Αφιέρωμα: Παιδεία στο Ύψος των Αναγκών μας!
Editorial
Μάθε παιδί μου γράμματα… Στην ομότιμη ταινία του Θ. Μαραγκού (1981), ένας μαθητής ενός φτωχού ορεινού χωριού θυμάται πως ο ανώνυμος πατέρας του συνεχώς του λέει αυτή την φράση.
Τα γράμματα, η παιδεία, η εκπαίδευση αποτελεί την ελπίδα των απλών καθημερινών ανθρώπων να ξεφύγουν από την μέγγενη της φτώχειας. Η φράση περιγράφει την ευχή και το όραμα των γονιών για μια καλύτερη ζωή στα παιδιά τους. Με παραλλαγές έχουμε ακούσει όλα μας την ίδια προτροπή, “να τελειώσουμε τις σπουδές μας”, “να πιάσουμε μια καλή δουλειά”, να έχουμε “καλή πρόοδο”. Είναι κουραστικά κλισέ οι προτάσεις. Όμως, ακουμπάνε την αλήθεια.
Η εκπαίδευση, ειδικά τον προηγούμενο αιώνα, αποτελούσε έναν βασικό μηχανισμό κοινωνικής ανέλιξης. Οι γενιές εκείνης της εποχής σπουδάζανε και βρίσκανε δουλειές, προκόβανε και ζούσαν καλύτερες ζωές από τους γονείς τους. Όπως διακωμωδεί η ίδια ταινία, “Όλοι πηγαίνουν στην Αθήνα”. Η καπιταλιστική πρόοδος της χώρας, ερήμωσε τα χωριά αφού όπως σημειώνει κι ο Μαρξ στο Κεφάλαιο συντελείται σε βάρος των ανθρώπων και του τόπου τους.
Σήμερα, αυτός ο χαρακτήρας του εκπαιδευτικού συστήματος έχει άρδην υποβαθμιστεί.Το ελληνικό καπιταλιστικό σύστημα και η αστική τάξη της χώρας δε χρειάζεται επιστημόνισσες, δάσκαλους, νοσηλευτές όσο μπάτσους και σερβιτόρους. Ο γραφικός υπουργός Άδωνης, αγχώνεται πως οι φίλοι του δε βρίσκουν λατζιέριδες να κάνουν “fix the kitchen”. Οι άνθρωποι που έχουν ουσιαστική εποπτεία των αντικειμένων τους και ευρύτερη παιδεία έχει διάφορα κόστη που όσο γίνεται πρέπει να περιορίζονται.
Έτσι, η εκπαίδευση, που προσφέρεται από την εξουσία, τελικά, ψαλιδίζει τα όνειρα των παιδιών. Η ταινία περιγράφει σαφώς πως αυτά στέκονται κριτικά απέναντι στο κρατικό σύστημα εκπαίδευσης. Βάζει ρητά 3 σημεία: (α) πως τα όνειρά της νεολαίας δε μπορούν να χωρέσουν στα καλούπια της κρατικής πολιτικής και πως οι μικρότερες γενιές με εφαλτήριο το ότι το μέλλον τους που ξεδιπλώνει ως δυνατότητα μπροστά τους δεν ικανοποιούνται από το εκπαιδευτικό σύστημα, (β) πως αηδιάζουν και εχθρεύονται τον ιδεολογικό χαρακτήρα του εκπαιδευτικού συστήματος που τα θέλει υπάκουα και πειθαρχημένα, και (γ) πως στον αγώνα τους ζητάνε και βρίσκουν συμπαραστάτες τους εκπαιδευτικούς.
Για έναν άνθρωπο, μια εργάτρια, που δεν έχει τίποτα, και δε μπορεί παρά να πουλάει το κορμί της στην αγορά εργασίας, η εκπαίδευση είναι ένα σημαντικό εφόδιο. “Που να το φανταστώ εγώ που έγινα επιστήμονας ότι θα γινόμουν προίκα; Όλη η παιδεία έχει γίνει μια προίκα!” μονολογεί ένας από τους κεντρικούς χαρακτήρες.
Όμως, πέρα από την αγορά εργασίας, η παιδεία διαμορφώνει ανθρώπους, δεν είναι ένα απλό ζήτημα. Όπως λέει ένα κλισέ τσιτάτο που παραλλαγές του αξιοποιεί και ο στρατός: “Η γνώση είναι δύναμη”. Για τη μαρξιστική φιλοσοφία, όμως, αυτό που ισχύει είναι ότι η γνώση είναι το θεμέλιο της ελευθερίας. Δεν είναι, συνεπώς, καθόλου τυχαίο ότι η εκπαίδευση αποτελεί θεμελιώδες ζήτημα της ταξικής πάλης.
Στα βιβλίο του, ο Χρ. Μίσσιος μας περιγράφει πως οι κομμουνιστές στις αρχές του προηγούμενου αιώνα αλληλοεκπαιδεύονταν να διαβάζουν χρησιμοποιώντας τις εφημερίδες του Ριζοσπάστη. Μαθαίνανε γράμματα και αποκτούσαν την ελευθερία να αποφασίζουν, να στέκονται κριτικά σε όσα τους λέγανε. Έτσι, ροκανίζανε τα ιδεολογικά δεσμά που η εξουσία φροντίζει να μας φορά. Η παιδεία, η γνώση, η εκπαίδευση δεν περιορίζεται στα συστήματα και τα σχέδια των υπουργείων, αποτελεί πολιτικό, κοινωνικό αγώνα.
Πίσω στην ταινία, ο τραυλός πρωταγωνιστής βρίσκει φωνή μέσα από την κριτική στο αφήγημα της εξουσίας. “Εδώ σκοτώσανε τον Καναβό”, η πρώτη του ορθοφωνιμένη φράση ήταν μια κραυγή για τους ξεχασμένους νεκρούς κομμουνιστές της αντίστασης.
Σε αυτές τις φωνές, επιθυμούμε να δώσουμε λόγο με το παρόν τεύχος. Γνωρίζουμε πως το θέμα δεν μπορεί να εξαντληθεί ικανοποιητικά στις λίγες σελίδες ενός αφιερώματος. Όμως, προς ώρας μας αρκεί η σπορά του κριτικού λόγου.
Οι μαθήτριες και μαθητές, οι εκπαιδευόμενοι, τόσο στην ταινία όσο και στην πραγματική ζωή έχουν φωνή και λόγο ξεκάθαρο:
“Σας στέλνουμε από εδώ γράμμα διαμαρτυρίας. Κύριοι υπεύθυνοι το σχολείο που φτιάξατε δε μας αγκαλιάζει, δε το φτιάξατε για μας!”