσει κρίκο συνέχειας της αστάθειας. Μέσα σ΄ αυτή την δίνη, ο χώρος της αριστεράς και μιας άλλης αφήγησης, ενισχύεται ουσιαστικά. Η αποστασία οδηγεί στα Ιουλιανά και στην κρίση διακυβέρνησης και η ανάγκη οργάνωσης του λαού μαζικοποιεί και ανασυγκροτεί το συνδικαλιστικό και φοιτητικό κίνημα. Η κουβέντα ενάντια στις διαχειριστικές λύσεις ανθίζει και οι κινηματικές διεργασίες του λαού, μπαίνουν σε κίνηση.
Σε αυτήν κατάσταση, μια νέα κοινωνική ομάδα, αυτή της νεολαίας, αποκτά ξεχωριστά χαρακτηριστικά, αμφισβητεί την υπάρχουσα πολιτισμική τάξη πραγμάτων και διεκδικεί έναν άλλον τρόπο ζωής. Είναι η γενιά που φοράει τζιν και μίνι φούστες, ψάχνει την διαστρεβλωμένη από τον εθνικισμό ελληνική ταυτότητα, χορεύει σε ρυθμούς ροκ, διαβάζει μπίτνικς, φαντάζεται νέες ουτοπίες.
Είναι η εποχή που οι Rolling Stones κάνουν συναυλία στην Αθήνα, ο Νάνος Βαλαωρίτης και ο Γιώργος Μακρής εκδίδουν το περιοδικό Πάλι. Ο τελευταίος διακηρύσσει πως πρέπει ν’ ανατινάξουμε την ακρόπολη, ο Θεοδωράκης ηχογραφεί τον Επιτάφιο του Ρίτσου, εικαστικοί πειραματίζονται με νέα υλικά και εμφανίζονται τα συνοικιακά στέκια που θα αποτελέσουν τα θεμέλια της underground αθηναϊκής σκηνής. Ταυτόχρονα, όμως, είναι η εποχή της τηλεόρασης, της διαφήμισης, του θεάματος και της εμπορευματοποίησης. Της επιβολής του star system, των εταιρειών παραγωγής, των κέντρων διασκεδάσεων. Η εποχή ενός νέου τρόπου ζωής συνυφασμένου με την μαζική κουλτούρα, τον υπερκαταναλωτισμό και την αλλοτρίωση.
Σε αυτό το πολιτικό και πολιτισμικό μάγμα αντιφάσεων, η δικτατορία των Συνταγματαρχών, μπαίνει με τανκς στους δρόμους της Αθήνας, συλλαμβάνει, φυλακίζει και βασανίζει χιλιάδες άτομα, λογοκρίνει την πολιτιστική παραγωγή και επιφέρει εθνική σιωπή. Με το σύνθημα Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών, συγκροτεί την ορθοδοξία ως βασικό συστατικό της εθνικής ταυτότητας και επιβάλλει το κιτς ως αισθητικό προσανατολισμό. Οι άνθρωποι του πολιτισμού παγώνουν, τη στιγμή που η χούντα διοργανώνει γιορτές τόνωσης του εθνικού φρονήματος με σκηνές από μάχες της αρχαιότητας και δαφνοστεφανομένους σε άρματα μάχης. Ένα υπερθέαμα κακογουστιάς και αισθητικής παρακμής ως μέσο παραγωγής και αναπαραγωγής της κυρίαρχης ιδεολογίας.
Φεύγοντας, όμως, από την παραγωγή του κυρίαρχου πολιτισμού βλέπουμε αμέσως αντιπροσωπευτικά παραδείγματα αντιδικτατορικής τέχνης σε διάφορους καλλιτεχνικούς τομείς. Η τεράστια αντίφαση των δυο μας επιτρέπει να δούμε ένα υπόκωφο ρήγμα στην κοινωνία που περίμενε να ανοίξει, και να καταλάβουμε ότι η αντιδικτατορική πάλη δεν ήταν μια στιγμή του 1973, αλλά κομμάτι της καθημερινότητας μια κοινωνίας σε γύψο.
