Παραθέτουμε την εισήγηση του Αλέξανδρου Χρύση, στην εκδήλωση – συζήτηση με τίτλο “Για το επαναστατικό υποκείμενο στην εποχή μας” που διεξάχθηκε στη λέσχη των Αναιρέσεων στις 14/2.
1. Λίγα λόγια για το φίλο που έφυγε, αλλά είναι παρών…
Ανατρέχοντας στην τοποθέτηση μου στην κεντρική εκδήλωση:
«Τρία χρόνια μετά από εκείνο το απομεσήμερο του Νοέμβρη του 2011, όταν αποχαιρετήσαμε τον Κώστα, επιβεβαιώνουμε αυτό ακριβώς που όλοι μαζί και καθένας ξεχωριστά, με τον τρόπο του, υποψιαζόμασταν. Ο Κώστας εξακολουθεί να είναι εδώ, να βρίσκεται ανάμεσά μας, καθώς ανακαλύπτουμε ξανά και ξανά την αναγεννητική, την καταλυτική παρουσία του στη σκέψη και στην πράξη μας. Πολλές οι αφορμές, ατέλειωτοι οι δρόμοι που οδηγούν στη συνάντησή μας με τον Κώστα Τζιαντζή, τον άνθρωπο που, με το δικό του πολιτικό ήθος, το δικό του πολιτικό πολιτισμό, ορθογράφησε τη λέξη ‘κομμουνισμός’ στους δίσεκτους καιρούς μας.»
2. Ποιο ήταν το στοιχείο, που κατεξοχήν με γοήτευσε στο μελέτημα του Κ.Τ. για το επαναστατικό υποκείμενο στην εποχή μας;
Για να απαντήσω σε αυτό το ερώτημα, είναι απαραίτητο να δώσω το στίγμα της δικής μου εκτίμησης για την εποχή μας, όσον αφορά ειδικότερα το ιδεολογικό στίγμα της.
Εκτιμούσα στην τοποθέτησή μου στην εκδήλωση του Νοεμβρίου:
«Ζούμε σε μιαν εποχή, κατά την οποία ο θρίαμβος της κυρίαρχης ιδεολογίας αποκαλύπτεται σε όλο το αποκρουστικό μεγαλείο του. Το θρίαμβο αυτό δεν τον αντικρύ-ζουμε μόνον, αλλά και τον υφιστάμεθα. Είμαστε υπο-κείμενα ενός τρόπου ζωής, ενός life-style, χωρίς το οποίο ο καπιταλισμός, διεθνής και εγχώριος, δε θα μπορούσε σήμερα να αναπαράγεται ως κοινωνικός σχηματισμός. Με όρους οικονομικής και πολιτικής θεωρίας, αυτή η κυρίαρχη ιδεολογία ονομάζεται νεοφιλελευθερισμός. Με πολιτιστικούς όρους, ωστόσο, η κυρίαρχη ιδεολογία των τελευταίων δεκαετιών του 20ου και των πρώτων του 21ου αιώνα, εμφανίζεται ως μεταμοντέρνο και, αντλώντας από την επιχειρηματολογία παλαιότερων και σοβαρότερων ρευμάτων, όπως ο δομισμός και ο μετα-δομισμός, οδηγείται προς την φιλοσοφικά και πολιτικά χυδαία απόρριψη ακόμη και της ίδιας της έννοιας του υποκειμένου. Στοιχεία μεταμοντερνισμού έχουν εισχωρήσει δυναμικά και μεταλλαγμένα, εδώ και καιρό, στις τάξεις της διεθνούς και της ελληνικής Αριστεράς, συμβάλλοντας καθοριστικά στη διαμόρφωση ενός πολύμορφου ‘μετα-μαρξισμού’. Η παρουσία του μεταμαρξισμού, ιδιαιτέρως μάλιστα στους χώρους των αντικαπιταλιστικών κινημάτων, είναι βαρύνουσας σημασίας. Αρκεί να επισημανθεί χαρακτηριστικά η πολύτροπη επιρροή που ασκεί ο μεταμαρξισμός του Negri, του Badiou, του Žižek κ.α. στις κινηματικές πρακτικές και αντιλήψεις της ριζοσπαστικής νεολαίας, αρνούμενος τη σύγχρονη εργατική τάξη ως δυνάμει επαναστατικό υποκείμενο του καιρού μας, απορρίπτοντας, συχνά με σαρκασμό και ειρωνεία, μορφές πολιτικού υποκειμένου και οργάνωσης, το κόμμα κατεξοχήν, την ίδια στιγμή που, με άμεσο ή έμμεσο τρόπο, αποθεώνει το ρόλο του αυθόρμητου.»
