Του Κώστα Βουρεκά
Στον περιορισμένο χώρο του παρόντος άρθρου δεν μπορεί να καλυφθεί οτιδήποτε κοντινό στην ιστορία του μοντερνισμού και του μεταμοντερνισμού σαν ρεύματα. Χρησιμότερη μου φαίνεται η διατύπωση μιας γνώμης, όχι σχετικά με το τι είναι, αλλά, σχετικά με το τι δεν είναι το μεταμοντέρνο, καθώς αρκετά συνηθισμένη είναι μία ρητορική ενάντια σε ένα «μεταμοντερνισμό» που ορίζεται με ευρύ τρόπο, τόσο ευρύ όσο απαιτούν οι εκάστοτε ανάγκες μιας τρέχουσας πολεμικής.
Στο πεδίο του πολιτισμού ο λεγόμενος μεταμοντερνισμός είναι συνήθως κάτι πιο χειροπιαστό. Ειδικά λ.χ. στην αρχιτεκτονική, το μεταμοντέρνο καλύπτει το σύνολο των ετερόκλητων απόψεων και πρακτικών που αμφισβήτησαν το φονξιοναλιστικό δόγμα του μοντερνισμού «η μορφή ακολουθεί τη λειτουργία». Οριακά η αμφισβήτηση αυτή μπορεί να περιλαμβάνει από τον βαθύ στοχασμό του Άλντο Ρόσι, έως την προσπάθεια απενοχοποίησης της χυδαία εμπορευματικής παραγωγής του χώρου στο Learning from Las Vegas. Στο πεδίο της επιστήμης και της φιλοσοφίας τα πράγματα είναι δυσκολότερα. Ακολουθώντας ένα παρόμοιο σχήμα, μια τρέχουσα χρήση του όρου μεταμοντέρνο, συμπεριλαμβάνει μία σειρά από ετερόκλητες απόψεις, ρεύματα και στοχαστές που τους ενώνει η αμφισβήτηση κάποιου απροσδιόριστου ορθού λόγου, της επιστήμης, του κοινού νου, της αυτονόητης αλήθειας, της σταθερότητας του σύμπαντος και όλων όσων έχουμε στο κεφάλι μας, κ.λπ. Το ίδιο σχήμα ακόμα και αν επενδύεται με μία μαρξίζουσα ή μαρξιστική σχετική ρητορική, αποτελεί περισσότερο υπεράσπιση ενός αυθόρμητου ορθολογισμού με την έννοια που έδωσε στον όρο η περίοδος του Διαφωτισμού ή/και ενός αυθόρμητου θετικισμού και πολύ λιγότερο του ίδιου του μαρξισμού ή τουλάχιστον κάθε εκδοχής του. Επειδή οι -απροσδιόριστης ευρύτητας- ορισμοί δυσκολεύουν κάθε συζήτηση, ας ξεκινήσουμε εξετάζοντας στα σοβαρά έναν συγκεκριμένο ορισμό του μεταμοντερνισμού που προέρχεται από κάποιον ο οποίος τον εισηγείται.
Ο όρος «μεταμοντέρνο» μπορούμε να πούμε ότι καθιερώνεται μετά το 1979, έτος δημοσίευσης της έκθεσης που παρήγγειλε ο πρόεδρος του συμβουλίου των πανεπιστημίων που συγκάλεσε η κυβέρνηση του Κεμπέκ, στον Ζαν-Φρανσουά Λυοτάρ, σχετικά με την κατάσταση της γνώσης στις ανεπτυγμένες κοινωνίες. Σύμφωνα με τον Λυοτάρ επρόκειτο για τη «μεταμοντέρνα κατάσταση». Συνοψίζοντας, μεταμοντέρνα κατάσταση της γνώσης είναι η δυσπιστία απέναντι σε κάθε μεγάλη αφήγηση, δηλαδή σε κάθε αξίωση καθολικής αλήθειας παγκόσμιας ισχύος. Οι μεγάλες αφηγήσεις αποτελούν το εξωτερικό στήριγμα που νομιμοποιεί τον ισχυρισμό ότι οι επιστημονικές αποφάνσεις είναι εγκυρότερες με κριτήριο την αλήθεια σε σχέση με την αφηγηματική γνώση, η οποία, με τα επιστημονικά κριτήρια, αποδεικνύεται μυθική. Η κατάρρευση της πίστης στις μεγάλες αφηγήσεις αφήνει σαν μοναδικό κριτήριο ανωτερότητας των επιστημονικών κρίσεων την αποδοτικότητα του συστήματος και την ισχυροποίηση όσων έχουν τον έλεγχο και παίρνουν τις αποφάσεις. Ο Λυοτάρ όντας κριτικός απέναντι στο κριτήριο της αποδοτικότητας, προτείνει την παραίτηση της επιστημονικής γνώσης από τις ιδιαίτερες αξιώσεις της σε σχέση με τις υπόλοιπες αφηγήσεις, την αναγνώριση της θεμελιώδους ασυμμετρίας μεταξύ επιστημονικών και αφηγηματικών, μυθικών κρίσεων και τη θεμελίωση των κρίσεων στις μικρές αφηγήσεις που είναι σχετικά τοπικές, συγκυριακές και αναστρέψιμες.