Εικαστικά
Η χούντα βρήκε τον τομέα των εικαστικών σε μια άνθηση. Η Ομάδας Τέχνης Α’ [1](1961-1967) θέλει να φέρει τα λαϊκά στρώματα σε επαφή με την τέχνη. Το ρεύμα των Νέων Ελλήνων Ρεαλιστών[2] αποτυπώνει κριτικά την εικόνα της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας. Η Λήδα Παπακωσταντίνου κι άλλες γυναίκες καλλιτέχνιδες αναζητούν τη γυναικεία ταυτότητα. Τέλος, το πρώτο Συνέδριο Ελλήνων Καλλιτεχνών του 1966, συζητά γύρω από τον κοινωνικό ρόλο του καλλιτέχνη, την πολιτική διάσταση της τέχνης και την ίδρυση ενός Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης. Όλα αυτά ανακόπτονται και το πιο προωθημένο μέρος της εικαστικής κοινότητας επιλέγει συνειδητά να απέχει από οποιαδήποτε δραστηριότητα, ως ένδειξη διαμαρτυρίας. Η αποχή κρατάει δύο χρόνια για να κριθεί στη συνέχεια ανώφελη, ακίνδυνη και αδιέξοδη. Από το 1969 και έπειτα, η κοινότητα επανέρχεται με λίγες συνολικά εκθέσεις που όμως αποτελούν δείγματα υψηλής τέχνης, με νέους πειραματισμούς και υλικά, με ισχυρή τη γλώσσα των υπονοούμενων και των συμβόλων, που λογοκρίνεται ανελλιπώς.
Παράδειγμα των παραπάνω αποτελεί η έκθεση του Βλάση Κανιάρη, η πρώτη έκθεση που σπάει την σιωπή, στη Νέα Γκαλερί στην Αθήνα. Ο καλλιτέχνης μέσα από την γλώσσα του συμβολισμού, με τα κόκκινα γαρύφαλλα (σύμβολο της αριστεράς) και τα αντισυμβατικά υλικά των καθημερινών αντικειμένων στέλνει ένα ηχηρό αντιδικτατορικό μήνυμα, και δημιουργεί μια έκθεση ιστορικής σημασίας, με σαφή πολιτική διάσταση. Η έκθεση λογοκρίνεται σε ελάχιστες μέρες. Λίγο αργότερα, στην γκαλερί Άστορ, η Μαρία Καραβέλα δημιουργεί ένα έντονα πολιτικό περιβάλλον τοποθετώντας ένα γύψινο σώμα σε φυσικό μέγεθος μέσα σε κλουβί. Γύρω κόκκινα σακιά και μια σκάλα που δεν οδηγεί πουθενά. Η έντονη κλειστοφοβική ατμόσφαιρα και το φυλακισμένο απρόσωπο-σώμα προκαλούν έντονους πολιτικούς συνειρμούς. Η έκθεση πέρα από την ριζοσπαστική πολιτική ματιά, θα αποτελέσει το πρώτο περιβάλλον που παρουσιάστηκε στην Ελλάδα και θα ανοίξει ένα καινούργιο δρόμο στις εικαστικές τέχνες. Αντίστοιχα λογοκρίνεται και η έκθεση του Ηλία Δεκουλάκου, ο οποίος με χιούμορ και ειρωνεία, παραλληλίσει το καθεστώς της Ελλάδας με τον φασισμό του Χίτλερ.
Θέατρο
Η δικτατορία του 1967 βρήκε το θέατρο στην Ελλάδα σε μια κρίσιμη καμπή, όπου την παντοδυναμία και τον συντηρητισμό του Εθνικού Θεάτρου, αμφισβητεί το Θέατρο Τέχνης και μια σειρά καλλιτεχνών που εντάσσονται στην Αριστερά και γνωρίζουν τον Μπρεχτ, τον Μπέκετ, τον Ιονέσκο και τον Μπύχνερ στο ελληνικό κοινό. Η χούντα έρχεται διαλύει το Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών και ιδρύει την Επιτροπή Ελέγχου Θεατρικών Έργων. Μια σειρά θεατρικών συγγραφέων απαγορεύονται, ανάμεσα τους και οι αρχαίοι τραγωδοί. Το 1970 ιδρύει τον Οργανισμό Κρατικών Θεάτρων για τον απόλυτο έλεγχο του Εθνικού Θεάτρου, του Κ.Θ.Β.Ε. και της Λυρικής Σκηνής και διορίζει νέο καλλιτεχνικό προσωπικό.
Λόγω της φύσης του θεάτρου, η ουσιαστική επικοινωνία με τον κόσμο μετέτρεπε τα έργα σε ζωντανά κύτταρα κριτικής, αλληλεγγύης και ενδυνάμωσης. Τα χρόνια αυτά, τα θέατρα αποτέλεσαν εστίες αντίστασης και συζητήσεων. Πολλοί/ες ηθοποιοί συλλαμβάνονται όπως ο Σταύρος Παράβας, η Τζένη Καρέζη, ο Κώστας Καζάκος, ο Κώστας Αρζόγλου κ.α
Δείγματα πολιτικής αντίδρασης απέναντι στο καθεστώς αποτελούν “Οι Νταντάδες”, του Γιώργου Σκούρτη, στο Θέατρο Τέχνης, καθώς και η επιθεώρηση “Κι εσύ χτενίζεσαι” (1973) από το Ελεύθερο Θέατρο, σε μουσική του Λουκιανού Κηλαηδόνη. Σημείο αναφοράς της αντιδικτατορικής τέχνης αποτελεί και το “Μεγάλο μας τσίρκο” του Ιάκωβου Καμπανέλλη σε μουσική Ν. Ξυλούρη (1973), αφήγηση της ελληνικής ιστορίας με έντονη πολιτική ματιά. Τέλος, τεράστια αντιδικτατορική μάχη δίνουν και ο Στέφανος Ληναίος με την Έλλη Φωτίου.
