Δέκα χρόνια μετά το ξέσπασμα της κρίσης και την κατάρρευση της Lehman Brothers εκφράζονται φόβοι για ένα νέο σπασμό της οικονομίας που θα βρει τα διεθνή καπιταλιστικά κέντρα βαθύτερα διαιρεμένα. Η κρίση του 2008 δεν ήταν απλώς γέννημα των παρασιτικών και άπληστων τμημάτων του καπιταλισμού, αλλά αποτύπωσε τη βαθύτερη δομική κρίση του. Ανέδειξε τα όρια που έχει το σύστημα της ακόρεστης δίψας για κέρδη, της σιδερένιας φτέρνας των ελεύθερων αγορών, της τρομερής υπερσυσσώρευσης πλούτου από την εκμετάλλευση των εργαζομένων και της γιγάντωσης των τραπεζών και χρηματιστηρίων. Τα επόμενα χρόνια, οι απαντήσεις που υιοθετήθηκαν, από τα κράτη και τις κυβερνήσεις τους, από τους διεθνείς οργανισμούς και τις οικονομικές ελίτ, δήθεν για το ξεπέρασμα της κρίσης ήταν μια νέα βουτιά στην άγρια εκμετάλλευση των εργαζομένων και στην ισοπέδωση όλων των κατακτήσεων του εργατικού κινήματος.
Παρά τους φαινομενικά θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, τα προβλήματα στην παγκόσμια οικονομία συσσωρεύονται και δημιουργούν ένα εκρηκτικό μείγμα με ολέθριες συνέπειες για την ανθρωπότητα. Το παγκόσμιο χρέος έχει εκτιναχθεί μέσα σε δέκα χρόνια στο 74% ενώ, το 2018 ανήλθε στα 247 τρις ευρώ. Επιπλεόν οι εμπορικοί πόλεμοι μεταξύ ΗΠΑ – Κίνας εγκυμονούν απρόβλεπτες εξελίξεις, ειδικά για αναδυόμενες οικονομίες όπως η Τουρκία και η Αργεντινή που βλέπουν τις οικονομίες τους να συρρικνώνονται και το ΔΝΤ να καιροφυλακτεί ως ο διασώστης των αγορών που θα επέμβει και θα “σταθεροποιήσει” την κατάσταση.
Εντός της ΕΕ, η αντιπαράθεση μεταξύ της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και του ΗΒ αναφορικά με τους όρους του Brexit θα οξυνθεί, την ίδια στιγμή που η Ιταλία βιώνει μια πρωτόγνωρη τραπεζική κρίση η οποία μπορεί να προκαλέσει ντόμινο εξελίξεων. Μπορεί ακόμα και να καταστήσει την πορεία της ελληνικής οικονομίας – στη μετα-μνημόνιο εποχή – μια όχι και τόσο ομαλή διαδικασία, σε μια χρονιά με πολλές εκλογικές αναμετρήσεις.
Η κυβέρνηση επιχειρεί να ισορροπήσει μεταξύ των δεσμεύσεων για θηριώδη πρωτογενή πλεονάσματα, διατήρησης και σταθεροποίησης του μνημονιακού κεκτημένου, αλλά και των προσδοκιών των λαϊκών στρωμάτων για βελτίωση της οικονομικής και κοινωνικής κατάστασής τους. Σε αυτά τα πλαίσια εξαπολύεται μια άνευ προηγουμένου προπαγάνδα σε σχέση με τις δήθεν φιλολαϊκές μεταρρυθμίσεις για τον κατώτατο μισθό και τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας, οι οποίες δεν έχουν καμία σχέση με τις εργατικές διεκδικήσεις. Ήδη ο ΣΕΒ ξεκαθαρίζει ότι οι όποιες ρυθμίσεις δε θα μπορούσαν να σημάνουν την επιστροφή στο καθεστώς πριν το 2011 και επαναλαμβάνει ότι δεν πρέπει να γυρίσουμε σε παθογένειες του παρελθόντος, όπου το ύψος των μισθών ήταν αρνητικό για την ανάπτυξη της οικονομίας.
