Σοσιαλιστικός σχεδιασμός και νέες τεχνολογίες

Του Γιάννη Ευσταθίου

Η ιστορική πείρα των πρώιμων σοσιαλιστικών επαναστάσεων έδειξε πως το εγχείρημα του σοσιαλιστικού κεντρικού σχεδιασμού της παραγωγής, είναι εξαιρετικά σύνθετο. Όχι απλώς και μόνο εξαιτίας των πολύ διαφορετικών εξωγενών, κοινωνικο-ιστορικών συνθηκών που αντιμετώπισε το κομμουνιστικό κίνημα κατά την “οικοδόμηση του σοσιαλισμού”, αλλά και εξ αιτίας ενδογενών αντιφάσεων που παρουσιάζει αυτό το εγχείρημα. Σε γενικές γραμμές, τρεις είναι οι τάξεις των προβλημάτων που κλήθηκε να επιλύσει ο σοσιαλιστικός κεντρικός σχεδιασμός, σε μικρο-κοινωνική και μακρο-κοινωνική χωρο-χρονική κλίμακα:

  1. Το παραγωγικό πρόβλημα, που συνίσταται στις ποσοτικές και ποιοτικές παραμέτρους του συστήματος ενεργειακών και τεχνολογικών υποδομών παραγωγής, διανομής, ανταλλαγής και κατανάλωσης, στο συσχετισμό των δυνάμεων μεταξύ των των ατόμων και ομάδων που επιδρούν στην οικονομική διαδικασία, στο δομικό κλαδικό και διακλαδικό συσχετισμό πρωτογενούς, δευτερογενούς, τριτογενούς τομέα παραγωγής, στις αλληλεξαρτούμενες σχέσεις μεγεθών όπως το συνολικό οικονομικό προϊόν, η αποταμίευση, η επένδυση, η κατανάλωση, το εμπορικό και δημοσιονομικό ισοζύγιο, κ.α..
  2. Το κανονιστικό πρόβλημα, που συνίσταται στη δίκαιη, θεσμοθετημένη και νομιμοποιημένη διανομή των όρων παραγωγής, διανομής, ανταλλαγής, κατανάλωσης και στην αναδιανομή του υπερπροϊόντος σε άτομα και ομάδες, στην κατανομή των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων, περιουσιών και αγαθών, στην οργάνωση των συλλογικών οργάνων απόφασης και της νομοθετικής, εκτελεστικής, δικαιοδοτικής και κατασταλτικής εξουσίας.
  3. Το ανθρωπολογικό πρόβλημα, που συνίσταται στην επιθυμητική παραγωγή ενός κοινωνικού υποκειμένου που θα προωθεί παραγωγικά και καταναλωτικά, επιστημονικά και πολιτικά, ψυχολογικά και πολιτισμικά, τις αναδυόμενες κομμουνιστικές κοινωνικές σχέσεις.

Στο κείμενο αυτό θα σκιαγραφήσουμε ορισμένες συντεταγμένες του παραγωγικού και του ανθρωπολογικού προβλήματος με άξονα αναφοράς την εμπειρία της ΕΣΣΔ, αλλά και ένα ερευνητικό πρόγραμμα στο τεχνολογικό κατώφλι του 21ου αιώνα.

Το 1ο Πενταετές Σχεδίο Ανάπτυξης (1928-1932) της σοβιετικής οικονομίας δημοσιεύθηκε στο περιοδικό της Gosplan, Η Σχεδιασμένη Οικονομία, υπό τον τίτλο: «Επί της θεωρίας μεγέθυνσης του εθνικού εισοδήματος» από τον Feldman, ενώ παράλληλα ο Ινδός οικονομολόγος Mahalanobis ανέπτυσσε στην ουσία το ίδιο υπόδειγμα για την ανάπτυξη της ινδικής οικονομίας:

