Μαριάννα Τζιαντζή – Εφημερίδα «ΠΡΙΝ»
Ο Μίκης υπηρέτησε «και» το λαϊκό τραγούδι. Ο Στέλιος «ήταν» το λαϊκό τραγούδι. Ο πόνος είναι το νήμα που διαπερνά τα περισσότερα τραγούδια του Στέλιου. Αντίθετα, στα τραγούδια του Θεοδωράκη συναντάμε και τη χαρά, το χορό, τον έρωτα, την ελπίδα, την αντίσταση, την ανάταση.
Ένας θάνατος και μια επέτειος σημάδεψαν τον φετινό Σεπτέμβριο. Ο θάνατος του Μίκη Θεοδωράκη και η εικοστή επέτειος του θανάτου του Στέλιου Καζαντζίδη. Δύο ογκόλιθοι στον χώρο της μουσικής. Ο πρώτος είχε την τύχη να σπουδάσει μουσική, να συναναστρέφεται την πνευματική και καλλιτεχνική ελίτ (όχι στα φιλολογικά σαλόνια αλλά και σε τόπους σκληρούς), να ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο δρέποντας δάφνες και τιμές και να βρεθεί στην πρώτη γραμμή των πολιτικών αγώνων. Ο δεύτερος έφαγε τη φτώχεια με το κουτάλι, τουλάχιστον στα παιδικά και τα πρώτα νεανικά του χρόνια. Νερουλάς, χαμάλης, οικοδόμος, εργάτης σε υφαντουργείο. Ο πρώτος ήταν καταξιωμένος αριστερός, ενώ για τον δεύτερο η Αριστερά, εξαιτίας της δράσης του πατέρα του, ήταν μια κρυφή πληγή, ένας ισόβιος κατατρεγμός για τον οποίο δεν του άρεσε να μιλά.
Πού διασταυρώνονται αυτοί οι δύο θρύλοι; Ήταν παράλληλες ή ασύμπτωτες οι πορείες τους; Ο Μίκης υπηρέτησε «και» το λαϊκό τραγούδι, όπως και άλλα, δύσκολα και απαιτητικά είδη μουσικής. Ο άλλος «ήταν» το λαϊκό τραγούδι, αυτό που δεν υπάρχει πια και είχε πάψει να υπάρχει πολύ πριν τον βιολογικό θάνατο του Καζαντζίδη. Και ο ίδιος το ήξερε, όπως είχε παραδεχτεί στις αρχές της δεκαετίας του ’90: «Ο δικός μου κόσμος έχει μπει στο καβούκι του… ο κόσμος σήμερα δεν θέλει τις εικόνες που δείχνουν τα τραγούδια μου».
Τα τραγούδια του Καζαντζίδη, όχι μόνο οι στίχοι τους, αλλά κυρίως ο λυγμός εκείνης της ανεπανάληπτης φωνής, μοιάζουν να διαψεύδουν κάποιο στίχο του Σεφέρη που λέει «κι αν είναι ανθρώπινος ο πόνος, δεν είμαστε άνθρωποι μόνο για να πονούμε». Γιατί ο πόνος είναι το νήμα που διαπερνά τα περισσότερα τραγούδια του Στέλιου. Χωρίς πόνο, τραγούδι δεν υπάρχει, έλεγε. Αντίθετα, στα τραγούδια του Θεοδωράκη συναντάμε –ανάμεσα σε πολλά άλλα– και τη χαρά, το χορό, τον έρωτα, την ελπίδα, την αντίσταση, την ανάταση. Ας θυμηθούμε τη διαφορά ανάμεσα στο «Μανούλα θα φύγω με πίκρα στα ξένα» και τα παιχνιδιάρικα έως και εμβατηριακά «Γράμματα από τη Γερμανία».
