Μαριάννα Τζιαντζή – Εφημερίδα «ΠΡΙΝ»
«Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα», λέει ένας στίχος του θρυλικού ποιήματος που απήγγειλε ο Άγγελος Σικελιανός το 1943 στην κηδεία του Κωστή Παλαμά. Μαθαίνοντας τον θάνατο του Μίκη Θεοδωράκη, μπορεί κανείς να συλλογιστεί ότι «σ’ αυτά τα τραγούδια ακουμπά η Ελλάδα» ή, έστω, «σ’ αυτά τα τραγούδια ακούμπησε η Ελλάδα». Και ίσως όχι ολόκληρη η Ελλάδα, αλλά η Ελλάδα της Αριστεράς — όταν η μισαλλόδοξη Δεξιά έκρινε τα τραγούδια του Μίκη «ακατάλληλα» να ακουστούν σε χώρους τάχα ιερούς, όπως στο Ηρώδειο. Στα τραγούδια του ακούμπησε η Ελλάδα του αντιδικτατορικού αγώνα, όπως ακούμπησαν εκατομμύρια άνθρωποι σ’ όλο τον κόσμο. Και ύστερα, στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, σιγά σιγά, η Ελλάδα έπαψε να ακουμπά όχι μόνο στα τραγούδια του Μίκη, αλλά και στα τραγούδια γενικώς, με εξαίρεση ίσως τα τραγούδια μιας χρήσης, ενός ακούσματος. Και όσο ο Μίκης γινόταν εθνικός, όσο όλα τα κόμματα αναγνώριζαν την όντως τεράστια αξία του καλλιτέχνη, όσο εκείνος γινόταν σύμβολο, τόσο τα τραγούδια του έπαυαν να εκφράζουν αυτό που κάποτε εξέφραζαν, έπαυαν να τραγουδιούνται, τουλάχιστον με τον τρόπο που τραγουδήθηκαν κάποτε.
Ο Θεοδωράκης πρόσφερε πολλά στην Αριστερά. Όμως και οι αγώνες της Αριστεράς, οι λιγοστές νίκες και οι βαριές ήττες της, πρόσφεραν πολλά στον καλλιτέχνη. Όχι μόνο «λευτεριάς λίπασμα οι πρώτοι νεκροί», αλλά και τέχνης λίπασμα οι τίμιοι αγώνες νεκρών και ζωντανών.
Ο Θεοδωράκης υπήρξε αυτό που οι Αγγλοσάξονες λένε «bigger than life» (μεγαλύτερος από τη ζωή). Μεγαλειώδες το καλλιτεχνικό έργο του, μεγάλα και τα πολιτικά σφάλματά του — όχι όμως τόσο μεγάλα, ώστε να επισκιάσουν το μεγαλείο της τέχνης του. Η μουσική του, αγέραστη, διαρκώς θα σβήνει ό,τι κάποτε στα μάτια μας έμοιαζε με ανορθογραφία και μας προκαλούσε πόνο, ποτέ οργή.
Η ανεκτίμητη προσφορά του Θεοδωράκη στην Αριστερά ήταν ότι της πρόσφερε μια ταυτότητα, πολιτιστική και όχι μόνο. Η ιδιότητα του αριστερού καλλιτέχνη, του αριστερού δημιουργού ήταν διακριτή — και όχι μόνο επειδή ήταν κυνηγημένος. Υπήρχαν διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στον πολιτισμό της Δεξιάς και εκείνον της Αριστεράς. Μέσα σε λίγες ώρες έγραψε ο Τάσος Λειβαδίτης τους στίχους της «Δραπετσώνας» ύστερα από παραγγελία του συνθέτη και αφορμή στάθηκε η απόπειρα κατεδάφισης, την ίδια κιόλας ημέρα, των αυθαίρετων κατοικιών σε εκείνη τη λαϊκή συνοικία. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα απάντησης στο ερώτημα του ιστορικού τραγουδιού «What side are you on?» (Με ποια πλευρά είσαι). Δυστυχώς, σήμερα, ενώ πολλοί προοδευτικοί καλλιτέχνες ξέρουν (και το δηλώνουν) με ποια πλευρά είναι, η τέχνη τους δεν αγγίζει αυτή την πλευρά ή αγγίζει για λίγο ένα πολύ μικρό κομμάτι της. Και γι’ αυτό δεν φταίει η έλλειψη ταλέντου. Ασφαλώς ο Θεοδωράκης ήταν ένα τεράστιο ταλέντο, όμως τον ευνόησε και η εποχή στη διάρκεια της οποίας δημιούργησε το σημαντικότερο κομμάτι του έργου του, οι δεκαετίες του ’60 και του ’70. Μια εποχή κατά την οποία υπήρχε ελπίδα για μια καλύτερη ζωή αρχικά και για την απαλλαγή από τη χουντική τυραννία αργότερα.
Ο Μίκης Θεοδωράκης έχει περιγράψει ένα από τα πολλά βασανιστήρια που υπέστη στη Μακρόνησο, όταν τον άφησαν για πολλή ώρα θαμμένο ζωντανό, με μόνο τη μύτη του να εξέχει από το έδαφος. Και τότε, όταν είχε απομείνει μόνος, «άκουγα το χορτάρι πλάι να φυτρώνει μέσα από το χώμα». Άκουγε τις μικρές λεπίδες χορταριού, λεπτές κι εύθραυστες σαν φτερά εντόμου, να παλεύουν να βγουν στο φως. Ο άνθρωπος που άκουγε το χορτάρι να φυτρώνει ήταν ο Θεοδωράκης, όπως ήταν και πολλά άλλα πράγματα. Η πρόκληση για τους αριστερούς καλλιτέχνες της εποχής μας είναι να μπορέσουν να ακούσουν το χορτάρι της απελευθέρωσης του ανθρώπου, το χορτάρι της δημιουργίας και της επανάστασης να φυτρώνει μέσα από την τσιμεντωμένη, την καμένη, τη χιλιοφαρμακωμένη, τη λεηλατημένη, την ημιθανή γη. Να το ακούσουν και να γράψουν το τραγούδι του κι ας μην ξέρει κανείς τι μορφή αυτό θα έχει.