Της Έλσας Βαρελίδου
Η «δημιουργικότητα» ως έννοια, αφήγηση ή δόγμα φαίνεται να κερδίζει έδαφος στα τέλη της δεκαετίας του ’90, δίνοντας νέα υπόσταση στο ρόλο του πολιτισμού και τη γνώσης στις καπιταλιστικές κοινωνίες που βαδίζουν ολοταχώς προς τον 21ο αιώνα. Αν έναν αιώνα πριν η «ηθική της εργασίας» υπαγόρευε την εντατική και πειθαρχημένη εργασία ως αξία αφ’ εαυτού και το «ἐργάζεσθαι» αναγορευόταν από τους υμνητές της νεωτερικής σκέψης ως «διαδικασία πολιτισμού»[1], τώρα ο ίδιος ο πολιτισμός καλείται να μεταγράψει δικά του στοιχεία στην εργασιακή ρουτίνα. Πολιτισμός, γνώση και καινοτομία θεωρούνται πόροι ανάπτυξης, το συμβολικό κεφάλαιο[2] και η συμβολική οικονομία αποτελούν πυλώνες της προαναγγελλόμενης οικονομικής μεγέθυνσης και οι εργαζόμενοι στους «Κλάδους Πολιτισμού και Δημιουργικότητας» (ΚΠΔ) κερδίζουν το δικό τους momentum στην ανατομία της εργατικής τάξης.
Με τον όρο «Κλάδοι Πολιτισμού και Δημιουργικότητας» (ΚΠΔ) περιγράφεται ένα εύρος εργασιακών κλάδων, τα κοινά χαρακτηριστικά των οποίων μπορούμε να συνοψίσουμε σε δύο στοιχεία: Αφενός, δίνουν έμφαση στη δημιουργία συμβόλων και αφετέρου προστατεύονται μέσω νόμων για την πνευματική ιδιοκτησία. Μια κατηγοριοποίηση των εν λόγω κλάδων που ανταποκρίνεται στα ελληνικά δεδομένα είναι η εξής[3]:
- Εκδόσεις
- Εκτυπώσεις
- Φιλμ και βίντεο
- Φωτογραφία
- Μουσική
- Τηλεόραση και ραδιόφωνο
- Τέχνες και διασκέδαση
- Βιβλιοθήκες και μουσεία
- Εμπόριο πολιτιστικών αγαθών
- Αρχιτεκτονική
- Ειδικευμένο σχέδιο
- Διαφήμιση
- Παραγωγή λογισμικού
Παρακάτω θα επιχειρήσουμε να περιγράψουμε τους ΚΠΔ και το εργασιακό περιβάλλον που επικρατεί σε αυτούς, με στόχο να φωτιστεί η πραγματικότητα και να καταρριφθούν οι μύθοι γύρω από το νέο trend που στον κυρίαρχο λόγο παρέχει απλόχερα υποσχέσεις ανάπτυξης και ευημερίας.
Μύθος 1: Η κρίση γεννά ευκαιρίες-πεδίο δόξης λαμπρό για το δημιουργικό πνεύμα
Η συζήτηση για την κρίση σε επίπεδο κυρίαρχου λόγου, συχνά επικεντρώνεται στις ευκαιρίες που ξεδιπλώνονται μέσα σε αυτή και την αναγκαία διορατικότητα που πρέπει να δείξει το άτομο, που ως άλλος πολυμήχανος Οδυσσέας καλείται να φτάσει στην Ιθάκη. Έτσι, αφενός η κρίση παρουσιάζεται ως φυσικό φαινόμενο και αποκρύπτονται σκοπίμως οι ευθύνες του καπιταλιστικού συστήματος και ο αδηφάγος χαρακτήρας του κεφαλαίου που οδήγησαν σε αυτή και αφετέρου δίνεται η εντύπωση (και η υπόσχεση) ότι ο ικανός, ο άξιος και αρκετά έξυπνος μπορεί ατομικά να τα καταφέρει. Και ενώ θα περίμενε κανείς οι ΚΠΔ να επιβεβαιώνουν το αφήγημα ως η εμπροσθοφυλακή των ταλαντούχων, πολυμήχανων και δημιουργικών ανθρώπων, η πραγματικότητα έχει άλλη γνώμη.
Πράγματι μέχρι και το 2010 οι ΚΠΔ στην Ελλάδα παρουσίασαν υψηλότατους δείκτες ανάπτυξης και αναπτύχθηκαν με πολύ μεγαλύτερη ταχύτητα σε σχέση με τους ρυθμούς ανάπτυξης της εθνικής οικονομίας. Η συνολική αύξηση του κύκλου εργασιών στην Ελλάδα την περίοδο 2000-2006 ήταν 69,1% (δηλαδή μια αύξηση κατά μέσο όρο περίπου 10% κατ’ έτος), όταν η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ της χώρας για την ίδια περίοδο ήταν 23%. Ως σημαντικότεροι κλάδοι αναδείχθηκαν: η διαφήμιση, οι εκδόσεις, η τηλεόραση-το ραδιόφωνο, η αρχιτεκτονική, τα μουσεία, οι βιβλιοθήκες, η μουσική και η παραγωγή λογισμικού.