Συνεπώς, ένας ορθότερος ορισμός του μεταμοντερνισμού, με έρεισμα στην επιχειρηματολογία όσων επιχείρησαν να τον εισηγηθούν, θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι η αμφισβήτηση της δυνατότητας ύπαρξης καθολικών αληθειών και ο σχετικισμός στο πεδίο των αποφάνσεων, η άρνηση ύπαρξης κοινού μέτρου σύγκρισης και ιεράρχησής τους. Ένας τέτοιος ορισμός, χωρίς να μας επιτρέπει κατά τα άλλα να ξεμπερδεύουμε εύκολα μαζί του, δύσκολα μπορεί να χωρέσει το ετερόκλητο πλήθος των διανοητών και των απόψεων που κατά καιρούς αποκαλούνται συμπεριληπτικά «μεταμοντέρνοι». Η ταύτιση της αμφισβήτησης του περιγράμματος της λογικής δομής της ώριμης επιστήμης του θετικισμού – λογικού εμπειρισμού με την αμφισβήτηση κάθε κριτηρίου αλήθειας των επιστημονικών αποφάνσεων και η σύγχυση μεταξύ «μεταμοντερνισμού» και της άρνησης της πίστης στον ορθό λόγο ενός άχρονου και συμπαγούς γνωρίζοντος υποκειμένου σαν θεμέλιο της επιστήμης και της φιλοσοφίας, αποτελούν τυπικές περιπτώσεις κακού ορισμού του μεταμοντέρνου στις οποίες αξίζει να σταθούμε.
Η θετικιστική προσέγγιση περί του τι αξίζει να ονομάζεται επιστημονικό, παρόλα τα ισχυρά πλήγματα που έχει δεχθεί στο πεδίο της επιστημολογίας, παραμένει μέχρι σήμερα το άρρητο υπόβαθρο της τρέχουσας επιστημονικής πρακτικής, ειδικά στις θετικές επιστήμες, με αποτέλεσμα συχνά να ταυτίζεται απροβλημάτιστα με την ίδια την επιστήμη. Σχηματικά, στο παραπάνω πλαίσιο, επιστημονική αποκαλείται η εξής προσέγγιση: αφετηρία αποτελούν τα εμπειρικά δεδομένα, έτσι όπως τα προσλαμβάνουμε μέσω της παρατήρησης. Κοινές ιδιότητες στα δεδομένα αυτά, οι οποίες τείνουν να επαληθεύονται, οδηγούν στην επαγωγική γενίκευση. Η επαγωγική υπόθεση υφίσταται λογική ή/και μαθηματική επεξεργασία, η οποία οδηγεί στην παραγωγή επιστημονικών θεωριών. Οι θεωρίες αυτές ανάγονται στην πραγματικότητα, επιστρέφουν στο σύμπαν της εμπειρίας από το οποίο όλη η διαδικασία ξεκίνησε και επιβεβαιώνονται ερμηνεύοντας τα εμπειρικά δεδομένα ή διαψεύδονται. Ειδικά στις πειραματικές επιστήμες αυτό συμβαίνει μέσω του πειράματος. Ενδεχόμενη διάψευση μέσω της εμπειρίας, συνεπάγεται την ύπαρξη νέων εμπειρικών δεδομένων τα οποία θα οδηγήσουν σε νέα πληρέστερη επαγωγική γενίκευση η οποία θα τα συμπεριλαμβάνει κ.ο.κ.