Λογοτεχνία
Στη λογοτεχνία το αρχικό μούδιασμα σπάει, μια συλλογική έκδοση 18 κειμένων[3], το 1970. Όπως αναφέρουν οι συγγραφείς ”επιχειρούμε να επαναλάβουμε, με τον εκφραστικό μας τρόπο ο καθένας, την πίστη μας σε κάποιες θεμελιακές αξίες, με πρώτη ανάμεσά τους το δικαίωμα της ελεύθερης πνευματικής και καλλιτεχνικής δημιουργίας, που δεν θα παύσουμε να διεκδικούμε και που συνδέεται αναπόσπαστα με το σεβασμό της γνώμης και της αξιοπρέπειας όλων ανεξαίρετα των δημιουργών, αλλά και του κάθε ανθρώπου”. Σημαντική επίσης στιγμή, αποτελεί και το βιβλίο του Περικλή Κοροβέση «Ανθρωποφύλακες», μια μαρτυρία των βασανιστηρίων που υπέστη ο ίδιος στις φυλακές της χούντας. Το κείμενο δημοσιεύεται το 1969 στη Στοκχόλμη και προκαλεί έντονες συζητήσεις στον πνευματικό κόσμο του εξωτερικού.
Μουσική
Η λογοκρισία στη μουσική κατά τη διάρκεια της χούντας δεν περιοριζόταν μόνο σε έργα κομμουνιστών συνθετών και στιχουργών, αλλά σε ό,τι δεν ταίριαζε με μια εικόνα ευημερίας. Πληθώρα δίσκοι λογοκρίνονται με την ένδειξη «Απαγορεύεται». Αυτό έπαιξε σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη του ελληνικού τραγουδιού καθώς άρχισε να αξιοποιείται η αλληγορία, ο υπαινιγμός και η μεταφορά.
Η συμβολή του Μίκη Θεοδωράκη, στον αντιδικτατορικό αγώνα είναι μεγάλη. Ο ίδιος μέσω της τέχνης του αλλά και της αγωνιστικής του δράσης, αποτυπώνει στις μελωδίες του την λαχτάρα για την ελευθερία. Μαζί του, ο Μάνος Λοΐζος, που στη βράβευση της ταινίας «Ευδοκία» στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 1971, διευθύνει την ορχήστρα ενώ φοιτήτριες/ες τραγουδούν Μίκη. Παράδειγμα αντίδρασης είναι και ο δίσκος “Δεν περισσεύει υπομονή”, του Αργύρη Κουνάδη σε στίχους του Βαγγέλη Γκούφα. Πρόκειται για πολιτικά τραγούδια με ερμηνεύτριες την Σωτηρία Μπέλλου και την Ελένη Βιτάλη. Το τραγούδι “αι γαρύφαλλό μου”, αποτελεί διασκευή της μελωδίας ενός επαναστατικού τραγουδιού του ισπανικού εμφυλίου και αφιερώνεται στον Νίκο Μπελογιάννη. Τέλος ο Λουκιανός Κηλαηδόνης που ντύνει με τις μουσικές του θεατρικές παραστάσεις και κινηματογραφικές ταινίες με έντονο πολιτικό περιεχόμενο.[4]
Κινηματογράφος
Ο χώρος του κινηματογράφου, δέχεται ένα διπλό χτύπημα καθώς εκτός από την χούντα έρχεται και η τηλεόραση. Η τελευταία αντικαθιστά σε μεγάλο βαθμό τον εμπορικό κινηματογράφο, ο οποίος συνεχίζει για λίγο ακόμα την αναπαραγωγή της υπάρχουσας θεματολογίας (μελοδράματα, φαρσοκωμωδίες κ.α). Όμως, παράλληλα, ξεκινάει ένα νέο ρεύμα, που θα ονομαστεί νέος ελληνικός κινηματογράφος και θα δεχτεί όλα τα δεινά της λογοκρισίας. Οι δημιουργοί αυτού του κινήματος, είναι παιδιά της γενιάς του ‘60, που αμφισβήτησαν τόσο την εμπορευματοποίηση της τέχνης όσο και την πολιτική κατάσταση της χώρας. Οι Δήμος Θέου, Θόδωρος Αγγελόπουλος, Τώνια Μαρκετάκη κ.α. ανοίγουν τον δρόμο για τον πολιτικό, ποιητικό κινηματογράφο. Σημαντικότατη είναι η συνεισφορά του Παντελή Βούλγαρη, που κατά τη διάρκεια της 7ετίας καταγράφει με την κάμερα του κρίσιμες αντιστασιακές στιγμές. Οι εικόνες από την κηδεία των Παπανδρέου και Σεφέρη και από τις δίκες του Αλέκου Παναγούλη και άλλων αγωνιστών, αποτελούν μοναδικές οπτικοακουστικές καταγραφές των γεγονότων. το ντοκυμαντερ ( https://www.youtube.com/watch?v=-l4NFVANk58)
Η γελοιογραφία
Ενεργός σε όλη την διάρκεια της δικτατορίας παραμένει κι ο χώρος των σκιτσογράφων, όπου ο Κώστας Μητρόπουλος και ο Βασίλης Χριστοδούλου, με χιούμορ και υπαινικτικότητα, σαρκάζουν την εξουσία.