Επιπλέον, η προσπάθεια των ευρωπαίων να αναδείξουν επιτυχημένα μοντέλα χωρών που “ξεπέρασαν την κρίση”, για να πείσουν ότι οι πολιτικές που εφαρμόστηκαν τα προηγούμενα χρόνια ήταν οι πιο ορθές, υιοθετείται και από την κυβέρνηση, η οποία συνεχώς αναφέρει το μοντέλο της Πορτογαλίας ως παράδειγμα προς μίμηση. Αυτή η άποψη υποστηρίζεται και από την Ελληνική Συνομοσπονδία Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας, δια στόματος του ίδιου του προέδρου της. Δυστυχώς η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική, μιας και η Πορτογαλία “το σύμβολο της ανακάμπτουσας οικονομίας της Ευρωζώνης” κατάφερε να πετύχει ελάχιστη αύξηση του κατώτατου μισθού από 530 σε 580 ευρώ ενώ παράλληλα το χρέος της βρίσκεται στο 122% του ΑΕΠ. Άρα λοιπόν, θα χρειαζόταν τουλάχιστον μια δεκαετία, με αυτούς τους ρυθμούς, για να μπορέσει η ελληνική οικονομία να φτάσει τους μισθούς προ κρίσης. Αν βέβαια συνυπολογιστούν οι διόλου ευκαταφρόνητες απώλειες λόγω τη αυξημένης φορολογίας, αυτό το χρονικό διάστημα μπορεί να διασταλλεί μέχρι και την εικοσαετία.
Στο κομμάτι του κατώτατου μισθού η τροπολογία της κυβέρνησης ουσιαστικά ενεργοποίησε τις υπάρχουσες διατάξεις του νόμου εκτρώματος Βρούτση-Σαμαρά, με τον οποίο ο κατώτατος μισθός θεσπίζεται από την εκάστοτε κυβέρνηση μετά από διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους και τους εκπροσώπους των εργοδοτών με κύριο κριτήριο την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας και την επιχειρηματικότητα των επιχειρήσεων. Βάζουν λοιπόν ένα τέλος σε οποιαδήποτε συλλογική διαπραγμάτευση για το ύψος του κατώτατου μισθού και αποφασίζουν για το μέλλον των εργαζομένων και του λαού, πίσω από κλειστές πόρτες. Για να θωρακίσουν ακόμη περισσότερο αυτή τη διαδικασία από οποιαδήποτε επίδραση της ταξικής πάλης, χρησιμοποιούν το χαρτί της απαγόρευσης της απεργίας από τα πρωτοβάθμια σωματεία, μέτρο το οποίο δεν φαίνεται να θέλει να αναιρέσει η “φιλολαϊκή” κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ. Επιπλέον, οι εξαγγελίες της κυβέρνησης για κατάργηση του υποκατώτατου μισθού για τους εργαζόμενους κάτω των 25, βρίσκονται στον αέρα και κατά την προσφιλή τακτική της κυβέρνησης θα αναζητηθούν το Γενάρη αντίμετρα για τους νέους.
Σύμφωνα με δηλώσεις του πρωθυπουργού: «Η αύξηση του κατώτατου μισθού, και η κατάργηση του υποκατώτατου, πρέπει να γίνει με τρόπο που θα δημιουργεί την κοινωνική συναίνεση και την προοπτική ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας».