Επανέρχομαι, λοιπόν, και εξομολογούμαι τι είναι αυτό που κατεξοχήν με γοήτευσε στη συγγραφή του Κ.Τ.:
Ανεξαρτήτως του αν ο ίδιος είχε διαβάσει κείμενα μεταμαρξιστών, ανεξαρτήτως του αν είχε υπόψη του σχετικές επεξεργασίες τους, είναι γεγονός ότι με το πολιτικό αισθητήριό του συνέλαβε την ανάγκη μιας σύγχρονης επεξεργασίας στο ζήτημα του επαναστατικού υποκειμένου, μιας επεξεργασίας για τις βαθμίδες οργάνωσης της επαναστατικής πρωτοπορίας, η οποία θα βρίσκεται σε διαλεκτική σχέση με τις πιο γόνιμες μαρξιστικές θεωρητικές παραδόσεις, θα τις εμπλουτίζει, θα τις αναβαθμίζει και θα τις αναπροσαρμόζει σύμφωνα με τις εξελίξεις της εποχής μας, χωρίς ωστόσο να ενδίδει στον έκκεντρο κινηματικό, μετα-πολιτικό και αντι-κομματικό λόγο μιας μεταμοντέρνας Αριστεράς, που είχε ήδη αρχίσει να δίνει δείγματα γραφής, λίγα μόλις χρόνια μετά την κατάρρευση των καθεστώτων του λεγόμενου ‘υπαρκτού σοσιαλισμού’ και την πολύμορφη διάσπαση ή/ και διάλυση των επιμέρους κομμουνιστικών κομμάτων στην Ευρώπη, περίοδο διατύπωσης των θέσεων του Κ.Τ. για το επαναστατικό υποκείμενο στην εποχή μας.
3. Στον απόηχο της μελέτης του βιβλίου του Κ.Τ., και στο πλαίσιο των δικών μου μελετητικών και ερευνητικών ενδιαφερόντων, επιλέγω να θέσω προς συζήτηση μια σειρά κρίσιμων, κατά τη γνώμη μου, ερωτημάτων και προτάσεων με άξονα τη θεματική του επαναστατικού υποκειμένου, υποδεικνύοντας ταυτοχρόνως το στίγμα, το άνυσμα, των προσωπικών μου υποθέσεων εργασίας:
3.1. Προσεγγίζουμε τον καπιταλισμό ως ολότητα, ως αναπαραγόμενη ενότητα πολύμορφων αντιθέσεων. Δεδομένης, ωστόσο, αυτής της πολυμορφίας, αποδεχόμαστε, ναι ή όχι, ως προσδιοριστικό το ρόλο των ταξικών αντιθέσεων, της πάλης των τάξεων, της πάλης της σύγχρονης αστικής τάξης και του σύγχρονου προλεταριάτου;
Αν ναι, τότε, δεν μπορούμε παρά να διαφοροποιούμαστε με σαφήνεια απέναντι σε αντιλήψεις που αντιμετωπίζουν αδιαφοροποίητα και σωρευτικά, χωρίς δηλαδή επιμέρους σταθμίσεις και διαβαθμίσεις το ρόλο και τη δράση των σύγχρονων υποκειμένων και των κινημάτων τους.
