του Νίκου Γιακουμέλου
Τα Όσκαρ 2020 ήδη από την αρχή της συζήτησης για αυτά, αρκετούς μήνες πριν την ίδια την τελετή απονομής, φαινόταν πως θα συνέχιζε, χωρίς εκπλήξεις μια βαθμιαία μετακίνηση προς μια (ελαφρώς) πιο προοδευτική κατεύθυνση, χωρίς ωστόσο να διασαλεύει πάντα την ιερή αταραξία του Χόλυγουντ, τον πανααμερικανισμό και την ακραία του (μέτα)εσωστρέφεια και αντιπάθεια για νέους τρόπους διανομής περιεχομένου (όπως το Netflix).
Πράγματι, στα διάφορα βραβεία που δίνονται στον δρόμο για τα Όσκαρ φάνηκε μια τέτοια τέτοια τάση. Οι ταινίες του Netflix, όπως ο «Ιρλανδός» του Σκορσέζε ή το «Ιστορία Γάμου» του Νόα Μπόμπακ, παρόλο που αγαπήθηκαν από κοινό και κριτικούς και ήταν υποψήφια στις περισσότεες κατηγορίες είδαν τις επιτροπές να τους γυρίζουν την πλάτη ενώ αντίθετα το γράμμα αγάπης (και υποταγής) στο «παλιό, καλό Χόλιγουντ» του Ταραντίνο, με την ρεβανσιστική και ανιστόρητη ματιά κέρδιζε έδαφος. Την ίδια στιγμή, στη ]«μεγάλη τριάδα» (Καλύτερης Ταινίας, Σκηνοθεσίας, Σεναρίου) τα περισσότερα βραβεία μάζευε το εντυπωσιακό οπτικά αλλά τελικά κενό συναισθηματικά «1917» αφήνοντας άλλες, πιο ενδιαφέρουσες ταινίες πίσω του. Ακόμα και η παρουσία του υπερηρωικού «Τζόκερ» στις περισσότερες κατηγορίες ήταν απλά η ευκαιρία να βλέπουμε τον Χοακιν Φοίνιξ να σηκώνεται σε κάθε βράβευση για να παραλάβει το βραβείο του Α’ Ανδρικού, ενώ δεν γινόταν καμία αναφορά στις (ούτως η άλλως μπερδεμένες) πολιτικές νότες της ταινίας.
Ωστόσο σε κάθε βράβευση, μια παράξενη ταινία από τη Νότια Κορέα ήταν εκεί. Τα «Παράσιτα», του πάντα πολιτικού Μπονγκ Τζουν – χο έκαναν αισθητή την παρουσία τους, σταθερά στην κατηγορία της Καλύτερης Ξένης Ταινίας και διεκδικώντας ακόμα μεγαλύτερο «χώρο» στη κουβέντα για τα βραβεία.
Και τελικά, στην ίδια την τελετή απονομής των 77ων Όσκαρ, ενώ όλοι ήταν προετοιμασμένοι για μια ανιαρή τελετή (χωρίς παρουσιαστή μάλιστα), τα «Παράσιτα» κάνουν την ανατροπή. Αφήνουν πίσω τους το «1917» και κατακτούν όχι μόνο το αναμενόμενο Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας, αλλά και το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας (γενικά), κάτι που καμία άλλη ταινία από χώρα εκτός ΗΠΑ δεν είχε καταφέρει στην ιστορία του θεσμού. Την ίδια στιγμή, κατάφερε και κέρδισε τα Όσκαρ Καλύτερης Σκηνοθεσίας και Καλύτερου Πρωτότυπου Σεναρίου.
Στην ίδια την τελετή δύο ακόμα στιγμές ξεχώρισαν που αξίζει να αναφερθούν εδώ: Η αναφορά της Τζούλια Ράικερτ, νικήτριας του Όσκαρ για το Καλύτερο Ντοκιμαντέρ στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο («Πιστεύουμε ότι τα πράγματα θα πάνε καλύτερα όταν οι εργάτες όλου του κόσμου ενωθούν») και ο λόγος του Χοακίν Φοίνιξ ενάντια στις διακρίσεις και τον ρατσισμό.
Έγιναν τα Όσκαρ μια συζήτηση για τον Κομμουνισμό επειδή αναφέρθηκαν στιγμιαία στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο; Ή discourse για τη βιωσιμότητα του καπιταλισμού και την αναγκαιότητα «ενός άλλου δρόμου» μήπως; Κατανοούμε καλύτερα τις ταξικές (και οικογενειακές) αντιθέσεις στην παγκόσμια χώρα του καπιταλισμού (όπως δήλωσε ο ίδιος ο σκηνοθέτης για τα «Παράσιτα») επειδή πήραν αυτά τα Όσκαρ αντί του πολιτικά αποστειρωμένου «1917»;
Η εύκολη απάντηση είναι πως όχι. Ή τουλάχιστον όχι εντελώς. Δεν είναι ψέμα πως τα Όσκαρ είναι, από μια κυνική άποψη, εκατομμυριούχοι που ανταλλάσσουν χρυσά αγαλματάκια. Το ίδιο το Χόλυγουντ είναι μέρος μιας βιομηχανίας (θεάματος και πολιτισμού) απόλυτα ευθυγραμμισμένης με τα ιμπεριαλιστικά συμφέροντας των ΗΠΑ, που προωθεί την εικόνα του «σωτήριου» στρατού σε άγαστη συνεργασία με το Πεντάγωνο. Μια βιομηχανία που, στο εσωτερικό της χώρας, τελικό στόχο έχει το να απορροφήσει τις κοινωνικές εντάσεις της πλειοψηφίας, η οποία προσπαθεί να επιβιώσει στον ανθρωποφάγο καπιταλισμό, και να τις μετουσιώσει σε άκακο θέαμα.