«Το υπόδειγμα FeldmanMahalanobis συλλαμβάνει τη σημασία της ανάπτυξης του τομέα παραγωγής μέσων παραγωγής, ως αναγκαία προϋπόθεση ή βάση ανάπτυξης του σύνολου οικονομικού συστήματος και, ταυτοχρόνως, προτείνει, στις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες, την υλοποίησή της μέσω κεντρικού σχεδιασμού. Ειδικότερα, αποδεικνύει ότι, σε μία κλειστή οικονομία, (i) η παραγωγικότητα του κεφαλαίου του τομέα παραγωγής μέσων παραγωγής αποτελεί το άνω φράγμα του μακροχρόνιου ποσοστιαίου ρυθμού μεγέθυνσης του εθνικού εισοδήματος, (ii) αυτός ο ρυθμός μεγέθυνσης είναι τόσο υψηλότερος όσο υψηλότερο είναι το ποσοστό κατανομής της συνολικής επένδυσης στον τομέα παραγωγής μέσων παραγωγής, (iii) όσο υψηλότερο είναι αυτό το ποσοστό κατανομής, τόσο πιο γρήγορα μεγεθύνεται στη μεσο-μακροχρόνια περίοδο και ο τομέας παραγωγής μέσων κατανάλωσης, και (iv) η δυναμικότητα του τομέα παραγωγής μέσων παραγωγής αποτελεί το άνω φράγμα των ex post αποταμιεύσεων.»[1]

 

Το υπόδειγμα Fel’dman σήμαινε στη πράξη την επικράτηση της οικονομικής και πολιτικής λογικής που εξέφραζε ο Ι.Στάλιν έναντι της οικονομικής και πολιτικής πρότασης της οποίας φορέας ήταν ο Τρότσκυ, με τις αντιλήψεις να στηρίζονται σε αντικειμενικές κοινωνικές αντιφάσεις και ανάγκες της σοβιετικής κοινωνίας. Κοινή βάση της αντιπαράθεσης αυτής, ήταν η υποβάθμιση των παραγωγικών σχέσεων έναντι των παραγωγικών δυνάμεων. Ο Στάλιν πρότεινε τη σχεδιασμένη μετατόπιση του κύριου όγκου των επενδυτικών πόρων στην ανάπτυξη του τομέα παραγωγής μέσων παραγωγής, υποστηρίζοντας πως κατά αυτό το τρόπο η ΕΣΣΔ θα κάλυπτε το τεχνολογικό, παραγωγικό και στρατιωτικό χάσμα που τη χώριζε από τις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, ενώ ο Τρότσκυ πρότεινε την σχεδιασμένη ενίσχυση της ανάπτυξης του τομέα παραγωγής μέσων κατανάλωσης, ώστε να αντιμετωπιστεί αμεσότερα η φτώχεια του σοβιετικού λαού και να καταπολεμηθεί το φαινόμενο του κοινωνικά άδικου, γραφειοκρατικού ελέγχου των σπανιζόντων πόρων.

Στο δυτικό κόσμο, η Οκτωβριανή Επανάσταση προκάλεσε έντονη κουβέντα στους κόλπους της αστικής οικονομικής θεωρίας περί της αγοράς και του κρατικο-σοσιαλιστικού προγραμματισμού. Το 1920, στο κείμενό του «Οικονομικοί υπολογισμοί σε μία σοσιαλιστική κοινοπολιτεία», ο καθηγητής Ludwig von Mises υποστηρίζει πως είναι ανέφικτη η ορθολογική κατανομή των πόρων σε μια σοσιαλιστική οικονομία, με το επιχείρημα ότι όπου δεν υπάρχει αγορά είναι αδύνατο να υπάρχουν τιμές, οι οποίες να δείχνουν τη σχετική σπουδαιότητα των μέσων παραγωγής, και άρα είναι ανέφικτος ο οικονομικός λογισμός και η εξοικονόμηση παραγωγικών πόρων. Για τον  Mises, τρεις ήταν οι κύριες αδυναμίες της αρχής του σοσιαλιστικού προγραμματισμού: α) ένα κράτος δεν είναι γρήγορο όσο η αγορά στους υπολογισμούς, β) ένα κράτος δεν μπορεί να ανταμείψει τις καινοτομίες γ) χωρίς χρηματοπιστωτικό σύστημα, κάθε προσπάθεια κατανομής του κεφαλαίου μεταξύ βασικών τομέων της οικονομίας είναι δύσκολη και αποδιοργανωμένη. Ο Mises πρόβλεψε ότι ο κεντρικός σχεδιασμός θα προξενούσε χάος και υπερπαραγωγή προϊόντων κακής ποιότητας, που δεν θα ήθελε κανείς.