Ωστόσο, ακόμη και την περίοδο αυτή υπάρχουν μεγάλες ανισότητες μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών όσον αφορά στη συνεισφορά των ΚΠΔ στο ΑΕΠ κάθε χώρας και οι ανισότητες στην παραγωγή συμβολικών αγαθών στα ευρωπαϊκά κράτη ακολουθούν λίγο πολύ τις υπόλοιπες διακρατικές ανισότητες (π.χ. εισοδηματικές ανισότητες) μεταξύ των χωρών του κέντρου και της περιφέρειας. Οι χώρες της Βόρειας και Κεντρικής Ευρώπης (Γαλλία, Βέλγιο, Νορβηγία, Φιλανδία κλπ.) παρουσιάζουν μεγάλα ποσοστά, ενώ στις χώρες της Νότιας Ευρώπης και των Βαλκανίων η συνεισφορά των ΚΠΔ στις εθνικές οικονομίες είναι πολύ μικρότερη. Η ΚΕΑ[4] κατατάσσει την Ελλάδα στην 25η θέση από τα 29 ευρωπαϊκά κράτη με Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία (ΑΠΑ) των ΚΠΔ στο ΑΕΠ στο 1%, όταν ο συνολικός κύκλος εργασιών των ΚΠΔ στην ΕΕ-25 ανέρχεται στο 2,6%.
Από το 2008 και έπειτα η οικονομική κρίση χτύπησε με ιδιαίτερη ένταση τους ΚΠΔ στην Ελλάδα. Σύμφωνα με την ΑΠΑ, οι περισσότεροι κλάδοι φαίνεται να έχουν «γυρίσει» έξι περίπου χρόνια πίσω, στα επίπεδα του 2005. Η συνολική μείωση των εργαζομένων μεταξύ 2008 και 2013 ανέρχεται στο 30%, όταν στην ΕΕ-27 ο αριθμός των απασχολούμενων παραμένει αμετάβλητος. Οι κλάδοι με τις μεγαλύτερες μειώσεις εργαζομένων είναι αυτοί των εκτυπώσεων (-67,9%), των μουσείων-βιβλιοθηκών (-54%) και της παραγωγής κινηματογραφικών ταινιών και μουσικής (-66,7 % μετά το 2010). Στις αντίστοιχες περιπτώσεις στην ΕΕ-27 το ποσοστό της μείωσης είναι πολύ μικρότερο, συχνά μονοψήφιο. Σε αντίθετους ρυθμούς με τα παραπάνω, οι κλάδοι του ειδικευμένου σχεδίου και της παραγωγής λογισμικού σημειώνουν αυξήσεις που ανέρχονται στο 62,2% και 26,9%. Συνεπώς, είναι σαφές ότι η κρίση συνολικά έπληξε αντί να ενισχύσει τους συγκεκριμένους κλάδους, σε πείσμα του αφηγήματος «η κρίση ως ευκαιρία».
Μύθος 2: Η «δημιουργική τάξη» είναι η νέα μπουρζουαζία
Είναι γεγονός ότι οι εργαζόμενοι στα δημιουργικά επαγγέλματα φέρουν υψηλό συμβολικό κεφάλαιο, το οποίο, σύμφωνα με το φαντασιακό των start-up επιχειρήσεων και της do-it-yourself οικονομίας, θα όφειλε να μετασχηματίζεται και σε υψηλές αποδοχές, κύρος και καταξίωση. Για άλλη μια φορά η πραγματικότητα έχει αντίθετη γνώμη.
Οι δημιουργικοί εργαζόμενοι, όπως και οι καλλιτέχνες, εργάζονται σε ένα περιβάλλον βαθιάς και επιδεινούμενης επισφάλειας με περιορισμένες κοινωνικές παροχές και νόμιμα δικαιώματα, εργασιακή ανασφάλεια, σχετικά χαμηλές και παροδικές απολαβές και υψηλούς κινδύνους κακής υγείας. Η υποχώρηση της σταθερής απασχόλησης της φορντικής περιόδου και η αναδιάταξη του καπιταλιστικού μοντέλου σε παγκόσμια κλίμακα μετά την πετρελαϊκή κρίση της δεκαετίας του 70’ προς μια αυξανόμενη ευελιξία στην αγορά εργασίας, επιδεινώνει τις συνθήκες εργασίας τους, παρόλο που δεν σχετίζονταν άμεσα με το φορντικό μοντέλο της σταθερής μισθωτής δουλειάς. Η παραδοσιακά περιορισμένη συλλογική εκπροσώπηση που συναντιέται σε αυτούς τους κλάδους δυσχεραίνει ακόμη περισσότερο την κατάσταση, καθώς καθιστά τους εργαζόμενους εξαιρετικά ευάλωτους στις ορέξεις της καπιταλιστικής αγοράς.
Ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της δημιουργικής απασχόλησης που κάνει πιο έντονες τις διακυμάνσεις της εργασιακής ανασφάλειας είναι η εργασία μέσω εργοληπτικών συμφωνιών (project based work) που συνήθως διαρκούν μερικές ημέρες ή μήνες. Η εξάρτηση από το project συνεπάγεται εξαιρετικά εντατική δουλειά και κυνήγι deadline, απουσία διάκρισης του χρόνου εργασίας από τον ελεύθερο χρόνο και διαρκές άγχος. Μάλιστα, η πτώση της ζήτησης και ο περιορισμός των υπό ανάληψη έργων εν μέσω οικονομικής κρίσης, οδηγεί στα άκρα τον ανταγωνισμό με διαρκείς εκπτώσεις στις τιμές του έργου, αποκλείοντας όλο και περισσότερο τα μικρά γραφεία και τους αυτοαπασχολούμενους και οδηγώντας σε συνολική πτώση των απολαβών των εργαζομένων.
Άλλο γνώρισμα της δημιουργικής απασχόλησης είναι ότι συχνά αποτελεί δεύτερη απασχόληση γιατί δεν μπορεί να εξασφαλίζει το βιοπορισμό. Για παράδειγμα, μια έρευνα του ΕΚΕΒΙ[5] για την επαγγελματική κατάσταση των συγγραφέων στην Ελλάδα έδειξε ότι μόνο το 15% έχουν ως κύρια πηγή εισοδήματος τη συγγραφή βιβλίων, ενώ το 66% δηλώνουν ότι η ασφάλισή τους προέρχεται από εργασίες άσχετες με τη συγγραφική δραστηριότητα. Τρίτο χαρακτηριστικό της δημιουργικής απασχόλησης είναι η μισο-εργασία (εθελοντική, προσωρινή ή μαύρη). Σε κάποιους ΚΠΔ (π.χ. τέχνες) οι εθελοντές ανέρχονται σε σημαντικό ποσοστό της εργατικής δύναμης, πολλές φορές και άνω του 50% κι μπορούν να νοηθούν ως «εφεδρικός στρατός» που συμπιέζει προς τα κάτω το εργατικό κόστος συνολικά.
Ένα σημείο που θα πρέπει να σταθούμε είναι ότι, όπως προκύπτει από τα στατιστικά δεδομένα, όπου οι ΚΠΔ δείχνουν σημάδια ανάκαμψης από την κρίση, η σχέση μισθωτών-αυτοαπασχολούμενων αλλάζει υπέρ της αυτοαπασχόλησης. Η εν λόγω ποιοτική διαφοροποίηση παρατηρείται τόσο στο Ην. Βασίλειο, όπου ο αριθμός των εργαζομένων μειώθηκε μεταξύ 2008 και 2009 έως και 15%, ενώ το 2010 ανέκαμψε με ρυθμό κοντά στο 4%[6], όσο και σε μερικά ευρωπαϊκά κράτη, όπου ο αριθμός των απασχολούμενων στη συμβολική οικονομία μειώνεται την ίδια στιγμή που αυξάνεται ο αριθμός των επιχειρήσεων (περίπου +5% στην ΕΕ-27 το 2010).
Στην πλειοψηφία τους οι εν λόγω επιχειρήσεις (73% στην ΕΕ-27 το 2010) είναι ατομικές, οι γνωστοί free-lancers. Η Ένωση των free-lancers της Νέας Υόρκης ορίζει τα μέλη της ως «άτομα που απασχολούνται σε συμπληρωματική, εποχιακή ή εργοληπτική (project/contract based) εργασία τους τελευταίους 12 μήνες»[7]. Ο ορισμός αυτός αφορά 53 εκ. Αμερικάνους, περίπου το 34% της συνολικής εργατικής δύναμης της Αμερικής, που από το 2008 αυξάνεται κατακόρυφα (περίπου 15% το χρόνο). Έρευνα που πραγματοποιήθηκε από την ίδια την Ένωση έδειξε ότι το 40% δουλεύει ατομικά χωρίς να απασχολεί προσωπικό, το 27% έχει δεύτερη δουλειά πλήρους απασχόλησης, το 18% έχει δεύτερη δουλειά μερικής απασχόλησης και το 10% εργάζεται εποχιακά. Μόνο το υπόλοιπο 5% μπορούν να θεωρηθούν free-lancers επιχειρηματίες που απασχολούν 1-5 εργαζόμενους.