Όλα αυτά είναι σωστά και έτσι, από μια άποψη, η κριτική που ακούστηκε για υποκρισία ή κροκοδείλια δάκρυα για τους φτωχούς αυτού του κόσμου, που κέρδισαν για μια στιγμή το βλέμμα της ελίτ των κινηματογραφιστών, είναι δόκιμη. Την ίδια στιγμή όμως είναι και εντελώς στείρα.
Το Χόλιγουντ, όπως κάθε μηχανισμός, δεν είναι ούτε συμπαγής ούτε μονολιθικός. Εντός του μπορεί κανείς να διακρίνει αντίπαλες τάσεις που, η κάθε μία για τους δικούς της λόγους, επιλέγει να ανοιχθεί ή όχι, σε ένα ευρύτερο κοινωνικό ακροατήριο, αγγίζοντας τα προβλήματα του και δίνοντας, μέσα από τις ρωγμές της μαζικής κουλτούρας, μια ευκαιρία αυτό να ακουστεί .
Έτσι, μπορεί το Χόλιγουντ να κινείται προς μία αφελή προοδευτική κατεύθυνση και έναν θολό ανθρωπισμό, κυρίως ως αντίδραση στις ακραία αντιδραστικές δυνάμεις του κεφαλαίου που έφεραν στην εξουσία τον Τραμπ και την alt right, αυτό όμως δε σημαίνει ότι την ίδια στιγμή πράγματι, έστω μια μόνο ένα λεπτό, οι φτωχοί του κόσμου είδαν την ευκαιρία να μιλήσουν για (και με) «τα Παράσιτα» για τον φόβο της έξωσης, για την αθλιότητα των συνθηκών διαβίωσης σε ένα σύστημα για το οποίο ο άνθρωπος, ακόμα και αν δουλεύει, είναι σκουπίδι που αναδίδει τη βρώμα της ταξικής του καταγωγής, ακόμα και για τον επιφανειακό ανθρωπισμό, την «καλοσύνη» των αστών πλουσίων.
Συχνά υποτιμάται η δύναμη αυτής της αναγνώρισης από την Αριστερά, και όμως το να βλέπεις πως υπάρχει ένας «κοινός τόπος», όπου, παρά τον μιντιακό βομβαρδισμό για το αντίθετο και την αποφορά από το πτώμα του Αμέρικαν ντριμ, μπορεί ο μέσος εργαζόμενος να διαπιστώσει πως ναι, τα προβλήματά του όχι απλά τα έχουν και άλλοι αλλά είναι και διεθνή, πως ο ίδιος, ακόμα και αν πεθαίνει (κυριολεκτικά) στη δουλειά, δε θα γίνει ποτέ άνθρωπος στα μάτια των αφεντικών του, για τον σύγχρονο άνθρωπο είναι σημαντικό. Ή καλύτερα, για τον άνθρωπο που διαπλάστηκε ήδη από πολύ νεαρή ηλικία από τα ΜΜΕ και τη μαζική κουλτούρα, που απευθυνόταν σε αυτή για να μπορέσει να συμπληρώσει το αφήγημα της δικής του εμπειρίας για το τι συμβαίνει στον κόσμο, μια τέτοια στιγμή που οι φτωχοί κλέβουν τους προβολείς και τους στρέφουν σε αυτούς, τον βάζει σε μια λογική η οποία του να διαβεί, κάποια στιγμή, και μετά από πολλά άλλα παρόμοια, μικρά ή μεγάλα, προσωπικά, πολιτικά και κοινωνικά συμβάντα, τον Ρουβίκωνα της πολιτικής συνείδησης.
Η μετατόπιση αυτή του Χόλιγουντ δεν είναι χωρίς αντιδράσεις από την υπερσυντηρητική πλειοψηφία των ΜΜΕ των ΗΠΑ αλλά και από τη φασίζουσα Νέα Δεξιά, η οποία επιτίθεται τόσο διαδικτυακά όσο και φυσικά σε οτιδήποτε πάει έστω και αμυδρά κόντρα στο ρατσιστικό/σεξιστικό ιδεώδες της. Τα Όσκαρ το «πλήρωσαν» με ρεκόρ αρνητικής τηλεθέασης, ενώ τα «Παράσιτα» ενόχλησαν ακόμα και τον ακροδεξιό πρόεδρο Τραμπ.
Είναι σίγουρα μια πολιτική διαμάχη εντός του κεφαλαίου και σίγουρα η Τέχνη, δυστυχώς, δε θα αλλάξει τον κόσμο, όσο και αν μας αρέσει να το πιστεύουμε. Όμως η μαζική κουλτούρα είναι ένα πεδίο μάχης, στο οποία μάλιστα οι δυνάμεις της Αριστεράς χάνουν. Καμία ευκαιρία λοιπόν δεν πρέπει να αφήνεται να αναξιοποίητη, ειδικά μία τόσο πρόσφορη.
Γιατί ναι, σίγουρα ο λόγος του Χοακίν Φοίνιξ δεν είναι απόσπασμα από το «Τι Να Κάνουμε», ούτε το «Κράτος και Επανάσταση». Και ναι, σίγουρα χρειάζεται κριτική και βάθεμα. Είναι όμως μια πολύ καλή ευκαιρία να μιλήσει κανείς με κάποιον που συμφωνεί με τον Φοίνιξ και να του πει πως «ξέρεις τι, ίσως να μην φταίει τόσο που οι άνθρωποι είναι άπληστοι, ίσως να φταίει ένα σύστημα που βάζει το κέρδος υπερπάντων».