Το ζήτημα των σοσιαλιστικών υπολογισμών είχε έρθει στη πρώτη γραμμή της οικονομικής θεωρίας  τη δεκαετία του 1930. Ο Hayek, με σημείο αναφοράς το κείμενο «Η Χρήση της Γνώσης στην Κοινωνία» επεσήμανε, ακολουθώντας τα χνάρια του Mises, ότι η ΕΣΣΔ ήταν αναποτελεσματική εξαιτίας της έλλειψης επιλογών εκ μέρους των καταναλωτών, της αδέξιας κατανομής των πόρων και της έλλειψης ανταμοιβής της καινοτομίας. Αντίθετα με τον Mises, όμως, οι Hayek και ο συνεργάτης του, Robbins, υποστήριξαν ότι ναι μεν είναι δυνατή, θεωρητικά, η άριστη κατανομή των πόρων σε μια σοσιαλιστική οικονομία, πρακτικώς όμως είναι ανέφικτη, εξαιτίας του όγκου των πληροφοριών που απαιτούνται και το μεγάλο αριθμό εξισώσεων που πρέπει να λυθούν από τη προγραμματίζουσα αρχή, σε περίπτωση αντικατάστασης της αγοράς από τον σοσιαλιστικό σχεδιασμό.

Στη δημόσια αντιπαράθεση, ο Lange στάθηκε ως το αντίπαλο δέος των Mises-Hayek-Robbins από σοσιαλδημοκρατική σκοπιά. Ήδη ο Ιταλός Barone, από το 1908, υποστήριξε ότι είναι δυνατή η αριστοποίηση της κοινωνικής ευημερίας σε ένα σοσιαλιστικό σύστημα, εάν η προγραμματίζουσα αρχή διαθέτει α) τέλεια γνώση όσον αφορά στις προτιμήσεις της κοινωνίας, στις συναρτήσεις παραγωγής και στις διαθέσιμες ποσότητες και ποιότητες των παραγωγικών συντελεστών, και β) τεχνική δυνατότητα επιλύσεων εκατομμυρίων εξισώσεων. Ακολουθώντας την επιχειρηματολογία του Barone, o Lange υποστηρίζει, υπερασπιζόμενος έναν μη επαναστατικό “σοσιαλισμό της αγοράς”, ότι το σύστημα των υπολογιστικών τιμών, το οποίο αντικαθιστά το σύστημα των τιμών της αγοράς, μπορεί να προσδιορισθεί με τη μέθοδο της διαδοχικής προσεγγίσεως, όπως στην ανταγωνιστική αγορά. Η ορθή διόρθωση των τιμών βρίσκεται με παρατήρηση των ζητούμενων και προσφερόμενων ποσοτήτων και ύψωση της τιμής του αγαθού όταν διαπιστώνεται ύπαρξη υπερβάλλουσας ζητήσεως.