Εξακολουθώ να πιστεύω ότι ο σύγχρονος διεθνής και εγχώριος καπιταλιστικός κοινωνικός σχηματισμός εξακολουθεί να αναπαράγεται με όρους πάλης των τάξεων. Αυτή η θέση όχι μόνο δεν είναι ασύμβατη, όχι μόνο δεν υποτιμά, αλλά είναι απολύτως συμβατή με την παραδοχή πλήθους άλλων κοινωνικών αντιθέσεων, τις οποίες, ωστόσο, οφείλουμε να σταθμίζουμε, ως προς τη δομική και συγκυριακή σημασία τους, με βάση τα κριτήρια που απαιτείται να επεξεργάζεται διαρκώς και συστηματικά ο σύγχρονος μαρξισμός.
3.2. Προσεγγίζουμε, ναι ή όχι, την πολιτική ως «την πλέον συμπυκνωμένη έκφραση της οικονομίας, τη γενίκευσή της και την κορύφωσή της»;
Αν ναι, τότε δεν μπορούμε παρά να τοποθετηθούμε υπεύθυνα, αλλά και μαχητικά απέναντι σε εκείνες τις θεωρίες του υποκειμένου που συγκροτούνται και λειτουργούν στη βάση της απόλυτης αυτονομίας της πολιτικής έναντι της οικονομίας.
3.3. Παραμένει, ναι ή όχι, η εργατική τάξη το επαναστατικό υποκείμενο της εποχής μας;
Απαντώντας, καταρχήν θετικά, σημαίνει ότι διαφοροποιούμαστε στη θεωρία και στην πράξη ριζικά από θεωρίες, όπως αυτές του Antonio Negri για τον κοινωνικό εργάτη, για τη λεγόμενη άυλη εργασία κοκ., καθώς και από κινήματα ή μορφές οργάνωσης που εμπνέονται από τέτοιες θεωρίες.
Από την άλλη πλευρά, όμως, η αναγνώριση της εργατικής τάξης ως του επαναστατικού υποκειμένου της εποχής μας προϋποθέτει μεταξύ άλλων συστηματική ανάλυση:
α) της εσωτερικής διαστρωμάτωσής της εργατικής τάξης στην Ελλάδα και διεθνώς, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις μορφές συνείδησης και συνδικαλιστικής οργάνωσής της ως κοινωνικού υποκειμένου
β) της σχέσης εργαζομένων-ανέργων με ταυτόχρονη στάθμιση του ρόλου των μεταναστών εργατών στην προοπτική συγκρότησης ενός ευρύτερου, αλλά και συνεκτικού μετώπου της σύγχρονης εργατικής τάξης και των συμμάχων της.
3.4. Δεχόμαστε, ναι ή όχι, ότι στους κόλπους ενός πολυδιάστατου και πολύμορφου κοινωνικού και δυνάμει επαναστατικού υποκειμένου, στους κόλπους της εργατικής τάξης, οι συνειδήσεις των μελών της ωριμάζουν ανισόμετρα;
Αν ναι, τότε προκύπτει κατ’ αναγκαιότητα η αναγνώριση και η δράση μιας αντίστοιχης πολιτικής πρωτοπορίας εντός της ίδιας της τάξης και του κινήματός της έναντι των ευρύτερων δυνάμεων που συγκροτούν την ίδια την τάξη και το κίνημά της. Με αυτή την έννοια, η αρχή της αυτοχειραφέτησης της εργατικής τάξης και αυτή της οργάνωσής της σε κόμμα, ως προϋπόθεσης –αναγκαίας, αλλά όχι ασφαλώς και αρκετής- γι’ αυτή την αυτοχειραφέτηση, δε βρίσκονται μεταξύ τους σε αντίφαση.