Τα παραπάνω αποτελούν μόνο κάποιες στιγμές μιας γενικότερης κίνησης των καλλιτεχνικών ρευμάτων. Δεν πρέπει να θεωρήσουμε πως αποτελούν εξαιρέσεις αλλά ούτε και τον κανόνα της πολιτιστικής παραγωγής κατά τη διάρκεια της χούντας. Για όσα ονόματα καταγράφονται υπάρχουν άλλα τόσα που δεν αναφέρονται αλλά και πολλά ακόμα που συνεργάστηκαν με τις δυνάμεις της δικτατορίας. Ο πολιτισμός είναι ένα ζωντανό πεδίο διαμόρφωσης και ιδεολογικής διαπάλης και αποτελούσε ανέκαθεν μηχανισμό κίνησης ιδεών και συγκρότησης ταυτότητας. Οι διεργασίες που δημιουργούνται μέσα του, είναι αντιθετικές και συγκρουσιακές. Όμως, ακόμα κι έτσι, η αντιδικτατορική τέχνη κατάφερε να αφήσει το καλλιτεχνικό της στίγμα, να δημιουργήσει ρήγματα στο σύστημα, να αφυπνίσει το λαό και να δημιουργήσει εστίες αντίστασης και ονείρων.
Βιβλιογραφία
[1] Κώστας Κλουβάτος, Δημοσθένης Κοκκινίδης, Γιάννης Μαλτέζος, Κοσμάς Ξενάκης, Πάνος Σαραφιανός, Αιμίλιος Φρέρης, Γιάννης Χαΐνης
[2] Γιάννης Βαλαβανίδης, Κλεοπάτρα Δίγκα, Κυριάκος Κατουρτζής , Χρόνης Μπότσογλου, Γιάννης Ψυχοπαίδης
[3] Γιώργου Σεφέρη «Οι γάτες του Αϊ-Νικόλα» και ακολουθούν: Μικρός διάλογος (Καίη Τσιτσελή), Ο ηθοποιός (Τάκης Κουφόπουλος), Το ραντάρ (Σπύρος Πλασκοβίτης), Επιστρέφοντας (Αλέξανδρος Κοτζιάς), Νύχτες (Τάκης Σινόπουλος), Μία μαρτυρία (Νόρα Αναγνωστάκη), Ο υποψήφιος (Ρόδης Ρούφος), Ο γιατρός Ινεότης (Γιώργος Χειμωνάς), Ελ Προκαραδόρ (Θ. Δ. Φραγκόπουλος), Αλλαξοκαιριά (Στρατής Τσίρκας), Ο στόχος (Μανόλης Αναγνωστάκης), Υπεροψία και μέθη (ο ποιητής και η ιστορία) (Δ. Ν. Μαρωνίτης), Άθως (Νίκος Κάσδαγλης), Ο γύψος (Θανάσης Βαλτινός), Αγία Κυριακή στο βράχο (Μένης Κουμανταρέας), Σήματα διαβάσεων (Λίνα Κάσδαγλη), Το ύφος μιας γλώσσας και η γλώσσα ενός ύφος (Αλέξανδρος Αργυρίου).
[4] “Κι εσύ χτενίζεσαι” για το Ελεύθερο Θέατρο, “Ο Θίασος” του Θ. Αγγελόπουλου. κ.α