Συνήθως στις καλοκαιρινές βιβλιοπροτάσεις κάποιος θα βρει τα καινούρια βιβλία που μόλις κυκλοφόρησαν και διατίθενται φρέσκα φρέσκα να μας συντροφέψουν στην παραλία, στις διακοπές (ή στο μετρό για τη δουλειά). Όμως η ζωή ενός βιβλίου δε τελειώνει τον δεύτερο χρόνο από την έκδοσή του, και σίγουρα οι αναγνώστες του δε στερεύουν. Βρίσκουμε τις προτάσεις βιβλίων που έχουν ημερομηνία λήξης βαρετές και μερικές, αφού ούτε οι αναγνώστες συμπεριφέρονται έτσι, αλλά ούτε καλύπτουν το ότι τα βιβλία πολλές φορές κάθονται στην βιβλιοθήκη πριν περάσουν στα χέρια μας, ή έρχονται σε μας δεύτερο ή τρίτο χέρι.
Με αυτές τις σκέψεις, λοιπόν, κατά νου, και έχοντας περάσει μια καραντίνα και τους δυο πρώτους καλοκαιρινούς μήνες ρωτήσαμε μερικούς φίλους: τι διαβάσατε φέτος και θα προτείνατε; Αφήσαμε ανοιχτό το ερώτημα των νέων ή παλιών βιβλίων και ιδού το αποτέλεσμα:
Patricio Pron – Αύριο θα μας λένε αλλιώς, μτφ, Μαρία Παλαιολόγου, εκδ. Ικαρος (2020)
Την παράδοξα κοινωνική αλλά και ταυτόχρονα βαθιά προσωπική συνθήκη του χωρισμού, επιχειρεί να μετασχηματίσει σε λογοτεχνία ο Patricio Pron, με το μυθιστόρημά του «Αύριο θα μας λένε αλλιώς», που κέρδισε το βραβείο Alfaguara 2019 και μόλις κυκλοφόρησε στη χώρα μας από τις εκδόσεις Ίκαρος, στην πρώτη του μάλιστα μετάφραση από τα ισπανικά. Ο Αργεντίνος συγγραφέας επιλέγει την πόλη κατοικίας του, τη Μαδρίτη, ως τόπο όπου εκτυλίσσεται η δράση και τη γενιά του, αυτή των 35 -40άρηδων early millennials, ως πρωταγωνιστές της ιστορίας του, και μας συστήνει Εκείνον και Εκείνη, ανώνυμους, όπως όλοι οι χαρακτήρες του βιβλίου, ίσως για λόγους ταύτισης, ίσως αποπροσωποποίησης.
Ο Pron αναλύει τους τρόπους που οι άνθρωποι ερωτεύονται, συνυπάρχουν, χωρίζουν, πληγώνονται, ανακάμπτουν, και τα ξανακάνουν όλα από την αρχή, αναδεικνύοντας με εμβριθή πολιτική ματιά και συγγραφική δεινότητα το πώς ο εκάστοτε τόπος και η συγκεκριμένη ιστορική στιγμή αλληλεπιδρούν και βρίσκονται σε διαλεκτική σχέση με τις εμπειρίες και τα βιώματα των υποκειμένων, με μια μαρξιστική αφήγηση των ερωτικών σχέσεων, που είναι και αυτή που θα διαχωρίσει τελικά το μυθιστόρημα αυτό από τη μάζα των υπολοίπων του είδους. Οι εκδόσεις Ίκαρος μας συστήνουν μια, προηγουμένως αμετάφραστη, σύγχρονη και επίκαιρη φωνή της ισπανόφωνης λογοτεχνίας και ένα μυθιστόρημα οικουμενικών συναισθημάτων και αφοπλιστικής ειλικρίνειας, που διαβάζεται απνευστί.