3.5. Αντιλαμβάνομαι τη μέριμνα, που εκφράζει και η συγγραφή του Κ.Τ., να ‘σπάσει’ το μονοπώλιο του κόμματος ως μορφής πολιτικής πρωτοπορίας, δεδομένων των τραυματικών εμπειριών και βιωμάτων του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος του 20ου αιώνα. Ωστόσο, πρέπει να απαντήσουμε ευθέως: αποδεχόμαστε, ναι ή όχι, το κόμμα ως διακριτή μορφή, ως βαθμίδα πολιτικής πρωτοπορίας, και αν ναι, τότε πώς προσδιορίζουμε το ρόλο, τη λειτουργία, τη δομή αυτού του κόμματος, και πώς αντιλαμβανόμαστε τη σχέση του με το ίδιο το εργατικό κίνημα, αλλά και όποιες άλλες μορφές κοινωνικών κινημάτων;
3.5.1. Να απαντήσουμε, λοιπόν, ευθέως, αν το κόμμα, μιας συγκεκριμένης μορφής κόμμα, αποτελεί μέρος της λύσης ή, σε κάθε περίπτωση και με όποια μορφή, το κόμμα αποτελεί έκφραση, συνιστώσα του προβλήματος. Θυμίζω, σ’ αυτό το σημείο την κατηγορηματική και ρητορική ταυτοχρόνως ερώτηση που διατύπωνε στην καταλυτική κριτική του απέναντι στην Κομμουνιστική Υπόθεση του μετα-μαρξιστή Badiou ο μαρξιστής Bensaïd: «Και αν το κόμμα δεν ήταν το πρόβλημα, αλλά ένα στοιχείο της λύσης του; Καθώς υπάρχει κόμμα και κόμμα.»
Να συμφωνήσουμε, λοιπόν, υπάρχει κόμμα και κόμμα.
Ας προσδιορίσουμε, λοιπόν, για τη συγκρότηση ποιου κόμματος αποφασίζουμε να κινητοποιηθούμε: να μελετήσουμε, να δράσουμε, να οργανωθούμε, να πειθαρχήσουμε…, ναι να πειθαρχήσουμε «για να πάψει πια η ορθή καταδίκη των λαθών του Στάλιν να λειτουργεί στην πράξη σαν περιτύλιγμα της ατομικιστικής απειθαρχίας, του εκλεκτικισμού ως προς τη θεωρία και της μόνιμης σύγχυσης ανάμεσα στην Επανάσταση και στη Γιορτή.» (Badiou, H κομμουνιστική υπόθεση)
3.5.2. Οι ανάγκες ενός σύγχρονου εργατικού κινήματος στην Ελλάδα και διεθνώς απαιτούν, λοιπόν, ένα κόμμα, μια πολιτική πρωτοπορία οργανικά συναρτημένη, όχι μηχανικά συνδεδεμένη με το επαναστατικό υποκείμενο της εποχής μας και το κίνημά του, τη σύγχρονη εργατική τάξη και το κίνημά της, αυτό το κίνημα που, σε λανθάνουσα προς ώρας κατάσταση, μόνο με το αυθόρμητο, αυτή την εμβρυώδη μορφή του συνειδητού, δεν μπορεί να φθάσει στην αντικαπιταλιστική ρήξη και στη σοσιαλιστική επανάσταση.
3.5.3. Χρειαζόμαστε ένα κόμμα, ένα πολιτικό υποκείμενο συγκροτημένο με μια πειθαρχία, όχι εργοστασιακού τύπου, όχι στρατώνα, αλλά μια πειθαρχία, αυτόβουλη υπακοή στις αποφάσεις ενός ενεργού συλλογικά βουλευόμενου και αποφασίζοντος συλλογικού σώματος.