Το σχήμα είναι πολύ ισχυρό αλλά έχει δεχθεί ισχυρότερη κριτική. Σταχυολογώντας ενδεικτικά, η ανυπαρξία γυμνών εμπειρικών δεδομένων τα οποία προσλαμβάνουμε άμεσα, με τις αισθήσεις μας, χωρίς τη μεσολάβηση ήδη σχηματισμένων θεωρητικών σχημάτων και ευρύτερα πολιτιστικών προσδιορισμών, οδήγησε στη διαπίστωση ότι το επιστημονικό αντικείμενο είναι ήδη μία αφαίρεση πολύ διαφορετική από το άμεσο αντικείμενο της εμπειρίας. Η επαλήθευση αντικαταστάθηκε από τη διαψευσιμότητα σαν κριτήριο επιστημονικότητας, καθώς ενώ από έναν πεπερασμένο αριθμό περιπτώσεων δεν μπορούν να συναχθούν με απόλυτη βεβαιότητα καθολικοί νόμοι, αρκεί μία περίπτωση διάψευσης για να τους αναιρέσει. Συνεπώς η επαγωγική γενίκευση αποτελεί ένα άλμα, μία υπόθεση που ανήκει περισσότερο στη σφαίρα της έμπνευσης του επιστήμονα που κάνει την ανακάλυψη, παρά στη λογική δομή της ώριμης επιστήμης. Επιπλέον αμφισβητείται το τι ακριβώς ελέγχει η πειραματική διάψευση, καθώς στην πραγματικότητα το πειραματικό λάθος αφορά το σύνολο της γνώσης μας, ενώ διορθώνουμε συμβατικά τον «προστατευτικό φλοιό» του ερευνητικού προγράμματος, διαφυλάσσοντας πάση θυσία από την διάψευση τον σκληρό πυρήνα του. Η παραπάνω αμφισβήτηση του σχήματος προέκυψε μάλιστα στο μεγαλύτερο μέρος της από το εσωτερικό της αναλυτικής φιλοσοφικής παράδοσης του θετικισμού και όχι υπό την επιρροή κάποιου «μεταμοντερνισμού».
Η σύγχρονη φιλοσοφική σκέψη για τις επιστήμες, ανεξάρτητα από τις θεωρητικές της αφετηρίες, λίγο – πολύ συγκλίνει στην παραδοχή της ύπαρξης μιας μεγαλύτερης ή μικρότερης ασυμμετρίας -με την έννοια της έλλειψης κοινού μέτρου σύγκρισης- ανάμεσα στις δύο όχθες μιας επιστημολογικής τομής ή επιστημονικής επανάστασης, καθώς οι επιστημονικές έννοιες, παρόλο που ονομαστικά μπορεί να παραμένουν ίδιες, αλλάζουν περιεχόμενο περνώντας από το ένα κυρίαρχο παράδειγμα στο άλλο. Για παράδειγμα άλλο νόημα έχει η έννοια «μάζα» στη φυσική του Αϊνστάιν, άλλο στη Νευτώνεια φυσική και άλλο στις παλιότερες αντιλήψεις, όταν ήταν λίγο-πολύ ταυτισμένη με το βάρος. Η ασυμμετρία κριτηρίων, νοημάτων και αντιλήψεων μεταξύ διαφορετικών επιστημονικών κοινοτήτων σε διαφορετικούς ή όχι χρόνους, καθιστά δύσκολη τόσο τη συνεννόηση όσο και τη σύγκριση, όταν ακόμα και κοινές έννοιες αποκτούν διαφορετικό περιεχόμενο. Οι παραπάνω σκέψεις, που πηγάζουν γενικά από τις θετικές επιστήμες, συγκλίνουν λ.χ. με την ανακάλυψη των διαφορετικών «επιστημικών ενοτήτων» στην ιστορία της δυτικής σκέψης από τον Φουκώ, της μαγικής σκέψης, της σκέψης της κλασικής εποχής και της σύγχρονης σκέψης, που αποτελούν το διαφορετικό σε κάθε εποχή άρρητο υπόβαθρο το οποίο ορίζει τι θεωρείται απόδειξη, τι θεωρείται κριτήριο αλήθειας μιας απόφανσης, τι μπορεί και τι δεν μπορεί να ειπωθεί, κ.λπ.