Αυτό δεν σημαίνει ότι με το χαρακτηρισμό «κλαψιάρικα» ξεμπερδεύουμε με τα τραγούδια του Καζαντζίδη. Ανάμεσα στα 5.000 και πλέον τραγούδια του συναντάμε και την περηφάνια, την κοινωνική καταγγελία, την επίγνωση της αδικίας. Παρόλο που ο Καζαντζίδης τραγούδησε πολύ λίγες συνθέσεις του Μίκη, ανάμεσά τους και το «Στην Ανατολή» της μεταπολίτευσης, οι δρόμοι των δύο θρύλων ήταν χωριστοί. Μια άλλη τεράστια λαϊκή φωνή, ο Μπιθικώτσης, πάντα έκλεβε την παράσταση, έκλεβε την καρδιά του Μίκη και χαλάλι του.
Ο Μίκης έγραψε υπέροχα λαϊκά τραγούδια, ανέδειξε τη λαϊκή ορχήστρα, ανέβασε στο πιο ψηλό βάθρο το μπουζούκι, όμως ήταν κάτι περισσότερο από λαϊκός δημιουργός. Ο Καζαντζίδης ήταν το μεγαλύτερο λαϊκό ίνδαλμα όλων των εποχών και πολλοί είναι αυτοί που εξακολουθούν να τον λατρεύουν, αλλά ο λαός για τον οποίο τραγούδησε δεν υπάρχει πια, τουλάχιστον με την παλιά μορφή. Προσπαθώντας ο ίδιος, τότε το ’90, να εξηγήσει αυτή την αλλαγή, έλεγε ότι το ’50 και το ’60 ο λαός είχε «ένα» πρόβλημα, τη φτώχεια, ενώ «σήμερα ο άνθρωπος έχει πολλά προβλήματα, πολύ άγχος, δεν ξέρει τι θέλει».
«Το ψωμί της ξενιτιάς είναι πικρό», τραγουδούσε πριν από μισό αιώνα ο Καζαντζίδης και όλοι καταλάβαιναν τι εννοούσε. Σήμερα πικρό έχει γίνει το ψωμί της πατρίδας ή μάλλον έχει γίνει ψεύτικο, πλαστικό και το νερό της γλυφό. Ο «πόνος», ο καημός που κυριαρχούσε στη φωνή του Καζαντζίδη έχει κι αυτός αλλάξει, έχει γίνει δυσανεξία, ανασφάλεια, απαισιοδοξία, φόβος και αγανάκτηση. Η οικονομική κρίση, καπάκι η πανδημία, η περιβαλλοντική κρίση, οι πόλεμοι που πάνε κι έρχονται έχουν φέρει τα πάνω κάτω —
και όλα αυτά γυρεύουν νέες μουσικές, νέα τραγούδια για να τα εκφράσουμε και να τα ξορκίσουμε, νέους αγώνες.
Η ειρωνεία της τύχης: Κάποτε, επί ΠΑΣΟΚ, ο Στέλιος είχε ζητήσει να κρατικοποιηθεί η φωνή του, μπας κι έτσι γλιτώσει από τις δεσμεύσεις του συμβολαίου του με τη Μίνως. Τελικά αυτός που μετά θάνατον εθνικοποιήθηκε ήταν ο Θεοδωράκης.
Η κηδεία του Καζαντζίδη το 2001, ο λαϊκός θρήνος που κυριάρχησε εκεί στην Ελευσίνα, ήταν η εκδίκηση της γυφτιάς, της ξενιτιάς, του προδομένου έρωτα. Η κηδεία του Θεοδωράκη ήταν αυτή ενός εθνικού ταγού. Ο Στέλιος έφυγε πονεμένος όπως έζησε. Πονεμένος και συνειδητά απροσάρμοστος στη νέα τάξη πραγμάτων.
Ρευστή και για πολλούς ακατανόητη αυτή η νέα παγκόσμια τάξη πραγμάτων. Όμως «υπάρχουνε σπίθες που ακόμα κρατούν», όπως υπάρχουν και σπίθες που τώρα γεννιούνται.