Στο σημείο αυτό, ας ακούσουμε τον Gramsci:
«Πώς πρέπει να γίνει κατανοητή η πειθαρχία […]; Όχι βεβαίως ως παθητική και αβασάνιστη υπαγωγή σε εντολές, ως μηχανική εκτέλεση ενός καθήκοντος, […], αλλά ως μια συνειδητή και διαυγής αφομοίωση της κατεύθυνσης που πρόκειται να πραγματωθεί. Η πειθαρχία, ωστόσο, δεν εκμηδενίζει την προσωπικότητα με την οργανική έννοια, αλλά περιορίζει απλώς την αυθαιρεσία και την ανεύθυνη παρορμητικότητα […]. Η πειθαρχία, ωστόσο, δεν εξαλείφει την προσωπικότητα και την ελευθερία: το ζήτημα της ‘προσωπικότητας και της ελευθερίας’ δεν τίθεται εξαιτίας του γεγονότος της πειθαρχίας, αλλά εξαιτίας της ‘πηγής της εξουσίας που επιτάσσει την πειθαρχία’. Αν αυτή η πηγή είναι ‘δημοκρατική’, αν αυτή η εξουσία είναι μια τεχνική λειτουργία εξειδικευμένη και όχι μια ‘αυθαιρεσία’ ή μια επιβολή έξωθεν, η πειθαρχία αποτελεί ένα αναγκαίο στοιχείο δημοκρατικής τάξης, ελευθερίας.»
(Antonio Gramsci, Passato e Presente)
3.5.4. Χρειαζόμαστε, λοιπόν, ένα κόμμα, ο τρόπος οργάνωσης του οποίου δε θα αναπαράγει με όρους μιας πολιτικής τεχνολογίας το εργοστασιακό οργανωτικό πρότυπο ενός βιομηχανικού εργοστασίου των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα, αλλά –και αυτό απαιτεί εντατική, συστηματική και διεπιστημονική μελέτη- θα λαμβάνει υπόψη και θα απαντά, χωρίς να αναπαράγει μηχανικά, στις αναδιαρθρώσεις των καπιταλιστικών εργασιακών σχέσεων.
3.5.5. Δε χρειαζόμαστε, ασφαλώς, ένα κίνημα για το κόμμα, αλλά είναι άραγε πολιτικά ενδεδειγμένη η αντίστροφη θέση «ένα κόμμα για το κίνημα»;
Όχι, κατά τη γνώμη μου, όχι, αν δεν υπάρξουν προηγουμένως ορισμένες κρίσιμες και κάθε άλλο παρά αυτονόητες μεταξύ μας διευκρινίσεις.
Τι μπορεί να σημαίνει σήμερα ότι είναι απαραίτητο ένα κόμμα για το κίνημα;
Ένα κόμμα που θα αρκείται στο συντονισμό των λιγότερο ή περισσότερο αυθόρμητων, λιγότερο ή περισσότερο συνειδητών εκφράσεων και δράσεων του εγχώριου και του διεθνούς εργατικού κινήματος; Κάτι τέτοιο θα κατέληγε σε ό,τι ο Λένιν ονόμαζε ‘υπόκλιση στο αυθόρμητο’.
Ένα κόμμα για το κίνημα, ζητούμενο στην εποχή μας, ζητούμενο για την μετατροπή της σύγχρονης εργατικής τάξης σε συνειδητό επαναστατικό υποκείμενο, ένα κόμμα στραμμένο προς και ενταγμένο στη δυναμική διαμόρφωσης ενός διεθνούς εργατικού κινήματος και στην προοπτική συγκρότησης μιας σύγχρονης Κομμουνιστικής Διεθνούς, σημαίνει ένα κόμμα-πολιτικό υποκείμενο, ένα κόμμα-πολιτική πρωτοπορία που δεν αρκείται στο συντονισμό των επιμέρους κινημάτων, δε δραστηριοποιείται για τη συγκρότηση ενός μετώπου ήδη υπαρχόντων κινημάτων η ήδη υπαρχουσών πολιτικών οργανώσεων, αλλά λειτουργεί:
α)ως συλλογικός παιδαγωγός, που διαπαιδαγωγείται και διαπαιδαγωγεί με βάση τις αρχές ενός κομμουνιστικού πολιτισμού
β)ως καταλύτης και μετασχηματιστής του αυθόρμητου σε συνειδητό, του εμβρυώδους συνειδητού σε επαναστατική συνείδηση.