Η “μετριοπαθής” λύση του Lange στο δίλημμα σχεδιασμός ή αγορά, αντιστοιχούσε όλο και περισσότερο στη πραγματικότητα της ΕΣΣΔ, όπου η πίεση  καταναλωτών για μεγαλύτερη ποικιλία και υψηλότερη ποιότητα αγαθών οδήγησε σε μία πολυπλοκότερη οικονομία. Κατά συνέπεια, μετά το 1953 επετράπη αναγκαστικά η λογοκριμένη, μέχρι πρότινος, “αστική” μαθηματική οικονομική σκέψη και αναγνωρίστηκε το σύστημα τιμολόγησης ως όχι απλά καπιταλιστικό, αλλά “ορθολογικό” μέσο κατανομής των πόρων. Η κρίση παραγωγικότητας και το πολιτικό αδιέξοδο οδήγησε στην ανάδυση δύο σχολών για τη μεταπολεμική επίλυση της σχέσης κεντρικού σχεδιασμού-αγοράς: οι «πλανομέρνικοι» και οι «τοβάρνικοι». Εάν οι «πλανομέρνικοι» εξέταζαν το σοσιαλισμό σαν σύστημα σχεδιασμένης οικονομίας, οι «τοβάρνικοι» εξέταζαν το σοσιαλισμό σαν σύστημα εμπορευματικής οικονομίας[2]. Παράλληλα, μετά από πρόταση του Β. Μ. Γκλουσκόφ, το  1963 εκδόθηκε απόφαση της ΚΕ του ΚΚΣΕ και του Υπουργικού Συμβουλίου της ΕΣΣΔ, στην οποία τονιζόταν η ανάγκη δημιουργίας στη χώρα Ενιαίου Συστήματος Σχεδιασμού και Διεύθυνσης (YESPU) και Κρατικής Αλυσίδας Υπολογιστικών Κέντρων. Μετέπειτα η έννοια YESPU στα επίσημα έγγραφα μετασχηματίστηκε σε OGAS (Παγκρατικό αυτοματοποιημένο σύστημα σχεδιασμού και διεύθυνσης της λαϊκής οικονομίας). Στη βάση αυτής της απόφασης δημιουργήθηκαν επιστημονικά ερευνητικά ιδρύματα, όπως το TSEMI (Κεντρικό Οικονομικο-μαθηματικό Ινστιτούτο), και προτάθηκε να δημιουργηθεί ενιαίο κρατικό δίκτυο υπολογιστικών κέντρων και να τα εξοπλίσουν με ισχυρά ηλεκτρονικά υπολογιστικά μηχανήματα, τα οποία θα επέτρεπαν να επεξεργαστούν όλες τις εισερχόμενες πληροφορίες. Ωστόσο, για διάφορους ιστορικούς και πολιτικούς λόγους, η προσπάθεια αυτή δεν προχώρησε[3].

Στην αυγή του 21ου αιώνα της 3ης (ή 4ης) βιομηχανικής, βιοπληροφοριακής Επανάστασης, κατά τον οποίο δημιουργείται το σύγχρονο, μετανεωτερικό υποκείμενο εργασίας και κατανάλωσης, η επίλυση του παραγωγικού προβλήματος μοιάζει πιο εφικτή από ποτέ, και το στοίχημα του ανθρωπολογικού κομμουνιστικού μετασχηματισμού μπορεί να κερδηθεί. Ένα ερευνητικό πρόγραμμα θα ήταν η ταξινόμηση όλων των νέων τεχνολογιών, σύμφωνα με τα εξής δύο βασικά κριτήρια διάκρισης α) διάκριση ανά τομείς παραγωγής (πρωτογενής, δευτερογενής, τριτογενής τομέας παραγωγής) και ανά κλάδο, λαμβάνοντας υπόψη και τις δομικές διασυνδέσεις των κλάδων μεταξύ τους β) διάκριση σε παραγωγή μέσων παραγωγικής (που δίνει την παραγωγική δυναμική) και παραγωγή μέσων κατανάλωσης.