Denis Johnson – Η Γενναιοδωρία της Γοργόνας, μτφ, Κώστας Σπαθαράκης, εκδ. Αντίποδες (2020)
Ο Ντένις Τζόνσον στα διηγήματά της συλλογής του «Η Γενναιοδωρία της Γοργόνας» στρέφει το βλέμμα μας σε ανθρώπους που νιώθουν «τελειωμένοι» όπως ο Κας, εξασθενημένοι, φθαρμένοι, έτοιμοι να παραδοθούν στο θάνατο. Οι αντι-ήρωες του Τζόνσον δεν έζησαν το American Dream, κι ακόμα κι αν έζησαν πρόσκαιρες χαρές και επιτυχίες, τελικά η πραγματικότητα τους πέταξε στο περιθώριο, όπου τους κατέλαβε είτε η μελαγχολία, είτε η ανικανότητα να απεξαρτηθούν απ’ τα ναρκωτικά και το αλκόολ, είτε ακόμα και η παράνοια. Άνθρωποι με λίγα λόγια παραδομένοι στη μοίρα και στις κακές επιλογές του παρελθόντος τους. Κάθε διήγημα έχει τη δική του ιδιαίτερη γοητεία και αυτοτελή αξία, ενώ όλα μαζί σχηματίζουν μία πολύτιμη συλλογή φωνών από αυτές που συχνά αφήνονται να σβήσουν στη λήθη.
Η γραφή του Ντένις Τζόνσον είναι σκληρή, αμείλικτη, βουτηγμένη στον πιο σκοτεινό ρεαλισμό. Η λογοτεχνία του εύστοχα έχει παραλληλιστεί με του Ντοστογιέφσκι, γιατί στα γραπτά του βυθιζόταν στα πιο σκοτεινά σοκάκια του προσωπικού του ψυχισμού με σκοπό να μιλήσει με ειλικρίνεια για την ανθρώπινη φύση. Η «Γενναιοδωρία της Γοργόνας» έμελλε να αποτελέσει το κύκνειο άσμα του συγγραφέα, περισσότερο γνωστού στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό απ’ το βιβλίο Δέντρο από Καπνό με βασικό θέμα τον πόλεμο του Βιετνάμ (για το οποίο βραβεύτηκε με το National Book Award). Ο Τζόνσον έγραψε αυτά τα διηγήματα στο τέλος της ζωής του, ενόσω γνώριζε ότι το τέλος δεν ήταν μακριά αφού ο καρκίνος τον κατέτρωγε, τον έφθειρε μέχρι να έρθει να τον αποτελειώσει ο θάνατος. Σε αυτή την κατάσταση μεταξύ της φθοράς και του οριστικού τέλους κινούνται και οι πρωταγωνιστές των διηγημάτων του, εγκαταλελειμμένοι από την κοινωνία που υπόσχεται επιτυχία και πλούτη σε όποιον αρπάξει την ευκαιρία.
Édouard Louis – Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου, μτφ. Στέλλα Ζουμπουλάκη, εκδ. Αντίποδες (2020)
Στο τρίτο βιβλίο του ο Εντροάρτ Λουί περιγράφει τις αντιφατικές και περιπετειώδεις σχέσεις του με τον πατέρα. Γραμμένες με έναν τρόπο όπου ο συγγραφέας οριακά σε παρακινεί να το διαβάσεις σα σε θεατρικό μονόλογο, οδηγεί τον αναγνώστη να προσπαθεί να οπτικοποιήσει αυτή τη σχέση πάνω στα σκοτεινά σανίδια της φαντασίας του. Δυο χαρακτήρες που συγκρούονται, χωρίς ποτέ να βρεθούν αντιμέτωποι. Δύο χαρακτήρες, ο αφηγητής και ο πρωταγωνιστής, γιος και πατέρας, οι οποίοι μόλις στηθούν δημιουργούν το σκηνικό το οποίο μετράει αντίστροφα σελίδα-σελίδα μέχρι να εκραγεί στα χέρια σου στην τελευταία σελίδα.
Ένα βιβλίο το οποίο από την μέση και μετά αρνείται να φύγει από τα χέρια σου ανολοκλήρωτο. Σε αυτό, το πολιτικό και το προσωπικό περιπλέκονται, όπως ακριβώς στις ζωές όλων μας. Αυτό που μένει από αυτό το σύντομο βιβλιαράκι, πέρα από την τελική έκρηξη στην οποία ολοκληρώνεται η σχέση πατέρα-γιού, είναι η μάταια προσπάθεια του πρωταγωνιστή να κλέψει τον έλεγχο της ζωής του από τη ζωή, μια σχεδόν ρητή αναφορά στην αποξένωση του απλού μεροκαματιάρη από τον ίδιο του τον εαυτό.