*Εν προκειμένω τα Τετράδια της Φυλακής του Antonio Gramsci και οι θέσεις για το σύγχρονο πολιτικό κόμμα-ηγεμόνα, που εισηγείται ο κορυφαίος ιταλός μαρξιστής, αποτελούν, κατά τη γνώμη μου, την πιο γόνιμη αφετηρία για μια σύγχρονη θεωρία του κόμματος-πολιτικής πρωτοπορίας.
4. Απευθύνομαι, πρωτίστως σε νέους ανθρώπους, ενταγμένους στο κίνημα και με αγάπη στη θεωρία. Πρέπει να είμαι ειλικρινής μαζί σας. Μπορεί και να σφάλλω, εύχομαι να σφάλλω, αλλά μεταξύ μας φοβούμαι ότι δε σφάλλω. Το κίνημα, τα κινήματα της εποχής μας, η δράση των δυνάμει επαναστατικών υποκειμένων, στην Ελλάδα και διεθνώς, δεν έχουν υπερβεί τον ορίζοντα του μαρξισμού. Ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει. Ένας βασικός λόγος της χειμέριας νάρκης, στην οποία βρίσκονται τα κινήματα της εργατικής τάξης και των δυνάμει συμμάχων της, της κινηματικής άπνοιας που χαρακτηρίζει τους καιρούς μας, είναι η υπαγωγή στις σειρήνες της κυρίαρχης ιδεολογίας, του διαλυτικού μεταμοντέρνου και του λαμπερού life-style, την ίδια στιγμή που εξακολουθούμε να αγνοούμε ή να υποβαθμίζουμε, έστω, πάντως δραματικά, το θεωρητικό πλούτο και, κυρίως, την αναγεννητική δυναμική του μαρξισμού. Σας το έχω, θαρρώ, θυμίσει και άλλη φορά, σε άλλη συνάντησή μας, σε άλλη συγκυρία. Σας έχω επαναλάβει τα λόγια της κόκκινης Rosa, της μαρξίστριας που μόνο για μυθοποίηση του Marx και για υποτίμηση του αυθόρμητου δε θα μπορούσε να επικριθεί. Γι’ αυτό τα λόγια της, για μας που θέλουμε να στοχαστούμε κριτικά και να συμβάλουμε στην κίνηση του επαναστατικού υποκειμένου της εποχής μας -ανάμεσά μας, μην το ξεχνάτε, εξακολουθεί παρών ο Κ.Τ.- έχουν βαρύνουσα σημασία και δείχνουν το δρόμο που καλούμαστε να ακολουθήσουμε:
«Αν, λοιπόν, σήμερα διαπιστώνουμε μια στασιμότητα στο κίνημά μας όσον αφορά τα θεωρητικά ζητήματα, αυτό δε συμβαίνει επειδή η μαρξιστική θεωρία από την οποία τροφοδοτούμαστε είναι ανίκανη να αναπτυχθεί ή έχει καταστεί ανεπίκαιρη. Αντιθέτως,, αυτή η στασιμότητα οφείλεται στο ότι δεν έχουμε μάθει πώς να κάνουμε αποτελεσματική χρήση των πλέον σημαντικών πνευματικών όπλων που εξαγάγαμε από το μαρξιστικό οπλοστάσιο δεδομένης της επείγουσας ανάγκης των προηγουμένων σταδίων της πάλης μας. Δεν είναι αληθές ότι όσον αφορά την πρακτική πάλη ο Marx είναι ανεπίκαιρος, ότι ξεπεράσαμε τον Marx. Αντιθέτως, ο Marx, στην επιστημονική δημιουργία του, μας υπερέβαλε ως κόμμα μαχητών της πράξης. Δεν είναι αληθές ότι ο Marx δεν επαρκεί πλέον για τις ανάγκες μας. Αντιθέτως, οι ανάγκες μας δεν είναι ακόμη επαρκείς για τη χρήση των ιδεών του Marx.»
(Rosa Luxemburg,
Στασιμότητα & πρόοδος του μαρξισμού)