Παρά την ωραιοποίηση και τις υποσχέσεις ανέλιξης στην αποκαλούμενη και ως «δημιουργική τάξη», τα παραπάνω στοιχεία αποδεικνύουν ότι το συντριπτικό ποσοστό των free-lancer παραμένει εγκλωβισμένο στην εργατική τάξη από την οποία προέρχεται. Πουλάει την εργασία του με το κομμάτι και διαπραγματεύεται διαρκώς σε συνθήκες επισφάλειας την τιμή της εργατικής του δύναμης απέναντι στο κεφάλαιο που αυτή τη φορά εμφανίζεται ως «πελάτης» αντί για αφεντικό. Αποτελεί μάλιστα ειρωνεία το γεγονός ότι η συνθήκη εργασίας ως free-lancer που στερείται πλήρως των στοιχειωδών εργασιακών δικαιωμάτων τείνει να μεταγράφεται σε όλο και περισσότερα επαγγέλματα και να γίνεται καθεστώς ακόμη και στο εσωτερικό των επιχειρήσεων, καμουφλάροντας την κατά τα άλλα απόλυτα εξαρτημένη σχέση εργασίας. Το μπλοκάκι αντικαθιστά τις εξαρτημένες συμβάσεις εργασίας ακόμη και σε επαγγέλματα που καμία σχέση δεν έχουν με το free-lancing, παράγοντας εργαζόμενους χωρίς ασφάλιση, άδειες, εργασιακό ωράριο, υπερωρίες κλπ. και απορρυθμίζοντας τελικά πλήρως το εργασιακό τοπίο.
Θα κλείσουμε με μια ιστορία από την Αμερική: Ένα πρωί η Sarah Grey, Αμερικανίδα συγγραφέας και επιμελήτρια κειμένων δέχεται ένα τηλεφώνημα από μια διεθνή δικηγορική εταιρεία συνεργαζόμενη με τη Microsoft και τη Google για να συνεισφέρει σε ένα κίνημα βάσης που θα εκπροσωπεί τους free-lancers. Η δικηγόρος υποστηρίζει ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα των free-lancers είναι ότι συχνά συγχέονται με τους κανονικούς εργαζόμενους, πράγμα που κάνει τους υποψήφιους «συνεργάτες» (βλ. επιχειρήσεις-εργοδότες) καχύποπτους απέναντι τους, γιατί τους εκθέτουν στην εργατική νομοθεσία. Στη συνέχεια καλεί σε κινητοποίηση για απαλλαγή από το εν λόγω καθεστώς, σε ελευθερία και ανεξαρτησία προκειμένου να μπορεί ο «ελεύθερος δημιουργός» να ισχυροποιήσει την επιχείρησή του. Ελπίζουμε να πήρε και άλλες απαντήσεις όπως αυτή της Sarah Grey: «Δεν είμαστε επισφαλείς μπουρζουάδες – είμαστε το μέλλον της ταξικής πάλης».
[1] Bauman Ζ. (2002) «Η εργασία, ο καταναλωτισμός και οι νεόπτωχοι», Αθήνα: Μεταίχμιο
[2] Bourdieu, P. (2011) «Η διάκριση. Κοινωνική κριτική της καλαισθητικής κρίσης», Εκδόσεις Πατάκη
[3] Αυδίκος, Β. (2014) «Οι πολιτιστικές και δημιουργικές βιομηχανίες στην Ελλάδα», Αθήνα: Επίκεντρο
[4] KEA, The economy of culture in Europe, study prepared for the European Commission, Βρυξέλλες 2006
[5] ΕΚΕΒΙ και Metron Analysis, Αποτελέσματα έρευνας για την επαγγελματική κατάσταση των συγγραφέων στην Ελλάδα, Αθήνα 2001
[6] Pratt, A. (2012) “A world turned upside down: the cultural economy”, conference for “Creative Cities and the New Austerity, Smart, Creative, Sustainable Inclusive: Territorial Development Strategies in the Age of Austerity”, Regional Studies Association Winter Conference, London
[7] Grey, S. (2015) “Four Myths About the “Freelancer Class””, Jacobin, available at https://www.jacobinmag.com/2015/05/freelance-independent-contractor-union-precariat/
Επιπλέον βιβλιογραφία:
Peck, J. (2005) “Struggling with the Creative Class”, International Journal of Urban and Regional Research
*Ο τίτλος αποτελεί παράφραση του Γερμανού οικονομολόγου Kunzmann: «Κάθε ιστορία αστικής ανάπλασης ξεκινάει με ποίηση και τελειώνει με real estate», στο Kunzman K. (2004) Keynote Speech, Intereg III Mid-Term Conference, London