Σε ότι αφορά την επεκτασιμότητα των συλλογικών συμβάσεων, η υπογραφή τους θα εξαρτάται από τη βούληση των εργοδοτικών οργανώσεων. Ο πρόεδρος του ΣΕΒ σε δήλωσή του αναφέρει ότι για την υπογραφή των ΣΣΕ πρέπει να τηρείται αντιπροσωπευτικότητα τουλάχιστον 51%. Να υπάρχει σύμφωνη γνώμη εργοδοτών και εργαζομένων ως προς την υπογραφή συλλογικής σύμβασης, δίνοντας όμως το προνόμιο της “ρήτρας εξαίρεσης” σε επιχειρήσεις που δεν θέλουν να την εφαρμόσουν.
Με λίγα λόγια, η κυβέρνηση μας κοροϊδεύει γιατί όλα αυτά τα χρόνια προέβαινε σε συνεχείς μειώσεις μισθών που γονάτισαν τους εργαζομένους, δεν έμεινε πιστή στις εξαγγελίες της για κατώτατο στα 751, τουναντίον τον διατήρησε στα 586 και τώρα ενόψει εκλογών, εμφανίζει ως επιτυχία τα ψίχουλα που θα δώσει ως αύξηση, τα οποία θα πάρει πίσω πολλαπλά μέσα από τη μείωση του αφορολόγητου κ.α.
Στις δύσκολες αυτές συνθήκες, η ελπίδα για βελτίωση της κατάστασης πρέπει να θεμελιωθεί όχι στις περίτεχνες πιρουέτες της κυβέρνησης, αλλά στη μαζική δράση των εργαζόμενων και της νέας γενιάς! Αυτή η μαζική δράση μπορεί να γεννήσει νέα ρεύματα εργατικών διεκδικήσεων. Πρέπει, λοιπόν η μαχόμενη αριστερά και η ριζοσπαστική πτέρυγα του κινήματος να πάρουν τέτοιες πρωτοβουλίες που θα αναζωπυρώσουν τους εργατικούς αγώνες και θα ωθήσουν το εργατικό κίνημα να βγει πάλι στο προσκήνιο. Οι εργατικές λαϊκές ανάγκες θα μπορούσαν να αναπνεύσουν στα πλαίσια ενός ενωτικού μαχητικού κέντρου αγώνα και ενός προγραμματικού πλαισίου που θα εκκινούσε από το πραγματικό ξήλωμα του μνημονιακού κεκτημένου και θα επιχειρούσε να ξαναθέσει τις ανάγκες αυτές και την επιθετική διεκδίκηση τους σε στίγμα ενός νέου κύματος εργατικών κινητοποιήσεων και απεργιών.
Στοιχεία ενός τέτοιου προγράμματος θα πρέπει να είναι:
- Να επανέλθει άμεσα ο κατώτατος μισθός στα επίπεδα του 2009 ώστε να γίνουν περαιτέρω αυξήσεις που θα προσεγγίζουν τις σύγχρονες ανάγκες των εργαζόμενων και της νεολαίας, στον αντίποδα των κινήσεων της κυβέρνησης, του μοντέλου της Πορτογαλίας των “λελογισμένων” αυξήσεων με το σταγονόμετρο. Το εργατικό κίνημα θα πρέπει να επιβάλλει την απαρέγκλιτη εφαρμογή του χωρίς εξαιρέσεις.
- Η επαναφορά των “ελεύθερων” συλλογικών διαπραγματεύσεων με πρώτους κόμβους την κατάργηση του νόμου Βρούτση – Σαμαρά και του νόμου που αφαιρεί το δικαίωμα των πρωτοβάθμιων σωματείων να προκηρύξουν αυτοτελώς απεργία. Πρέπει ο καθορισμός τους να γίνεται μεταξύ των εργοδοτικών και εργατικών οργανώσεων, με κριτήριο τις λαϊκές ανάγκες και όχι την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Να μην υπάρχει καμία κλαδική ή επιχειρησιακή σύμβαση κάτω από την ΕΓΣΣΕ.
- Χτύπημα της ανεργίας με μείωση του χρόνου εργασίας τώρα στις 35 ώρες/βδομάδα για τη δημιουργία 200.000 νέων θέσεων εργασίας.