Η αναγνώριση της ύπαρξης αυτής της ασυμμετρίας δεν είναι καθόλου απαραίτητα «μεταμοντέρνα», τουλάχιστον με βάση τον ορισμό του Λυοτάρ, καθώς συχνά τα διαφορετικά «παραδείγματα» παρόλο που δεν είναι άμεσα συγκρίσιμα, δεν αποκλείεται καθόλου να είναι ιεραρχημένα και η προσέγγιση που επιχειρούν να είναι λιγότερο ή περισσότερο συγκλίνουσα με την αντικειμενική πραγματικότητα. Νεότερες θεωρίες μπορεί να είναι ακριβέστερες, λεπτομερέστερες και ορθότερες στις προβλέψεις τους και παράλληλα να είναι γενικότερες, να δείχνουν που οι παλιές θεωρίες ήταν λανθασμένες, εξηγώντας και διορθώνοντας τα λάθη τους, καθιστώντας έτσι αδύνατη την επιστροφή στον παλιότερο τρόπο σκέψης. Λίγοι υιοθετούν τον απόλυτο μεθοδολογικό σχετικισμό του «anything goes» του Φεγεράμπεντ που θα μπορούσε να αποκληθεί με βάση έναν πιο αυστηρό ορισμό «μεταμοντέρνος».
Από την άλλη, η καρτεσιανή προσπάθεια θεμελίωσης της φιλοσοφικής και επιστημονικής σκέψης στον ορθό λόγο, έχει ανατραπεί οριστικά από τις εξελίξεις. Το υποκείμενο αυτής της σκέψης, το καρτεσιανό cogito, με την αμετάβλητη ορθολογική φύση και την πλήρη αυτογνωσία, έχει υποστεί ισχυρότατη κριτική και έχει πλέον αντικατασταθεί χωρίς δυνατότητα επιστροφής στις παλιότερες αντιλήψεις, από ένα υποκείμενο της γνώσης πολύ πιο κοντινό στην πραγματικότητα, ιστορικά τοποθετημένο, χωροχρονικά πεπερασμένο και πολιτιστικά προσδιορισμένο. Ένα τέτοιο γνωρίζον υποκείμενο δεν μπορεί να στηρίξει στην αμφιβολία που αποδεικνύει την ύπαρξή του, το σύμπαν όσων είναι δυνατόν να γνωρίσουμε. Ο «ορθός λόγος» του δεν μπορεί να θεμελιώσει την καθαρή επιστημονική μέθοδο στο βαθμό που είναι και το ίδιο ουσιωδώς διχασμένο και αντιφατικό, μια κατασκευή, ένα επιτέλεσμα της γλώσσας κατά τον Λακάν, ο οποίος ορίζει το πραγματικό ως ακριβώς αυτό που εγγενώς του διαφεύγει και συνδέεται με το σώμα. Η ιδέα ότι ο κόσμος περιέχει πολλά περισσότερα αντικείμενα γνώσης από όσα συμπεριλαμβάνει το πεδίο του συμβολικού και εκφράζονται μέσω των αναπαραστάσεων, αποτελεί αφετηρία της σύγχρονης επιτελεστικής – μη αναπαραστατικής στροφής των κοινωνικών επιστημών και της αντίστοιχης θεωρίας, με πολύ γόνιμα αποτελέσματα.
Αποφασιστικότερα ίσως πλήγματα στην πίστη στη δυνατότητα του λόγου να αποτελέσει το θεμέλιο της επιστημονικής μεθόδου, προέρχονται από τις θετικές επιστήμες. Το 1931 ο Κουρτ Γκέντελ δημοσιεύει το θεώρημα μη πληρότητας στα μαθηματικά, σύμφωνα με το οποίο σε κάθε συνεπές σύστημα αξιωμάτων που περιέχει τους φυσικούς αριθμούς, προκύπτουν θεωρήματα (προτάσεις) που δεν μπορούν ούτε να αποδειχτούν ούτε να ανασκευαστούν. Αν θεωρήσουμε αυτές τις προτάσεις μέρος των αξιωμάτων, η αντίφαση θα εμφανιστεί πάλι σε νέες προτάσεις. Με άλλα λόγια, με τα αποδεικτικά μέσα που παρέχει ένα σύστημα αξιωμάτων, δεν μπορεί να αποδειχτεί η εσωτερική συνέπεια, η μη εμφάνιση αντιφάσεων εντός του συστήματος και απαιτείται ένα εξωτερικό στήριγμα. Η απόδειξη της ύπαρξης μη αποκρίσιμων, απροσδιόριστων προτάσεων στα μαθηματικά, την μοναδική αμφιμονοσήμαντη γλώσσα στο σύμπαν του συμβολικού, δύσκολα αφήνει αμφιβολίες για την ύπαρξη αντίστοιχης θεμελιώδους απροσδιοριστίας στον λόγο. Η εγγενής αδυναμία του λόγου να συμπεριλάβει το πραγματικό, να αποφύγει το γλίστρημα του νοήματος, σε τελική ανάλυση να αποτελέσει ένα σύστημα συνεχές χωρίς μοιραίες αντιφάσεις το οποίο θα συγκροτεί το σίγουρο θεμέλιο της γνώσης, της επιστήμης, της φιλοσοφίας, κ.λπ., δεν είναι «μεταμοντέρνα» αντίληψη, αλλά δεδομένη πλέον κατάκτηση της ανθρώπινης σκέψης, εκτός και αν βαφτίσουμε «μεταμοντερνισμό» τις κατακτήσεις της σύγχρονης σκέψης και επιστήμης γενικά.