Μιχάλης Μακρόπουλος – Μαύρο Νερό, εκδ. Κίχλη (2019)
Η βραβευμένη νουβέλα του Μιχάλη Μακρόπουλου, τοποθετείτε στα ορεινά τοπία της Ηπείρου. Είναι γραμμένη πολύ προσεκτικά, σε ένα λιτό ποιητικό λόγο που βρίθει από εικόνες και μυρωδιές. Εδώ, οι πρωταγωνιστές αναγκάζονται να ζουν σε μία ρημαγμένη γη, αφού η εκμετάλλευση της φύσης έφερε την καταστροφή της. Ο συγγραφέας καταπιάνεται έτσι με το ζήτημα της σχέσης του ανθρώπου με τον τόπο του αλλά και τον τόπο γενικά, τη φύση, μια αναζήτηση που φαντάζει οικία σε όλους την εποχή των οικολογικών κρίσεων.
Έτσι συντίθεται το σκηνικό της αποκάλυψης. Μιας αποκάλυψης όχι στα εξωπραγματικά πλαίσια των ταινιών και του τέλους της ανθρωπότητας, αλλά στα πραγματικά πλαίσια του τέλους του κόσμου κάποιων ανθρώπων. Η ζωή αλλού μπορεί να συνεχίζεται, όμως εδώ οι ζωντανοί είναι νεκροί, και οι νεκροί ολοζώντανοι. Ένα χωριό με αποφορά σκουριάς και θανάτου.
Θα μπορούσες να βάλεις όλους τους κατοίκους στο κάδρο για ένα πλάνο, και εκεί θα έμενες να αναρωτιέσαι ποιος ζει και ποιος είναι νεκρός. Που και που ξεχωρίζεις κάποιον ζωντανό, αφού βγάζει χνώτα στους παγωμένους ορεινούς χειμώνες, άλλες φορές όμως τα χνώτα μυρίζουν τόσο έντονα που και πάλι αναρωτιέσαι. Από την άλλοι είναι οι νεκροί που σου αποκρίνονται άμα κάνεις μια βόλτα στο χωριό, και οι ζωντανοί σιωπούν.
Σε αυτό το χωριό οι ζωντανοί κηδεύουν τους ζωντανούς, λέγοντας το στερνό αντίο, και οι νεκροί κηδεύουν τους νεκρούς.
Alexander & Sergei Abramov – Οι Καβαλάρηδες από το Πουθενά, μτφ. Γιάννης Στολτίδης, εκδ. Η Άγνωστη Κάνταθ (2018)
Η σοβιετική καλλιτεχνική παράδοση είναι κάτι που, αν εξαιρεθεί ο κινηματογράφος, δύσκολα φτάνει πια σε εμάς, χαμένη μέσα σε δεκαετίες αντικομμουνιστικής ρητορικής. Ωστόσο αυτό δε σημαίνει ότι είναι ολοκληρωτικά χαμένη. Οι εκδόσεις Άγνωστη Καντάθ μας φέρνουν στα ελληνικά αρκετά έργα σοβιετικής επιστημονικής φαντασίας, που απηχούν τις ελπίδες, τους φόβους αλλά και τον τρόπο σκέψης των ανθρώπων που έζησαν από πρώτο χέρι το «μεγάλο άλμα προς τον ουρανό». Οι Καβαλάρηδες από το Πουθενά των Alexandr και Sergei Abramov, γραμμένο μια ανάσα πριν την κατάρρευση του 1991, μεταφέρει τον Ψυχρό Πόλεμο στην Αρκτική και μας δίνει «σύννεφα» από το διάστημα, τον απόηχο μιας «ρόδινης» εισβολής, αλλά και μια απεικόνιση των πραγματικών της όπλων: των προκαταλήψεων, των ιδεών και, τελικά, της δυσκολίας του να ξεπεραστούν αυτές.