- Επίδομα ανεργίας ίσο με τον νέο κατώτατο μισθό για όλους τους ανέργους. Κατάργηση των προγραμμάτων ΟΑΕΔ-ΕΣΠΑ
- Κατάργηση των ελαστικών σχέσεων εργασίας ως μορφών εργασίας που ρίχνουν τα μεροκάματα κάτω από τον κατώτατο μισθό. Ίση αμοιβή για ίση εργασία. Καμία διάκριση με βάση την ηλικία ή την εργασιακή εμπειρία.
Ένα τέτοιο πρόγραμμα δεν μπορεί να υποστηριχθεί από τον επίσημο συνδικαλισμό. Οι ΓΣΕΕ – ΑΔΕΔΥ, με τις προδοτικές συμφωνίες και την υποταγή στα κυρίαρχα δόγματα του κεφαλαίου, ούτε θέλουν – ούτε μπορούν. Μέσα από κοινωνικούς διαλόγους και συμφωνίες, παρέδωσαν άνευ όρων στους εργοδότες τις κατακτήσεις και τα δικαιώματα των εργαζομένων και συνεχίζουν να διαφυλάσσουν την υψηλή κερδοφορία του κεφαλαίου. Καθήλωσαν τους μισθούς μέσα από υπογραφές συμβάσεων πείνας, νομιμοποίησαν τις ελαστικές σχέσεις εργασίας, τη μερική απασχόληση και την πλήρη ευελιξία. Η Πανεθνική Μέρα Δράσης έδειξε με τον πιο απροκάλυπτο τρόπο ότι η ΓΣΕΕ εξυπηρετεί συμφέροντα ανταγωνιστικά με αυτά των εργαζομένων. Παράλληλα, η άρνηση να εγγράψουν νέους εργαζομένους από πρωτοβάθμια σωματεία δείχνει πόσο μακριά είναι από την εργατική τάξη. Η ΓΣΕΕ, όχι μόνο δεν μπορεί να εκφράσει την συντριπτική πλειοψηφία της εργατικής τάξης, αλλά δεν μπορεί ούτε καν να κινητοποιήσει τους ήδη εγγεγραμμένους συνδικαλιστές με αποτέλεσμα να είναι ανίκανη να ασκήσει οποιαδήποτε πίεση και να κάνει ολένα και πιο άμαζες συγκεντρώσεις. Επιπλέον ο ρηχός αντιμνημονιακός αγώνας είχε στον πυρήνα του την ηγεμονία αυτών των τμημάτων του συνδικαλιστικού κινήματος τα οποία επέλεξαν να προασπίζονται μόνο τα δικά τους συμφέροντα αδιαφορώντας για το σύνολο της ασυνδικάλιστης πλειοψηφίας των εργαζομένων που πλήττονται αδιάκοπα.
Ο επίσημος συνδικαλισμός δεν μπορεί πλέον να εκφράσει το γνήσιο αντιμνημονιακό αγώνα ο οποίος έρχεται αντικειμενικά σε ρήξη με την ΕΕ και το ευρωπαϊκό κεκτημένο. Η στάση της στο δημοψήφισμα όπου καλούσε τους εργαζόμενους να ψηφίσουν ΝΑΙ δείχνει ότι πλέον δεν μπορεί ούτε να ακολουθήσει τη γραμμή ενός χλιαρού αντιμνημονιακού αγώνα. Λειτουργεί ανοιχτά απεργοσπαστικά και σαν κυματοθραύστης της λαϊκής οργής εμποδίζοντας τον να βρει αγωνιστικό απεργιακό βηματισμό.