Οι παραπάνω αντιλήψεις μπορούν να θεωρηθούν συμβατές και με τον μαρξισμό του ίδιου του Μαρξ. Σε ένα διάσημο χωρίο από τον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου, ο Μαρξ διαπιστώνει ότι το δίκαιο του εργάτη ή του κεφαλαιοκράτη δεν μπορεί να θεμελιωθεί στον ορθό λόγο εντός του πλαισίου που ορίζει η ανταλλαγή εμπορευμάτων, ή αλλιώς όπως θα λέγαμε σήμερα, η πρόταση «ο εργάτης έχει δίκιο» είναι μη αποκρίσιμη, δεν αποδεικνύεται ούτε αληθής ούτε ψευδής και προκύπτει η ανάγκη προσφυγής σε κάτι εξωτερικό του λόγου, στο πραγματικό της βίας, δηλαδή στην ταξική πάλη. Και αυτό γιατί εντός του πλαισίου της ανταλλαγής εμπορευμάτων και ο κεφαλαιοκράτης έχει δίκιο όταν προσπαθεί να επεκτείνει την εργάσιμη μέρα καθώς αποτελεί τον αγοραστή της εργατικής δύναμης και ο εργάτης έχει δίκιο όταν προσπαθεί να την περιορίσει, καθώς αποτελεί τον πωλητή της. Με τα λόγια του Μαρξ «έχουμε μια αντινομία, δίκαιο ενάντια σε δίκαιο, και τα δύο εξίσου κατοχυρωμένα από το νόμο της ανταλλαγής εμπορευμάτων. Και ανάμεσα σε δύο ίσα δίκαια αποφασίζει η βία».
Συνοψίζοντας μπορούμε να πούμε ότι αν ακολουθήσουμε έναν αυστηρό ορισμό του μεταμοντέρνου, είναι πολύ λίγοι οι συγγραφείς και οι απόψεις που μπορούν με ασφάλεια να τοποθετηθούν εντός αυτού του ρεύματος σκέψης. Αν προσπαθήσουμε να διευρύνουμε τον ορισμό για να χωρέσει περισσότερους, κινδυνεύουμε να εντάξουμε σχεδόν τους πάντες, συμπεριλαμβανομένης όλης της σύγχρονης -και όχι μόνο- σκέψης. Και καθώς ο όρος «μεταμοντερνισμός» γενικά αποτυγχάνει να περιγράψει και να οριοθετήσει με σαφήνεια κάποιο συγκεκριμένο ρεύμα ιδεών, καλύτερα είναι να εγκαταλειφθεί, τουλάχιστον όταν προσπαθούμε να εισέλθουμε στο πεδίο της θεωρίας, με εξαίρεση το πεδίο της αρχιτεκτονικής και γενικότερα του πολιτισμού. Το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε αν θέλουμε να εξετάσουμε κάποιο ρεύμα ή διανοητή κριτικά, είναι να προσπαθήσουμε να τον αντιμετωπίσουμε με βάση τους δικούς του όρους, αποφεύγοντας την πνευματική ευκολία του τσουβαλιάσματος.
Ειδικά ο μαρξισμός καθώς δεν είναι βασικά ένα πολιτιστικό ρεύμα, βρίσκεται πέραν της όποιας διχοτομίας μοντερνισμού και μεταμοντερνισμού, όπως και να την ορίσει κανείς, εκτός και αν προσπαθήσουμε να τον χωρέσουμε εντός μίας πολύ στενής και ιδιότυπης θετικιστικής ανάγνωσης. Σε αντίθεση με μία στενή αντίληψη του μαρξισμού σαν νησίδα αλήθειας σε έναν ωκεανό ψεύδους, σαν ένα φρούριο διαρκώς πολιορκούμενο από διαβολικούς ανασκευαστές, το ουσιαστικό άνοιγμά του στον κριτικό διάλογο με νεότερα ρεύματα και σύγχρονες κατακτήσεις της ανθρώπινης σκέψης, αποτελεί τον μοναδικό τρόπο να αποτελεί σήμερα οποιουδήποτε είδους πρωτοπορία.