Η γραφηματική αναπαράσταση των νέων τεχνολογικών επιτευγμάτων θα μας έδινε με εύληπτο τρόπο το φάσμα των ρεαλιστικών απαντήσεων στο παραγωγικό πρόβλημα: η κατανεμημένη ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές, η 3D εκτύπωση και η αποκέντρωση της μεταποίησης, η αυτοματοποίηση των εργασιακών δραστηριοτήτων, η τεχνητή νοημοσύνη, και η δυνατότητα παραγωγής υλικών και πληροφοριακών αγαθών με “μηδενικό οριακό κόστος”[4], συνολικά τα σύγχρονα συστήματα ενέργειας, παραγωγής, επικοινωνίας, ελέγχου, καθιστούν δυνατή μια ταχεία και αποτελεσματική επίλυση του παραγωγικού προβλήματος, η οποία αποτελεί τόσο προϋπόθεση όσο και αποτέλεσμα του μετακαπιταλιστικού, κομμουνιστικού ανθρωπολογικού μετασχηματισμού. Όσον αφορά το περίφημο “υπολογιστικό πρόβλημα”, η πρόοδος επεξεργαστών με τεράστια υπολογιστική ισχύ, η εξέλιξη της χρήσης μεγαδεδομένων και του ψηφιακού εντοπισμού προϊόντων-ακόμα και συγκεκριμένων εξαρτημάτων-μέσω ραβδοκωδίκων και τσιπ ταυτοποίησης ραδιοσυχνοτήτων (RFID), καθώς και το περίφημο Ίντερνετ των Πραγμάτων (Internet of Things),

Η Περεστρόικα και τελικά η κατάρρευση της ΕΣΣΔ, με την υποστήριξη των δυτικών δυνάμεων, ήταν αποτέλεσμα της αντίφασης ανάμεσα στο σοβιετικό κανονιστικό εποικοδόμημα και την παραγωγική-καταναλωτική βάση, όπως εκφράστηκε στην αποτυχία του κομμουνιστικού μετασχηματισμού των κοινωνικών σχέσεων. Ο κάθετος, συγκεντρωτικός γραφειοκρατικός μηχανισμός γιγαντώθηκε και οι επιθυμίες των σοβιετικών ως προς την κατανάλωση και τη σεξουαλικότητα, την τέχνη και τον πολιτισμό, χαλιναγωγήθηκαν. Ο σχεδιασμός της πραγματικά κοινωνικοποιημένης παραγωγής του 21ου αιώνα θα είναι δικτυο-κεντρικός, διαδραστικός, ευφυής και ευέλικτος, με επαναστατικό κινητήρα τον κοινωνικο-ταξικό ανταγωνισμό υπέρ της ατέρμονης ανθρώπινης ανάπτυξης του ελεύθερου χρόνου και των επιθυμητικών δυνατοτήτων, δίνοντας νέες απαντήσεις στο παραγωγικό, το κανονιστικό και το ανθρωπολογικό αίνιγμα οργάνωσης μιας αταξικής κοινωνίας.

Παραπομπές

[1] Βλ. το άρθρο του Θ.Μαριόλη, http://www.ikempatsis.gr/wpcontent/uploads/2016/04/%CE%A3%CE%94%CE%9F%CE%A4_13.pdf

[2]. Βλ. το άρθρο του Μ.Δαφέρμου, Σχεδιασμός και Αγορά: Η εξέλιξη των απόψεων στην ΕΣΣΔ, http://www.ilhs.tuc.gr/gr/Sxediasmoskaiagora.htm

[3]. http://www.komep.gr/2005-teyxos-3/enallaktikh-lysh-sth-metarrythmish-ths-agoras-toy-1965-xoris-apodektes-sta-80xrona-apo-th-gennhsh-toy-b-m-gkloyskof

[4]. “Μηδενικό οριακό κόστος”: Κάθε επιπλέον μονάδα παραγωγής προιόντος τείνει σε μηδενικό κόστος, όπως συμβαίνει κατά κύριο λόγο με την παραγωγή πληροφοριακών αγαθών, βλ. Rifkin, Κοινωνία του Μηδενικού Οριακού Κόστους, εκδ. Ενάλιος.

Scroll to Top