Το ΠΑΜΕ σταδιακά δείχνει πολύ μεγαλύτερη ικανότητα κινητοποίησης ειδικά από το βαθύ ιδιωτικό τομέα συγκριτικά με τη ΓΣΕΕ. Όμως παραμένει εγκλωβισμένο σε μια λογική ακολουθητισμού προς τη ΓΣΕΕ και παρά το γεγονός ότι τείνει να κατοχυρώσει την θέση του μαζικότερου πόλου του εργατικού κινήματος, ο ηττοπαθής στρατηγικός προσανατολισμός του, η απονεύρωση του οικονομικού αγώνα της εργατικής τάξης από ανατρεπτικούς πολιτικούς στόχους και η άρνηση της κοινής δράσης των μαχόμενων δυνάμεων του κινήματος δεν επιτρέπει τη συμβολή του σε ένα αγωνιστικό μέτωπο αντεπίθεσης των εργαζόμενων και της νεολαίας.
Σήμερα εν όψει της κατάθεσης του Προϋπολογισμού και της ολοκλήρωσης των διαπραγματεύσεων για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού το Γενάρη του 2019 οι μαχόμενες δυνάμεις του εργατικού κινήματος καλούνται να συμβάλλουν ούτως ώστε να ξεσπάσουν αγώνες ανεξάρτητα από τον αστικοποιημένο συνδικαλισμό, με την κοινή δράση της Αριστεράς και όλων των δυνάμεων του κινήματος, για να διαμορφωθεί ένα αγωνιστικό ταξικό μπλοκ σωματείων και επιτροπών αγώνα που θα αναμετρηθεί με την κυβέρνηση, τους σχεδιασμούς του ΣΕΒ και της ΕΕ. Αυτό το αγωνιστικό ταξικό μπλοκ θα έχει έναν αυτοτελή απεργιακό σχεδιασμό πέρα από τη ΓΣΕΕ, αμφισβητώντας τη μονοπώληση του δικαιώματος για την προκήρυξη Γενικής Απεργίας στην πράξη.
Η πρωτοβουλία των 7 σωματείων για απεργία την 1η Νοέμβρη συνέβαλλε καταλυτικά στο να ανοίξει η συζήτηση προς μια τέτοια κατεύθυνση. Παρόλ’ αυτά το ΠΑΜΕ σε αυτή την πρωτοβουλία απάντησε διασπαστικά, βάζοντας απεργία άλλη μέρα, θέλοντας να διατηρήσει τα αγωνιστικά πρωτεία από τη μια και από την άλλη να έχει τη δυνατότητα να αλλάξει ημερομηνία εφόσον η ΓΣΕΕ – ΑΔΕΔΥ τελικά προκυρήξουν απεργία. Κάτι που τελικά επιβεβαιώθηκε με την αλλαγή της ημερομηνίας της απεργίας, ώστε να συμπέσει με την ΑΔΕΔΥ και όχι ακολουθώντας μια γραμμή που θα δημιουργούσε κλιμάκωση των αγώνων. Με αυτό τον τρόπο δείχνει πόσο εγκλωβισμένο είναι σε έναν ακολουθητισμό της ΓΣΕΕ.
Το επόμενο διάστημα και με αφετηρία την 1η Νοέμβρη και τις ΣΣΕ, θα πρέπει να δωθούν σκληρές μάχες για τον προϋπολογισμό και το ύψος του κατώτατου μισθού. Πρέπει σε αυτές τις μάχες η νεολαία που βιώνει τις πιο σκληρές συνθήκες (ανεργία, ελαστικές σχέσεις εργασίας, χαμηλοί μισθοί) να βγει στο προσκήνιο με στόχο να δημιουργηθεί ένα πανεολαιίστικο ρεύμα διεκδίκησης το οποίο θα μπορεί να αποφέρει ρωγμές και νίκες για τα εργατικά συμφέροντα, και θα συμβάλλει στη δημιουργία ενός αντίπαλου δέους, κόντρα στις ξεπουλημένες ηγεσίες, τις κυβερνήσεις και συνολικά το κεφάλαιο.
*Η Ελένη είναι μέλος του Radical I.T.