Giuseppe Tomasi di Lampedusa – Ο Γατόπαρδος, μτφ. Μαρία Σπυριδοπούλου, εκδ. Bell. (2016)
Ο Γατόπαρδος είναι το μοναδικό έργο του συγγραφέα του, όμως έμελλε να γίνει ένα από τα σπουδαιότερα του 20ου αιώνα. Διατρέχοντας μισό αιώνα (εκτυλίσεται μεταξύ 1860 και 1910), μέσα από τα μάτια του πρίγκιπα Ντον Φαμπρίτσιο ντι Σαλίνα, το μυθιστόρημα απλώνει μπροστά στον αναγνώστη μια μεταιχμιακή εποχή της ιστορίας της Ιταλίας. Η αριστοκρατία και οι φεουδαρχικές σχέσεις εξουσίας, ειδικά στον Ιταλικό Νότο και τη Σικελία, τόπο του μυθιστορήματος, βρίσκονται σε παρακμή και ταυτόχρονα η άνοδος της αστικής τάξης σε πλήρη εξέλιξη. Ο πολιτικός ρόλος της Εκκλησίας στα γεγονότα μάλιστα, δε διαφεύγει της προσοχής του συγγραφέα.
Ένα πολιτικό και κοινωνικό μυθιστόρημα γραμμένο με έναν ιδιαίτερα ποιητικό και αισθησιακό τρόπο, που ταυτόχρονα διαπνέεται από έξυπνο χιούμορ και ειρωνικότητα. Ο Ντον Φαμπρίτσιο παρακολουθεί τη γαριβαλδινή επανάσταση και το Risorgimento με μια ψυχραιμία και μια απάθεια, αντιλαμβανόμενος ίσως το αναπόφευκτο της ιστορικής κίνησης. Κίνηση όμως που δεν αναιρεί την ταξική διάσταση της κοινωνίας. Σύμφωνα με την πιο γνωστή φράση του μυθιστορήματος, που εκφέρει ο Τανκρέντι, επαναστάτης ανηψιός του Ντον Φαμπρίτσιο: «αν θέλει κανείς να μείνουν όλα όπως είναι, τότε πρέπει όλα ν’ αλλάξουν…».
Herman Melville – Γουάιτ Τζάκετ (Ο ασπροφόρης ή Ο κόσμος σ’ ένα πολεμικό πλοίο), μτφ. Έφη Καλλιφατίδου, εκδ. Gutenberg. (2004)
Ο Melville, γνωστός για το ίσως κλασικότερο μυθιστόρημα των αμερικανικών γραμμάτων Μόμπι Ντικ, μεταφέρει τους αναγνώστες του στην καθημερινότητα της ζωής της Απόντιστης, της πολεμικής ναυαρχίδας στην οποία ο ίδιος ο συγγραφέας θήτευσε στα 1843-1844. Σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, ο συγγραφέας καταγράφει στις σελίδες του έργου του ένα πλήθος διαφορετικών χαρακτήρων και τις πιο απίθανες καταστάσεις. Ο Melville ξέρει πολύ καλά πως να κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Όμως, πέρα από το εξαιρετικό χιούμορ και τα αναπόφευκτα μειδιάματα που προκαλεί στον αναγνώστη, το βιβλίο αναδεικνύει τη βαθιά ανθρωπιστική και φιλειρηνική θέση του συγγραφέα του. Ο Melville, θέλει το έργο του θέλει να γίνει μια διαχρονική καταγραφή της σκυλίσιας ζωής των ναυτών, λευκών και έγχρωμων, της ανελέητης καταπίεσης από τους αξιωματικούς και του παραλογισμού που διακρίνει το δίκαιο των ισχυρών. Επιπλέον, η αντιπαραβολή της ζωής στο πλοίο με τη ζωή στην κοινωνία λειτουργεί σαν «κατηγορώ» για την απανταχού αδικία και ταξική καταπίεση. Στο στόχαστρό του μπαίνουν βασιλείς και κυβερνήτες, ενώ ταυτόχρονα υπερασπίζεται με συγκινητικό τρόπο τους φτωχούς και κατατρεγμένους. Ένα έργο τόσο φρέσκο σήμερα, 170 χρόνια μετά την έκδοσή του, όσο και ο θαλασσινός αέρας, που ο αναγνώστης νοιώθει να εισπνέει σε κάθε σελίδα αυτού του αριστουργήματος.